Στις 26 Σεπτεμβρίου 1888 γεννήθηκε στο Σεντ Λούις του Μιζούρι ο επιφανής λογοτέχνης, κριτικός και θεατρικός συγγραφέας Τόμας Στερνς Έλιοτ (Thomas Stearns Eliot, T. S. Eliot), που τιμήθηκε με το Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1948.


Ευρέως γνωστός στη χώρα μας ως Τ. Σ. Έλιοτ, ο δημιουργός της εμβληματικής για τη μοντέρνα ποίηση σύνθεσης The waste land («Ο ερημότοπος» του Τάκη Παπατσώνη, «Η έρημη χώρα» του Γιώργου Σεφέρη, «Η ρημαγμένη γη» του Κλείτου Κύρου, «Η άγονη γη» του Χάρη Βλαβιανού) απεβίωσε στο Λονδίνο στις 4 Ιανουαρίου 1965.


Στο δοκίμιό του «Εισαγωγή στον Θ. Σ. Έλιοτ» (1936), με το οποίο συνόδευσε τη δική του μετάφραση της «Έρημης χώρας», ο Γιώργος Σεφέρης είχε γράψει τα ακόλουθα:

Είπανε τον Έλιοτ ποιητή της παρακμής. Δεν ξέρω αν υπάρχουν τέτοιοι ποιητές. Υπάρχουν, φαντάζομαι, καλοί και κακοί ποιητές, και υπάρχουν εποχές ευκολώτερες ή δυσκολώτερες για την ποίηση. Αλλ’ αν δεχτούμε ότι βρίσκουνται μέσα στη διαδοχή της ιστορίας εποχές ακμής και παρακμής, θα έπρεπε να ονομάσουμε καλλιτέχνες της παρακμής εκείνους που τα έργα τους ταυτίζουνται, με κάποιον τρόπο, με την εποχή τους και παρουσιάζουν όλα της τα χαρακτηριστικά. Και ούτε αυτό θα είταν σωστό, γιατί σε κάθε εποχή δεν είναι όλος ο κόσμος που είναι παρακμασμένος, αλλά ένα ορισμένο σύνολο θεσμών και ανθρώπων. Φαντάζομαι, για να εκφραστώ ακριβέστερα, πως έργο παρακμής θα έπρεπε να ειπωθεί το έργο που θα άξιζε την ομόφωνη επιδοκιμασία αυτών των ανθρώπων και αυτών των θεσμών. Έτσι, στην ίδια εποχή μπορεί να συνυπάρξουν έργα διαφορετικού ολωσδιόλου χαρακτήρα. 


Το δημοτικό τραγούδι δεν είναι έργο παρακμής, ενώ είναι το καθαρευουσιάνικο ποίημα που γράφτηκε σύγχρονα μ’ αυτό. Στην εποχή της παρακμής γίνεται ποιητικός διαγωνισμός για να εξυμνηθούν τα μαλλιά της βασίλισσας Στρατονίκης, που είναι φαλακρή. Ο ποιητής που πήρε το πρώτο βραβείο σ’ εκείνο το διαγωνισμό είναι βέβαια ποιητής παρακμής· κι’ αυτό υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Οπωσδήποτε είναι δύσκολο να κατατάξουμε στην ίδια κατηγορία τον ποιητή που υποφέρει από μια τέτοια εποχή, τη βλέπει με όλη της την κατάπτωση και σαν τέτοια τη διατυπώνει. Ο ποιητής αυτός δεν ταυτίζεται με την παρακμή της εποχής του· ετοιμάζει το χώμα για ένα διαφορετικό αύριο. Έτσι νομίζω για την ποίηση του Έλιοτ. Αν άρχισε μόνος και έμεινε «μόνος με τον Μόνο» σε μια εποχή απομόνωσης, μπόρεσε να διατυπώσει, συναρμολογώντας τα συντρίμμια που βρήκε γύρω του, ένα «πάθος».


Και το «πάθος» αυτό το διατύπωσε κάνοντας ποίηση, σ’ έναν καιρό όπου η ποίηση ήταν μια τρομερά δύσκολη και απογνωσμένη υπόθεση. Αυτή είναι η σημαντική του υπηρεσία. Γιατί πέρα από τις ιστορικές στιγμές και τις τοπικές συνθήκες, εκείνο που ενδιαφέρει είναι ότι η τέχνη μπόρεσε να συνεχίσει την αιώνια ροή όπου ταξιδεύουν οι ψυχές των ανθρώπων.


Η εποχή της αμφιβολίας, της ανησυχίας και της απομόνωσης φαίνεται να έχει αφήσει πια τη θέση της στην εποχή της ανάγκης. Τι θα βγάλει το πνεύμα από τους θρησκευτικούς αγώνες που προετοιμάζει ο «καιρός των ορθοδοξιών», όπου μπαίνουμε, «άδηλον παντί πλην η τω θεώ».


Ο Σεφέρης και πάλι, σε ένα άλλο δοκίμιό του, το «Γράμμα σ’ έναν ξένο φίλο» (1948), προσέθετε τα εξής:

Αλλά κοντά στις μεγάλες υπηρεσίες που πρόσφερε στην ποίηση, ήθελα να προσθέσω πως δεν πρέπει να ξεχνά κανείς το κύρος που έχει ο Έλιοτ σαν τίμιος άνθρωπος απέναντι στην τέχνη του, απέναντι στον εαυτό του, απέναντι στους άλλους ανθρώπους. Δεν είναι λίγο πράγμα, όταν σκεφτεί κανείς ότι στα χρόνια μας δε λείπουν οι ποιητές που μεταχειρίζονται τη λέξη «αλήθεια» ή τη λέξη «ελευθερία» με την ίδιαν αδιαφορία που λένε σ’ έναν άγνωστο κύριο «χαίρω πολύ που σας γνώρισα». Έχουμε μπει για καλά στην περίοδο της μηχανοκίνητης βλακείας, της μηχανοκίνητης ψευτιάς και της μηχανοκίνητης αυτοκαταστροφής.