Το τέλος της πολιτικής του «παιδαγωγού»
Οι Γερμανοί πολιτικοί είχαν πολύ συχνά τη συνήθεια να μιλούν ως φωτισμένοι δάσκαλοι με υψωμένο δάχτυλο, τόσο στους συμπατριώτες τους όσο και στους εταίρους τους.
Μάλλον θυμάστε ποια ήταν η αγαπημένη συμβουλή των Γερμανών πολιτικών την περίοδο της μεγάλης οικονομικής κρίσης, όχι μόνο προς τους Έλληνες, αλλά συνολικά προς τις χώρες του Νότου: «Κάντε το όπως κι εμείς». Η προσέγγιση εκείνων των ημερών αποτέλεσε ουσιαστικά την κορύφωση μιας παγιωμένης νοοτροπίας, που θεωρούσε ότι οι Γερμανοί είχαν το αλάθητο και βασιζόταν στην οικονομική ισχύ της χώρας, αλλά και σε μια ελαφρώς στρεβλή εικόνα κοινωνικής ειρήνης και συνεννόησης στο εσωτερικό της.
Ο Γερμανός επισκέπτης ως σύμβουλος απολάμβανε τον ρόλο του φωτισμένου δασκάλου, που άλλοτε με κατανόηση κι άλλοτε με την αναγκαία αυστηρότητα υποδείκνυε στους εταίρους του τι και πώς πρέπει να δράσουν. Στην πορεία αποδείχτηκε ότι η συνταγή αυτή δεν ήταν και τόσο αποτελεσματική. Είναι αδύνατον να υπάρξουν εντός ΕΕ «27 μικρές Γερμανίες».
Το αναμφισβήτητο αποτέλεσμα αυτής της στάσης ήταν όμως η ενίσχυση του αντιγερμανισμού, η εμφάνιση διαλυτικών τάσεων και συνολικότερα η ενίσχυση της καχυποψίας μεταξύ των Ευρωπαίων.
Σήμερα που η Γερμανία βρίσκεται αντιμέτωπη με δικές της λανθασμένες επιλογές και καθυστερήσεις, αποτέλεσμα συχνά αυτής της ασφαλούς αυταρέσκειας, ο δάσκαλος με το υψωμένο δάχτυλο προκαλεί μάλλον μειδίαμα παρά φόβο. Ακριβή ενέργεια, τεχνολογική υστέρηση σε τομείς αιχμής, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία, και σαφής γήρανση των υποδομών της χώρας συνθέτουν ένα μίγμα, που προκαλεί αμηχανία στους ίδιους τους Γερμανούς πολιτικούς. Αν και κάποιοι, και αυτοί είναι οι πιο επικίνδυνοι, συνεχίζουν να μην καταλαβαίνουν τίποτα, ελπίζοντας ότι με καρτερικότητα και εγκράτεια όλα θα γίνουν πάλι όπως παλιά.
Δάσκαλε που δίδασκες…
Αλλά ο λογαριασμός, που δεν μπορούν να αγνοήσουν, έρχεται από το εσωτερικό της χώρας και όχι από το εξωτερικό. Η παιδαγωγικού τύπου αντιμετώπιση των πολιτών, που μπορεί να λειτούργησε ως έναν βαθμό στην 16ετή, όχι και τόσο «χρυσή» όπως αποδεικνύεται, εποχή Μέρκελ, και συμπυκνωνόταν στην ψευδαίσθηση «η μητερούλα ξέρει και θα βρει τη λύση» δεν αρκεί πια για να κρατήσει «φρόνιμους» και εντός προκαθορισμένου πλαισίου τους πολίτες-ψηφοφόρους.
Μάλλον το αντίθετο προκαλεί. Δυσφορία και αντίδραση. Σε μια πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Allensbach, πριν από τις εκλογές στο Βρανδεμβούργο, το 54% συμφώνησε με τη φράση «Οι πολιτικοί θέλουν πάντα να μου υποδεικνύουν με ποιον τρόπο θα ζήσω τη ζωή μου».
Αυτό εξηγεί γιατί τα παραδοσιακά κόμματα έχουν χάσει τη σύνδεσή τους με την κοινωνία. Η πύρρειος νίκη της ξεκομμένης από την παραδοσιακή της βάση Σοσιαλδημοκρατίας δεν μπορεί να αποκρύψει το πρόβλημα. Το γεγονός ότι τα τρία κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού στο Βερολίνο συγκεντρώνουν όλα μαζί κάπου 30% δεν μπορεί παρά να στέλνει ένα μήνυμα. Και η προσωρινή ανακούφιση από τη διάσωση του Βρανδεμβούργου κάθε άλλο παρά επιβεβαίωση της πολιτικής της Σοσιαλδημοκρατίας αποτελεί.
Ελιτιστές και φωστήρες
Ακόμα πιο δύσκολα είναι τα πράγματα για τα δύο μικρότερα κόμματα του τρίχρωμου συνασπισμού. Η κατάρρευση των Φιλελευθέρων, ενός κόμματος ευκατάστατων «ελιτιστών», οφείλεται ακριβώς στη συνήθειά τους να κοιτούν και να μιλούν στην κοινωνία αφ΄ υψηλού. Οι Πράσινοι, ένα κόμμα των «πεφωτισμένων και ευσυνείδητων», όπως περίπου θέλει να παρουσιάζεται, κάνουν ό,τι μπορούν για να τους ακολουθήσουν στην κατηφόρα. Αυτοί μάλιστα έχουν τελειοποιήσει τη συνταγή. Δεν λένε στον κόσμο απλώς τι πρέπει να κάνει. Λατρεύουν να τον βομβαρδίζουν με το τι δεν πρέπει να κάνει. «Verbotspartei», το κόμμα των απαγορεύσεων, είναι το «χαϊδευτικό» τους στη δημοσιογραφική οικογένεια.
Όσο για τους Χριστιανοδημοκράτες, που περιμένουν να πέσει στα χέρια τους το ώριμο φρούτο της διακυβέρνησης της χώρας, κάνοντας συγκεντρώσεις και συνέδρια σε οικογενειακό κύκλο, το «χαστούκι» από το Πότσνταμ κανονικά φαίνεται αρκετά ισχυρό για να τους δείξει ότι δεν μπορεί να γίνονται όλα από μόνα τους και με την αρωγή του «κόσμου της οικονομίας». Μένει να φανεί αν το κατάλαβαν.
Οι «κοντινοί» του λαού
Αντίθετα, οι λαϊκιστές «μιλούν» με τον κόσμο και κερδίζουν εμπιστοσύνη. «Κατεβαίνουν» στις πλατείες και τις γειτονιές και «ακούνε» τις αγωνίες του. Δημαγωγικά, ψεύτικα, προσποιητά, αλλά του δίνουν την αίσθηση ότι είναι εκεί, προσβάσιμοι και χειροπιαστοί. Θα μπορούσε να το κάνει αυτό ο Όλαφ Σολτς, η Αναλένα Μπέρμποκ ή ο Κρίστιαν Λίντνερ; Θέλει περίσσευμα φαντασίας και καλής διάθεσης για να το φανταστείς. Και όσες φορές επιχείρησαν κάτι τέτοιο, η εικόνα ήταν στημένη και αμήχανη. Το ίδιο φυσικά ισχύει και για τον Φρίντριχ Μερτς.
Ορισμένοι προσπαθούν τώρα να αγνοήσουν το 30% της AfD στο Βρανδεμβούργο. Τα ποσοστά του 37-45% σε κάποιες περιοχές ανατολικά, κοντά στα σύνορα με την Πολωνία. Αγνοούν ότι το κόμμα της Σάρα Βάγκενκνεχτ, με όπλο το όνομά της και ένα εντελώς ασαφές πρόγραμμα, χτύπησε με το «Καλημέρα» διψήφια νούμερα. Όλα αυτά είναι ευδιάκριτα σημάδια απόρριψης του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος με τους επαγγελματίες πολιτικούς, που «ξέρουν καλύτερα από εμάς τι είναι καλό για εμάς». Τα κόμματα που δεν το καταλαβαίνουν αυτό απλώς θυμίζουν χρεωκοπημένους αριστοκράτες, που απολαμβάνουν τις τελευταίες ημέρες της ευδαιμονίας πριν την οριστική απώλειά της.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις