Μόνο καλά δεν εξελίσσονται τα πράγματα στην δεύτερη φορά Κυριάκος Μητσοτάκης. Ο παντοδύναμος πρωθυπουργός του 41% έχασε γρήγορα την ώθηση της ευρείας νίκης του περασμένου Ιουνίου και πλέον σε εβδομαδιαία βάση επιχειρεί να «μαζέψει» γκάφες και αστοχίες του ίδιου αλλά και των υπουργών του.

Το εντυπωσιακό ωστόσο στοιχείο δεν είναι αυτή καθ’ αυτή η φθορά της κυβέρνησης αλλά το γεγονός πως αυτή είναι άκρως δυσανάλογη με την πίεση που δέχεται από τους πολιτικούς της αντιπάλους καθώς τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και το ΠΑΣΟΚ αναζητούν εδώ και μήνες την πυξίδα τους.

Και το ερώτημα που προκύπτει με σχεδόν φυσικό τρόπο είναι πως ενώ ο Κυριάκος Μητσοτάκης παίζει χωρίς αντίπαλο καταφέρνει να χάνει;

Σε παράλυση ο επικοινωνιακός μηχανισμός της ΝΔ

Τους τελευταίους μήνες ο άλλοτε πανίσχυρος μηχανισμός επικοινωνίας του Μαξίμου φαίνεται να βρίσκεται σε σύγχυση. Για την ακρίβεια, το επιτελείο του πρωθυπουργού αδυνατεί να αναγνωρίσει και να στοχεύσει αντίπαλο. Το γεγονός αυτό είναι που έχει δημιουργήσει πολλαπλά προβλήματα στους στρατηγικούς εγκεφάλους του Μαξίμου, καθώς δεν αναμετρώνται με ορατό αντίπαλο αλλά με τις πολιτικές τους ανεπάρκειες.

Με άλλα λόγια, οι επιτελάρχες του Μαξίμου δεν μπορούν να συγκρουστούν με την αντιπολίτευση για τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ ή του ΠΑΣΟΚ, αλλά κρίνονται από τα δικά τους ανεπαρκή μέτρα στην οικονομία. Με τον ίδιο τρόπο, δεν μπορούν να αναμετρηθούν με την κεντροαριστερά για την υγεία, αλλά καλούνται να εξηγήσουν πως τα νοσοκομεία βρίσκονται σε αυτό το χάλι. Και ακριβώς με την ίδια λογική, δεν μπορούν να κρυφτούν πίσω από τις ακροδεξιάς λογικής καταγγελίες για δικαιωματισμό αλλά καλούνται να «πληρώσουν» οι ίδιοι το τίμημα της ακροδεξιάς που «αγκάλιασαν», όταν εφαρμόζουν τα απολύτως αυτονόητα και δεδομένα για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό μέτρα υπέρ των ομόφυλων ζευγαριών.

Επώδυνη απουσία

Η απάντηση μοιάζει ανορθόδοξη, όμως όλα τα στοιχεία και δεδομένα συντείνουν στο συμπέρασμα πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης «πληρώνει» την απουσία του Αλέξη Τσίπρα. Η επικοινωνιακή υπεροπλία του Μαξίμου είχε κατορθώσει να «απενεργοποιήσει» τα ατού του Αλέξη Τσίπρα και να «χρεώσει» στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ -που είχε χτυπητές αδυναμίες- όλα τα δείνα της Μεταπολίτευσης.

Για την ακρίβεια, η προπαγάνδα έναντι του αντιπάλου και η τακτική της αντιπολίτευσης στην… αντιπολίτευση είχε μετατραπεί σε οδοδείκτη της κυβέρνησης. Η ΝΔ αποτύγχανε παταγωδώς στην διαχείριση της πανδημίας με την Ελλάδα να ξεπερνάει σε θανάτους ανά εκατομμύριο πολιτών χώρες όπως η Ιταλία ή η Μεγάλη Βρετανία, αλλά η κυβέρνηση αντιπολιτευόταν τον ΣΥΡΙΖΑ λέγοντας πως με Πολάκη θα ήταν όλα χειρότερα.

Στην οικονομία, με υπογραφή της κυβέρνησης, οι τιμές έκαναν ράλι αλλά το επικοινωνιακό επιτελείο μπορούσε να υποστηρίζει πως όλα πάνε καλά, επειδή δεν έκλεισαν οι τράπεζες ή επειδή στο υπουργικό συμβούλιο δεν βρισκόταν ο Γιάνης Βαρουφάκης. Το ίδιο φυσικά και στην εξωτερική πολιτική καθώς οι διαδοχικές υποχωρήσεις στα ελληνοτουρκικά «καλύπτονταν» από τον κρότο που έκανε η Νέα Δημοκρατία για την Συμφωνία των Πρεσπών, την οποία αφού πολέμησε στην συνέχεια υπηρέτησε.

Η νίκη του 2023 μέσω της επίθεσης στον ΣΥΡΙΖΑ

Ενδεικτικό είναι πως στις διπλές εκλογές του 2023, η Νέα Δημοκρατία δεν κέρδισε τις εκλογές προτάσσοντας το δικό της πρόγραμμα και κυβερνητικό έργο αλλά ασκώντας κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ. Στις πρώτες εκλογές, το ζήτημα του φράχτη του Έβρου κατέστη κεντρικό στην πολιτική αντιπαράθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ να εμφανίζεται πως δήθεν θέλει ανοιχτά σύνορα και έλευση χιλιάδων μεταναστών στην επικράτεια.

Στις δεύτερες εκλογές, υπήρξε ακόμα μεγαλύτερη κλιμάκωση από τη Νέα Δημοκρατία καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορήθηκε πως βάζει στο κοινοβούλιο βουλευτές φερέφωνα του Ερντογάν. Τότε μάλιστα ο πρωθυπουργός είχε υποσχεθεί πως θα θέσει το ζήτημα στον Ταγίπ Ερντογάν, ωστόσο και αυτή η … υπόσχεση έμεινε στα χαρτιά! Το ίδιο φυσικά τίμημα πλήρωσε και το ΠΑΣΟΚ που κατηγορήθηκε για φορομπηχτική πολιτική επειδή ζήτησε την φορολόγηση μερισμάτων στα ευρωπαϊκά δεδομένα.

Ξέμεινε από αντιπολίτευση, ξέμεινε από δυνάμεις

Κάπως έτσι η Νέα Δημοκρατία κατάφερε να κυριαρχήσει των αντιπάλων της αλλά σήμερα που στερείται αντιπάλου αδυνατεί να πείσει την ελληνική κοινωνία πως αποτελεί την καλύτερη λύση για τα προβλήματά της. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, η κυβέρνηση βλέπει τα ποσοστά της να υποχωρούν και αυτά της αντιπολίτευσης να μένουν όλα κολλημένα λίγο πάνω και λίγο κάτω από το όριο του 10%. Κοινώς, μια κυβέρνηση χωρίς πολιτική αντιπαράθεση αλλά με έντονη κοινωνική αντιπολίτευση.

Η κοινωνική αντιπολίτευση, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ

Το μεγάλο στοίχημα τόσο για τον ΣΥΡΙΖΑ όσο και για το ΠΑΣΟΚ θα είναι να μπορέσουν να εκφράσουν αυτή τη κοινωνική αντιπολίτευση. Να ενώσουν τα επιμέρους αιτήματα της κοινωνίας σε ένα συνεκτικό αφήγημα και συγκεκριμένο αίτημα, να εκφέρουν έναν νέο και προσιτό λόγο, αλλά κυρίως να αφήσουν πίσω τους τις συγκρούσεις του παρελθόντος.

Ο μόνος τρόπος να ξεφύγει ο χώρος της κεντροαριστεράς από την μέγγενη της πολιτικής ανυπαρξίας είναι να ξεπεράσει τα ερωτήματα του παρελθόντος, τις συγκρούσεις της εποχής των Μνημονίων αλλά και την απόσταση από τις λαϊκές τάξεις. Σε διαφορετική περίπτωση φαίνεται πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα κυβέρνα τη χώρα ως το… μικρότερο κακό!