Πως η κωμωδία τούτη (σ.σ. η «Ειρήνη» του Αριστοφάνη) γράφηκε με βιασύνη είναι ολοφάνερο. Σε σύγκριση με άλλες, ο μύθος της μοιάζει απλοϊκός, το χτίσιμο χαλαρό, τα χωρατά της βιασμένα. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε πως ο Αριστοφάνης περνάει από κρίση ψυχικής ευδαιμονίας, που φυσικά δεν βοηθάει το έργο του ιαμβογράφου. Ο Κλέων, το κόκκινο πανί που ερέθιζε τον κωμικό ταύρο, δεν υπάρχει πια. Ο θεατρικός καθαρτής της χώρας έμεινε ξαφνικά δίχως κάθαρμα. Γι’ αυτό και μετριάζει το σατιρικό του πάθος. Ξέρει πως οι ορμήνειες είναι τώρα πια περιττές, πως τα βάσανα τέλειωσαν και πως οι εκμεταλλευτές του πολέμου έχασαν το παιχνίδι. Ο Αριστοφάνης δεν έχει πια κανένα ιδεολογικό ελατήριο και δεν θέλει το κακό κανενός. Τις μέρες τούτες ξοδεύει στην ίδια τη ζωή όλο το σφρίγος π’ άλλοτε διοχέτευε στην τέχνη. Μπλέκει με το συρφετό των συμμάχων, τραγουδάει με τους φαντάρους, φιλιέται, σαν το Δικαιόπολη, με τους Μεγαρίτες και τους Βοιωτούς, ξενυχτάει τσουγγρίζοντας στις ταβέρνες. Το έργο που κάθεται να γράψη είναι πιο πολύ μια πρόφαση. Μια πρόφαση για να δη το γεμάτο θέατρο να γιορτάζη τους γάμους της Ειρήνης και του Έλληνα. Θα προτιμούσε ίσως, για πρώτη φορά στη ζωή του, να ήταν υμνογράφος ή διθυραμβοποιός. Μα είναι σκλάβος της δουλειάς του. Και το μοναδικό μέσο που διαθέτει για να μιλήση στους πατριώτες του είναι η κωμωδία.

[…]


«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 13.6.1964, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Η «Ειρήνη» είναι, πρώτα-πρώτα, ένας ύμνος στην αγροτική ευτυχία. Όλο το δεύτερο μέρος του έργου —από την αποφυλάκιση της θεάς κι’ ύστερα— είναι μια χωριάτικη γιορτή που τελειώνει —σαν τέλειο δείγμα αριστοφανικής κωμωδίας— σε Συμφιλίωση, Γάμο και Κώμο. Θριαμβεύει η ζεστή χαρά του κάμπου. Ο λαός της Αττικής ξεχύνεται στ’ αλώνια και στ’ αμπέλια, ύστερ’ απ’ τα δέκα χρόνια που πέρασε μέσ’ στην κλεισούρα της πολιτείας. Μα κι’ όλα τα χωριά της Ελλάδας παίρνουν μέρος στο ίδιο πανηγύρι, στο ίδιο γιορταστικό ξαναγύρισμα στη φύση. Η ορχήστρα του θεάτρου πλημμυρίζει απ’ τα πολύχρωμα χωριάτικα κουστούμια, απ’ τη ζωηράδα και το κέφι των αμπελουργών, των ξωμάχων, των καλλιεργητάδων. Θέαμα χαρμόσυνο, που κάνει και τον ίδιο τον Ερμή να φωνάξη: «Ω Ποσειδώνα, πόσο ωραίο είναι στο μάτι το πλήθος τους και τι πυκνό και γοργοκίνητο!» Η «Ειρήνη» φέρνει τον ανοιχτό ουρανό, τη λιακάδα, τη μυρωδιά της βρεμένης γης και του θυμαριού, το μουρμούρισμα των φύλλων, το βουητό της μέλισσας, τη γλυκάδα του ώριμου σύκου, σ’ ένα θεατρικό χώρο όπου ίσαμε τώρα βασίλευε η αστική έγνοια, τα πολιτικά ανακατώματα και το λουμπενπρολεταριάτο. Το έργο όμως αξίζει και για τον τελετουργικό του χαρακτήρα — και για την υφή των θρησκευτικών του ύμνων. Είναι αδύνατο μάλιστα να μη θυμίσουν σ’ ένα νεοέλληνα τις γνώριμές του λειτουργίες και προσευχές — τόσο συγγενεύουν με τους εκφραστικούς τρόπους της σημερινής λατρείας του λαού μας.


«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 13.6.1964, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Στερνό άφησα το σπουδαιότερο χάρισμα του έργου: το ανώτερο πατριωτικό του αίσθημα. Σ’ όλες του τις φιλειρηνικές κωμωδίες ο Αριστοφάνης στάθηκε περισσότερο Έλληνας παρά Αθηναίος. Ολονών τα βάσανα συλλογιόταν και για όλους αγωνιζόταν. Στην «Ειρήνη» πιο πολύ από κάθε άλλη φορά ξεσπάει το πανελληνικό του αίσθημα. Η Ελλάδα ολόκληρη καλωσορίζει την ειρήνη. Ο Χορός του αποτελεί ένα μωσαϊκό από αγρότες της κάθε ελληνικής γωνιάς. Όταν λέη στη θεά πως δεκατρία χρόνια τούς έχει μαραμένους ο καημός της, δεν αναλογίζεται τα δέκα χρόνια που βάσταξε τυπικά ο πόλεμος, μα και τα τρία εκείνα που Κορινθιώτες, Κερκυραίοι, Μεγαρίτες κι’ άλλοι είχανε μπη κιόλας στα βάσανα. Κι’ ο ήρωας της κωμωδίας, ο Τρυγαίος, ξεκινάει για την δονκιχωτική του αποστολή —που θα την κερδίση γιατί είναι συνάμα και προσγειωμένος Σάντσος— όχι μονάχα για τη σωτηρία της Αθήνας ή της Αττικής, μα ολόκληρης της χώρας. Η παλαμική κραυγή «Ω Ρωμιοσύνη, ω μάνα μου!» αντιλαλεί σε κάθε σχεδόν στροφή της κωμωδίας τούτης. Ακόμα κι’ η προσλαλιά που διαλέγει εδώ πέρα ο Αριστοφάνης δεν είναι ούτε «ω θεατές» ούτε «ω άνδρες» ούτε «ω Αθηναίοι» μα «ω Πανέλληνες» — μια λέξη αρκετά σπάνια στην αρχαία λογοτεχνία. Είναι πιθανό πως ο Αριστοφάνης «ου μόνος περί ειρήνης συνεβούλευσεν», αλλά και άλλοι πολλοί ποιητές. Έχομε εξ άλλου αποσπάσματα του Κρατίνου και του Εύπολη που υμνούν το ιδανικό της ειρήνης, καθώς κι’ ένα του παλιού Τηλεκλείδη, όπου αναθυμιέται «τη χρυσή εποχή, όταν είχες την ειρήνη εύκολη σαν το νερό». Ο Αριστοφάνης δεν ανακάλυψε βέβαια την ειρήνη, όπως κι’ ο Πίνδαρος δεν είχε θεσπίσει τους επινίκιους ύμνους. Στάθηκε όμως ο πιο χρυσόστομος ιερέας της θρησκείας της. Το δικό του φιλειρηνικό έργο είναι εκείνο που αντιγράψανε οι εποχές, η μια μετά την άλλη, οι ίδιες που εξαφάνισαν τις κωμωδίες των συναδέλφων του — γιατί σ’ αυτό προ πάντων αντανακλάει η λαχτάρα για την ειρήνη μιας ατέρμονα πονεμένης πολεμικής περιόδου. Η ειρήνη που θα γιορταστή λίγες μέρες μετά τα Μεγάλα Διονύσια θάναι τυπικά η ειρήνη του Νικία, μα ουσιαστικά η ειρήνη του Αριστοφάνη.


Στον διάλογο Τρυγαίου – Ερμή υπάρχει και μια φράση του Μαρουσιώτη αμπελουργού που χάνεται μέσα στο γοργό κουβεντολόι, ενώ θάπρεπε να λαξευτή πάνω σε μαρμάρινη στήλη, όπως τα ηρωικά επιγράμματα του Σιμωνίδη και του Βακχυλίδη. «Ο Δίας», λέει ο Ερμής, «έχει ορίσει θάνατο για όποιον ξεθάψη την Ειρήνη». Κι’ ο αγρότης απαντάει με κωμική τρεμούλα: «Ώστε είναι τόσο ανάγκη να πεθάνω;» Νομίζω πως όλο το ηρωικό πείσμα εκείνων που αγωνίστηκαν και μαρτύρησαν για μιαν ιδέα βρίσκεται μέσα σ’ αυτή την ταπεινή φρασούλα. Ο Τρυγαίος δεν σκέφτεται μήτε στιγμή να σταματήση μπροστά στον κίνδυνο, μ’ όλο που σαν άνθρωπος φοβάται. Η απάντησή του θυμίζει, κρατώντας τις αναλογίες, το «δεν υπάρχει άλλος δρόμος απ’ αυτόν που διάλεξα». Συνάμα στην απλότητά τους, στο χαμόγελό τους, στη ντομπροσύνη τους, τα λόγια του αριστοφανικού πρεσβύτη θα ταίριαζαν απόλυτα στο σεμνό ήρωα της ελληνικής ιστορίας, τον άξεστο, τον άμουσο, με τη μακρυγιαννέικη λαλιά, αυτόν που δεν ξέρει τι πάει να πη ηρωικός στόμφος. Η κωμική φρασούλα του Τρυγαίου κλείνει ίσως πιο πολύν ηρωισμό απ’ ό,τι ολόκληρο το έργο του Αισχύλου.

*Απόσπασμα από δισέλιδο άρθρο αφιερωμένο στην «Ειρήνη» του Αριστοφάνη (συντάκτης του, ο διακεκριμένος δημοσιογράφος Ευάγγελος Ψυρράκης, 1936-2006), που είχε δημοσιευτεί στον «Ταχυδρόμο» στις 13 Ιουνίου 1964, με αφορμή την παρουσίαση της περίφημης αριστοφανικής κωμωδίας από δύο θιάσους εκείνο το καλοκαίρι (από το Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού, και από το «Άρμα Θεάτρου», σε σκηνοθεσία Πέλου Κατσέλη).

Όσα διαβάσατε ανωτέρω για την «Ειρήνη» και τον εμπνευσμένο δημιουργό της είχαν γραφεί από τον Αλέξη Σολομό, ένα σπουδαίο θεατράνθρωπο, ο οποίος κατάφερε να αφήσει ανεξίτηλα σημάδια στα καλλιτεχνικά πράγματα της χώρας μας κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα.


Ο εκ πατρός κεφαλληνιακής καταγωγής Σολομός γεννήθηκε στις 9 Αυγούστου 1918 και απεβίωσε στις 25 Σεπτεμβρίου 2012.

Ο Σολομός μυήθηκε στην τέχνη του θεάτρου από τον Κάρολο Κουν, ήδη από τα μαθητικά του χρόνια, στο Κολλέγιο Αθηνών. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και φοίτησε σε δραματικές σχολές εντός και εκτός συνόρων.


Εργάστηκε αρχικά ως ενδυματολόγος, ως ηθοποιός και ως μεταφραστής. Τα δύο πρώτα θεατρικά έργα του παρουσιάστηκαν σε αθηναϊκές σκηνές το 1944.

Το πλουσιότατο σκηνοθετικό έργο του Σολομού στην Ελλάδα και το εξωτερικό περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, περισσότερες από εκατό παραγωγές στο Εθνικό Θέατρο (1950-1992), στο οποίο διετέλεσε δύο φορές διευθυντής.


Πηγή: «Αλέξης Σολομός – Γραμμές και σχέδια», ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2018

Ξεχωριστής αναφοράς χρήζει η μακρόχρονη και σοβαρή ενασχόληση του Σολομού με τον κόσμο του αρχαίου δράματος (κωμωδίες του Αριστοφάνη, τραγωδίες).

Το 1964 ο Σολομός ίδρυσε το «Προσκήνιο», θίασο ρεπερτορίου που παρουσίασε δεκάδες σκηνικές παραγωγές (στις εν λόγω παραστάσεις, πέραν της σκηνοθεσίας, ο Σολομός ήταν συχνά υπεύθυνος και για τη σκηνογραφία).


Πηγή: «Αλέξης Σολομός – Γραμμές και σχέδια», ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2018

Καρπός των πολυετών προσπαθειών του Σολομού, της πολυσχιδούς αυτής προσωπικότητας, υπήρξαν τα θεατρικά έργα του, οι θεατρικές μεταφράσεις και διασκευές του, τα θεατρικά άρθρα του, οι μελέτες και τα δοκίμιά του για το θέατρο και τον κινηματογράφο, καθώς και λιγοστά πεζογραφήματα.