Όταν η μοίρα επιφυλάσση σ’ έναν δημοσιογράφο το θλιβερό προνόμιο να είναι ο τελευταίος προς τον οποίο έτυχε να μιλήση μια μεγάλη μορφή, πριν φύγη για το «μεγάλο ταξίδι», τότε τα λόγια που δεν προωρίζονταν για δημοσίευση παίρνουν τον χαρακτήρα υποθήκης, που δεν αφορά πια στο πρόσωπο του συνομιλητού, αλλά στην εφημερίδα, τους αναγνώστες της, σ’ όλο το πλήρωμα της Μεγάλης Εκκλησίας που έχασε τον ποιμένα της.

Είχε αποσυρθή για ανάπαυση στη Χάλκη, στην ηρεμία και τη χαμογελαστή φύση του πιο χαριτωμένου από τα Πριγκιπόννησα, στην άνεση του χώρου και του ανοιχτού ορίζοντα που έχει η Σχολή, επάνω στην κορυφή του λόφου, μέσα στα δέντρα — σε περιβάλλον εντελώς διαφορετικό από το στενόχωρο Φανάρι.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 8.7.1972, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ήταν απομεσήμερο ζεστό, κάτω από τον ήλιο, και μέσα στη Σχολή οι μεγάλοι, ατελείωτοι διάδρομοι κρατούσαν δροσιά και γαλήνη. Τα παιδιά αναπαύονταν. Ένας μακρύς διάδρομος και μετά ένας ακόμη, και στην πόρτα, όρθιος, θεόρατος ο Πατριάρχης, σαν να κρατούσε στους ώμους του όλο αυτό το οικοδόμημα της Ορθόδοξης Θεολογίας. Η λάμψη των ματιών του δεν άφηνε εύκολα να διακρίνης πόσο διάφανο, κέρινο πια ήταν το δέρμα στο πρόσωπό του, πόσο οι φαρδείς ώμοι είχαν αρχίσει να κυρτώνουν καθώς προχωρούσε προς το τέλος της ένατης δεκαετίας της ζωής του.

Έτσι τον είδα και για τελευταία φορά φεύγοντας, ορθόν στο κατώφλι του γραφείου του, να μου στέλνη την λάμψη του βλέμματός του, μια λάμψη τόσο αστραφτερή, που σαν να σκέπαζε και το καλοσυνάτο του χαμόγελο.


Είχα τελειώσει την αποστολή μου στην Τουρκία, την έρευνα για τις πολιτικές εξελίξεις που δημοσιεύθηκε την περασμένη εβδομάδα εις «Το Βήμα».

— Άκουσε γυιόκα μου, είπε. Ό,τι κι’ αν γράψης, να το γράψης με αγάπη. Με πολλήν αγάπη.

Αυτά τα λόγια τα θυμάμαι όπως ακριβώς τα είπε, με το βλέμμα του κάπου μακριά προσηλωμένο. Τα άλλα δεν τολμώ να προσπαθήσω να τα μεταφέρω ακριβώς όπως τα είπε, γιατί έπαιρναν ένα βάρος ειδικό από τις αστραπές των ματιών του και τις συσπάσεις πάνω στο φαρδύ μέτωπό του:

Είμαστε δυο λαοί με απέραντην εθνική μοναξιά, χωρίς φίλους και συγγενείς γύρω μας. Είμαστε ορφανοί και δεν έχομε αλλού να στηριχθούμε παρά μόνο ο ένας στον άλλον. Πέρυσι η Ελλάδα γιόρτασε τα εκατόν πενήντα χρόνια της ανεξαρτησίας της. Του χρόνου η Τουρκία θα γιορτάση τα πενήντα χρόνια της Δημοκρατίας. Πρέπει να έλθη εδώ μια αποστολή αγάπης. Αυτή που δεν ήλθε πέρυσι, ας έλθη του χρόνου. Οι δυο λαοί έζησαν μαζί πάνω από πεντακόσια χρόνια. Τώρα που ζουν χωριστά χρειάζονται περισσότερην αγάπη.


Αγάπη, αυτή ήταν η τελευταία λέξη που άκουσα από τα χείλη του καθώς έφευγα.

— Ό,τι κι’ αν γράψης, είπε πάλι, να το γράψης με αγάπη.

*Αποχαιρετιστήριο κείμενο του δημοσιογράφου (και μετέπειτα διευθυντή του «Βήματος») Χάρη Μπουσμπουρέλη, που έφερε τον τίτλο «Με αγάπη…» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» το Σάββατο 8 Ιουλίου 1972, την επαύριον του θανάτου του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα (1886-1972), της εξέχουσας αυτής προσωπικότητας της Ορθοδοξίας, που κατάφερε να βγάλει το Οικουμενικό Πατριαρχείο από την εσωστρέφεια του παρελθόντος και να του προσδώσει διεθνή ακτινοβολία.


Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας

Η Θεολογική Σχολή της Χάλκης, μήτρα επιστημονικά καταρτισμένων στελεχών του Οικουμενικού Πατριαρχείου και άλλων αδελφών Εκκλησιών, λειτούργησε από το 1844 έως το 1971.