Από το σαλόνι της (σ.σ. της Ιωάννας Τσάτσου, στην οδό Κυδαθηναίων 9, στην Πλάκα) πέρασαν οι μεγαλύτερες μορφές της Γενιάς του ’30, οι πολιτικοί που κράτησαν το τιμόνι της Ελλάδας τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, ακαδημαϊκοί και φιλόσοφοι του Δικαίου, ζωγράφοι, θεατράνθρωποι και μουσικοί. Η άρχουσα τάξη του πνευματικού και πολιτικού κατεστημένου των δεκαετιών του ’30, του ’50, του ’60, του ’70.

[…]


«ΤΑ ΝΕΑ», 12.4.1994, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Μπορεί να μην πίστεψε ποτέ στην Αριστερά και να διαφωνούσε με τον σοσιαλισμό, αλλά είναι μια γυναίκα με πτυχίο Νομικής, που αγωνίστηκε για το δικαίωμα ψήφου των γυναικών, που δούλεψε στην Κατοχή για χιλιάδες άπορους και κυνηγημένους. Μια γυναίκα που πολλοί θα ήσαν έτοιμοι να την εκλέξουν στην Ακαδημία Αθηνών, που έχει 20 βιβλία στο ενεργητικό της (ποιητικές συλλογές, μαρτυρίες, βιογραφίες) και που, μεταξύ άλλων διακρίσεων, ελληνικών και ξένων, έχει τιμηθεί με το Χρυσό Μετάλλιο της Γαλλικής Ακαδημίας. Πάνω από όλα όμως, είναι μια γυναίκα απλή και γλυκομίλητη, που σταματά να σου διηγείται για να απαγγείλει ένα ποίημα ή να σιγοτραγουδήσει έναν σκοπό. Στα 85 της, όπως λέει, «δεν προφταίνω τη μέρα μου». Δέχεται τηλεφωνήματα και αιτήματα, επισκέψεις φίλων και αγνώστων που θέλουν να ζητήσουν την παρουσία της σε κάποια εκδήλωση, παρακολουθεί ομιλίες «εφόσον με ενδιαφέρουν» και επίσημες βραδιές, αλλά και αρνείται πλήθος προσκλήσεων. Στην τηλεόραση βλέπει απαραιτήτως τις ειδήσεις και, όπως λέει στα «Νέα», «μου αρέσει το απόγευμα, γιατί τότε μπορώ να εργαστώ για τον εαυτό μου. Τότε είναι που έρχονται όλες οι ιδέες και όλοι οι εφιάλτες — οι αναμνήσεις».

[…]


«ΤΑ ΝΕΑ», 12.4.1994, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Η Ιωάννα Τσάτσου θυμάται που νιόπαντρη επισκέφθηκε τον Παλαμά, θυμάται τον Ρώμο Φιλύρα και τον Σικελιανό που της έγραψαν ποιήματα. Θυμάται «τον Κωστάκη, που δεν ήταν ωραίος, αλλά ήταν τόσο πλούσιος στην ψυχή», θυμάται κάποιους ακαδημαϊκούς που είχαν δηλώσει ότι δεν θα ψηφίσουν τον Τσάτσο στην Ακαδημία, και τον Σεφέρη που δεν υπέβαλε ποτέ υποψηφιότητα, παρ’ όλες τις προτροπές. Θυμάται έντονα τον πόνο της Κατοχής και το πρόσωπό της φωτίζεται όταν μιλά για τον Θεό. «Η πίστη», λέει, «είναι όπως και ο έρωτας. Μια θεία ευλογία. Καθένας καταθέτει εκεί ανάλογα με την προσωπικότητά του και τη δύναμη της ψυχής του. Δεν καταμετριούνται αυτά».


«ΤΑ ΝΕΑ», 12.4.1994, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

— Ζήσατε ανάμεσα σε δύο μεγάλες και έντονες προσωπικότητες όπως ο Κωνσταντίνος Τσάτσος και ο Γιώργος Σεφέρης. Δεν σας ευνούχισε αυτό;

Η αλήθεια είναι ότι δημοσίευσα πολύ αργά, στα 56 μου. Ζώντας μεταξύ τους είχα αποφασίσει να μη βάλω ούτε πενιά στο χαρτί. Ήθελα να τους χαίρομαι. Κάθε συνομιλία μαζί τους, και η πιο απλή, ήταν σημαντική και γόνιμη. Τότε, πρώτη φορά, ένιωσα τι σημαίνει αυτή η λέξη, «γόνιμη». Ήμασταν και πολύ αγαπημένοι σ’ αυτό το σπίτι…


«ΤΑ ΝΕΑ», 12.4.1994, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

— Πώς και πότε αποφασίσατε να γράψετε και να δημοσιεύσετε κι εσείς;

Στην Κατοχή η ζωή ήταν τόσο σκληρή και η ατμόσφαιρα πνιγηρή. Άρχισα να γράφω ορισμένες ημερήσιες σημειώσεις για ανακούφιση και για να μην ξεχαστούν όλα αυτά που ζούσα. Και κάποια στιγμή, πολύ αργότερα, μου τα ζήτησαν. Έτσι γεννήθηκαν τα «Φύλλα Κατοχής», που κυκλοφόρησαν το 1965 κι έχουν κάνει έξι εκδόσεις έως τώρα. Ευγνωμονώ τον Θεό που με βοήθησε να διατυπώσω τον πόνο και να τον κάνω έτσι ελαφρύτερο.


«ΤΑ ΝΕΑ», 12.4.1994, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

— Ακολούθησαν τα ποιήματα. Από το 1968. Πώς τα σχολίαζε ο αδελφός σας;

Έγραφα όταν η ψυχή μου ήταν φορτωμένη. Δεν ξέρω αν ήθελα να περάσω κάποιο μήνυμα. Ξέρω ότι ήθελα να ακουμπήσω κάπου αυτόν τον φόρτο. Δεν τα έδειχνα και πολύ στον Γιώργο. Ήταν τόσο απορροφημένος από τη δική του δημιουργία, που δεν έδινε ποτέ ολόκληρη την προσοχή του. Εκείνος όμως μου είπε να τα δημοσιεύσω. Ο Κωστάκης δεν με ενθάρρυνε τόσο. Γενικά δεν ενθάρρυνε τους ανθρώπους. Όταν δεν σου έλεγε «όχι», σήμαινε όμως «ναι». Ο Γιώργος με ενθάρρυνε μέχρι ενός σημείου. Μετά βούτηξα στα βαθιά. Όταν με έπνιγε ο εαυτός μου, δεν άκουγα κανέναν. Έπειτα με βοήθησε κι ο Κώστας Τσιρόπουλος, που έγινε ο εκδότης μου…

— Ποιο είναι το πιο αγαπημένο από τα βιβλία σας;

Το «Έλεγος» (1971), που έγραψα όταν πέθανε ο Σεφέρης και για το οποίο μου έγραψε μια θαυμάσια κριτική ο Καραντώνης. Οι «Ώρες του Σινά» (1980), που έγραψα μετά την επίσκεψή μου εκεί. Υπήρχε μεγάλη διένεξη μεταξύ Εβραίων και Αιγυπτίων για την κατοχή της περιοχής του Σινά κι εγώ ήθελα να υπογραμμίσω ότι το μοναστήρι του Σινά ανήκει στην ορθόδοξη Ελλάδα. Όταν πήγα, ένιωσα μεταξύ γης και ουρανού. Κι ακόμα αγαπώ την «Ιχνηλασία» (1984), αλλά και το «Ο αδελφός μου Γιώργος Σεφέρης» (1973, Κρατικό Βραβείο Βιογραφίας 1974). Όλα τα βιβλία σου τα αγαπάς εφόσον βγαίνουν από μέσα σου.


«ΤΑ ΝΕΑ», 12.4.1994, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

— Αισθανθήκατε ποτέ να υπάρχει ανταγωνισμός, υπόγειος ενδεχομένως και οπωσδήποτε πνευματικής υφής, μεταξύ Κ. Τσάτσου και Γ. Σεφέρη;

Στα καίρια θέματα, τα πολιτικά, για την Ελλάδα κ.λπ., είχαν τις ίδιες ιδέες. Από την άλλη πλευρά, ο Κωστάκης είχε μεγάλη κατανόηση για την αλληλεγγύη αίματος που είχαμε ο αδελφός μου κι εγώ. Το παράπονό του, όπως έλεγε αστειευόμενος, ήταν ότι ερχόταν δεύτερος. Όταν είχε εξοριστεί επί Μεταξά στη Σκύρο, είχε πει σε έναν φίλο πόσο ένιωθε ότι η επικοινωνία μου με τον Γιώργο συμπλήρωνε την ευτυχία μας. Έπειτα ήταν και το άλλο: ο Κωστάκης ήταν γερμανοσπουδασμένος και φιλόσοφος. Ο Γιώργος ήταν γαλλοσπουδασμένος και ποιητής. Όταν οργανώναμε στο σπίτι μας εκείνες τις περίφημες φιλοσοφικές Δευτέρες με τον Κανελλόπουλο και τον Θεοδωρακόπουλο, ο Γιώργος έλεγε «δεν τα καταλαβαίνω εγώ αυτά. Εγώ θέλω την αλήθεια της ποίησης». Όμως, για παράδειγμα, στο θέμα της γλώσσας είχαν έναν πολύ ενδιαφέροντα διάλογο. Θυμάμαι τον Κωστάκη να κατεβαίνει τις σκάλες για να φύγει και να τον σταματά ο Γιώργος, και να συζητούν εκεί.

[…]

— Στο τιμόνι της Ελλάδας, κατά τη γνώμη σας, χρειάζεται μια προσωπικότητα που να συνδυάζει…

Ευφυΐα, τιμιότητα, ειλικρίνεια. Και, κατά συνέπεια, γενναιότητα.

— Από αυτές τις ιστορικές στιγμές που έχετε ζήσει, ποια θεωρείτε την πιο ζοφερή;

Σίγουρα την Κατοχή. Αισθανόμουν τότε ότι πέθαινα ξανά και ξανά κάθε μέρα, με όλον τον πόνο που αντίκριζα. Και θυμάμαι σαν χθες τους Γερμανούς που ήρθαν να μας πάρουν το σπίτι. Τελικά δεν το πήραν…

[…]


— Ζήσατε στο Προεδρικό Μέγαρο, συναναστραφήκατε ισχυρούς άνδρες και αρχηγούς κρατών, σας αποδόθηκαν οι ύψιστες τιμές. Τι γεύση αφήνουν αυτά τα μεγαλεία;

Δεν μου έκαναν ποτέ εντύπωση. Ο άνθρωπος είναι ένα πλάσμα θνητό που θα δώσει λόγο στον Θεό. Ο καθένας βέβαια έχει την ιδιοσυγκρασία του. Πάντως και ο Κωστάκης και εγώ είχαμε μεγάλη επαφή με τον λαό. Κάθε Παρασκευή είχα πει στη φρουρά να μη ζητά ονόματα. Να με βλέπει όποιος ήθελε. Έπειτα δεχόμουν πολύ τα παιδάκια. Στους σεισμούς της Θεσσαλονίκης είχα ξενυχτήσει κι εγώ έξω από τον Άγιο Δημήτριο…

— Έχουν αδυναμίες οι μεγάλοι άνδρες;

Έχουν, και πρέπει να έχουν. Ο Κωστάκης, ας πούμε, ενώ μου έκανε άγριες απιστίες, ζήλευε πολύ. Μα πρέπει να είμαστε ίσοι, του έλεγα. Οι γυναίκες δεν μπορούν να τα κάνουν αυτά, απαντούσε. Αυτές είναι μικρές αδυναμίες της καθημερινής ζωής. Όμως μικρότητες όχι. Δεν είδα εγώ μικρότητες από κανέναν σπουδαίο.

— Μια συμβουλή για τους νέους;


Να διαβάζουν. Και, αν μπορούν, να γράφουν. Και πάνω απ’ όλα, να έχουν αισιοδοξία. Η αισιοδοξία βοηθά και να σου έρθει καλύτερη τύχη. Έπειτα χρειάζεται και «να το ρίχνεις λίγο έξω». Να πίνεις λίγο, να χορεύεις, να πέφτεις σε μια αγκαλιά…

— Το λέτε εσείς που υπήρξατε τόσο υπεύθυνη και κάνατε πάντα αυτό που θεωρούσατε το καθήκον σας;

Είχα υπευθυνότητα, αλλά είχα και πειρασμούς. Τώρα στην προσευχή μου λέω: Χριστέ μου, δείξε μου τι πρέπει να κάνω.

*Δισέλιδο άρθρο αφιερωμένο στην Ιωάννα Τσάτσου, αξιόλογη πνευματική προσωπικότητα της μεταπολεμικής Ελλάδας. Έφερε τον τίτλο « Τα μεγαλεία ποτέ δεν μου έκαναν εντύπωση» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Τα Νέα» την Τρίτη 12 Απριλίου 1994. Συντάκτρια του άρθρου ήταν η δημοσιογράφος – βιβλιοκριτικός Μικέλα Χαρτουλάρη.

Η Ιωάννα Τσάτσου (το γένος Σεφεριάδη), αδελφή του νομπελίστα ποιητή Γιώργου Σεφέρη και σύζυγος του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Τσάτσου, γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1909 και απεβίωσε στην Αθήνα στις 30 Σεπτεμβρίου 2000.

Η Ιωάννα Σεφεριάδη σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και αναγορεύτηκε διδάκτωρ στην ίδια σχολή, αλλά δεν άσκησε ποτέ τη δικηγορία.

Το 1930 παντρεύτηκε τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, με τον οποίον απέκτησε δύο κόρες, τη Δέσποινα και τη Θεοδώρα (Ντόρα).


Στην Αίγινα, το 1937, με τις κόρες της Δέσποινα (αριστερά) και Ντόρα

Η Ιωάννα Τσάτσου ανέπτυξε έντονη κοινωνική και ανθρωπιστική δραστηριότητα κατά τη διάρκεια της Κατοχής και του επακολουθήσαντος Εμφυλίου.

Η λογοτεχνική δραστηριότητα της Ιωάννας Τσάτσου άρχισε όταν εκείνη βρισκόταν σε ώριμη πλέον ηλικία, κατά τη διάρκεια της Κατοχής.

Βεβαίως, η πρώτη εμφάνισή της στη λογοτεχνική σκηνή, με το ημερολογιακό κείμενο Φύλλα Κατοχής, ήλθε πολύ αργότερα, το 1965.

Η Ιωάννα Τσάτσου συνέγραψε λογοτεχνικά και ταξιδιωτικά κείμενα, καθώς και ιστορικές μονογραφίες.

Η πρώτη ποιητική συλλογή της, τα Λόγια της σιωπής, δημοσιεύτηκε το 1968.


Το 1973 εξέδωσε το βιογραφικό αφήγημα «Ο αδελφός μου Γιώργος Σεφέρης», με το οποίο κέρδισε το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορηματικής Βιογραφίας το 1974.

Έργα της Ιωάννας Τσάτσου μεταφράστηκαν σε διάφορες γλώσσες, ενώ η ίδια τιμήθηκε κατ’ επανάληψιν με ελληνικά και διεθνή βραβεία (μεταξύ αυτών, με το Χρυσό Μετάλλιο της Γαλλικής Ακαδημίας, το 1976).

Με βάση τα θέματα που πραγματεύεται και τα εκφραστικά μέσα που μετέρχεται, η Ιωάννα Τσάτσου συγκαταλέγεται στους λογοτέχνες της Α’ Μεταπολεμικής Γενιάς.

Κύριοι θεματικοί άξονες του ποιητικού έργου της είναι ο θάνατος, το πέρασμα του χρόνου, η φθορά της ομορφιάς, η αγάπη και ο έρωτας, το νόημα της ύπαρξης, η αποξένωση, η απουσία, η μεταφυσική αναζήτηση, το αίσθημα του φευγαλέου, η θρησκευτικότητα.