Στις 30 Σεπτεμβρίου 1929 απεβίωσε στο Παρίσι ο Γιάννης Ψυχάρης, γλωσσολόγος και λογοτέχνης, κορυφαίος εκπρόσωπος του δημοτικισμού.

Ο Ψυχάρης, ο οποίος είχε γεννηθεί στην Οδησσό στις 15 Μαΐου (3 Μαΐου με το παλαιό ημερολόγιο) 1854, κατάφερε πέραν πάσης αμφιβολίας να εγγραφεί στην ιστορία των ελληνικών γραμμάτων ως ο αρχηγός της μεγάλης μεταβολής.


«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 4.8.1938, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ανεξάρτητα από τις μοιραίες αδυναμίες, υπερβολές ή αυθαιρεσίες του επαναστάτη στην πρακτική εφαρμογή της γλωσσικής του θεωρίας, ο Ψυχάρης μπόρεσε να αφήσει την ανάμνησή του στην πνευματική ιστορία της νεότερης Ελλάδας.

Λίγον καιρό μετά το θάνατό του, στις 19 Οκτωβρίου 1929, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος αποχαιρέτησε τον εκλιπόντα γλωσσολόγο προσηκόντως και με το συνήθη τρόπο του, με μια «επιστολή» που έφερε την υπογραφή «Φαίδων» (το πασίγνωστο ψευδώνυμό του) και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Η διάπλασις των παίδων».


Στο εν λόγω κείμενο του Ξενόπουλου, που τιτλοφορείται «Ο άνθρωπος», διαβάζουμε τα εξής:


Αγαπητοί μου,

Στο προηγούμενο σάς μίλησα για το έργο του Ψυχάρη, για τη γλωσσική επανάσταση που κήρυξε με το «Ταξίδι» του και, πολεμώντας αδιάκοπα σαράντα χρόνια, την έκαμε να νικήση. Σήμερα πρέπει να σας μιλήσω και για τον άνθρωπο. Τι ήταν ο άνθρωπος αυτός που κατάφερε ένα τέτοιο κατόρθωμα;

Καταγόταν από χιώτικη οικογένεια και γεννήθηκε στην Οδησσό της Ρωσσίας, όπου τον καιρό εκείνο ανθούσε μια μεγάλη ελληνική παροικία. Από κει τον έστειλαν να σπουδάση στη Γερμανία· κατόπι πέρασε στη Γαλλία, όπου έμεινε οριστικά. Ήταν φιλόλογος, γλωσσολόγος, ελληνιστής. Οι πρώτες του επιστημονικές μελέτες, γραμμένες γαλλικά, κίνησαν πολύ την προσοχή και την εκτίμηση των ειδικών. Σε λίγο, ο Ψυχάρης διορίστηκε καθηγητής της Νεοελληνικής στη Σχολή των Ανατολικών Γλωσσών, στην έδρα που κατείχε πρώτα άλλος περίφημος γάλλος ελληνιστής, ο Αιμίλιος Λεγκράν. Και κράτησε αυτή την έδρα σχεδόν ως το θάνατό του. Ήταν πια γάλλος υπήκοος, είχε πάρει και γυναίκα την κόρη του μεγάλου Ερνέστου Ρενάν, του συγγραφέα του «Βίου του Ιησού».


Γνωστός στους πνευματικούς κύκλους του Παρισιού, στην Ελλάδα, ως το 1886, ήταν τέλεια άγνωστος. Το «Ταξίδι» τον έκαμε κι’ εδώ πασίγνωστο και διάσημο. Το 1893, για πρώτη φορά, ήρθε και στην Αθήνα. Από τότες ερχόταν κάπου-κάπου, έκανε περιοδείες και σ’ όλη την Ελλάδα, για να μαζεύη γλωσσικό υλικό. Αλλά η έδρα του ήταν πάντα στο Παρίσι. Εκεί δίδασκε, εκεί έγραφε, εκεί τύπωνε τα ελληνικά βιβλία του κι’ από κει τάστελνε στην Ελλάδα. Εκτός από τα ελληνικά, έγραφε και γαλλικά, λογοτεχνήματα ή άλλα. Ήταν συνεργάτης σε γαλλικά περιοδικά και σ’ εφημερίδες. Πάντα όμως η νεοελληνική γλώσσα, η δημοτική, ήταν η κυριότερή του ασχολία, κι’ ο σκοπός της ζωής του η επικράτησή της εδώ. Όλα τάλλα τάκανε πάρεργα. Το έργο του ήταν αυτό.

Εγνώρισα κι’ από κοντά τον Ψυχάρη τότε που πρωτοήρθε στην Αθήνα. Ήταν ένας θαυμάσιος άντρας, ψηλός, ωραίος, με ολόφωτα μάτια, με γλυκό γέλιο, κομψοντυμένος σαν Παριζιάνος και πανέξυπνος σα Ρωμιός. Από τότε γίναμε φίλοι. Και μολονότι κάμποσες φορές έτυχε να συγκρουσθούμε —γιατί στην αρχή είχα κι’ εγώ επιφυλάξεις για το σύστημα του Ψυχάρη—, η φιλία μας έμεινε ακλόνητη. Τον ξαναείδα, τα τελευταία χρόνια, άλλες δυο φορές που ξαναήρθε. Δεν ήταν πια ευτυχισμένος σαν την πρώτη φορά: δυο γιους, δυο λαμπρά παλικάρια που είχε, τους έχασε στο Μεγάλο Πόλεμο. Αλλά και γέρος, και θλιμμένος, μου φάνηκε το ίδιο θελκτικός. Ο Ψυχάρης δεν είχε αλλάξει, δεν άλλαζε ποτέ! Ήταν πάντα ο ίδιος. Όπως τον γνωρίσαμε εδώ και τριάντα χρόνια, έτσι τον βρήκαμε και κατόπι, και πάντα. Με τις ίδιες ιδέες, με τους ίδιους τρόπους, με τις ίδιες αδυναμίες και με τις ίδιες αρετές. Αλύγιστος, μονοκόμματος, επίμονος, ατράνταχτος. Δεν υποχωρούσε ποτέ στο παραμικρό. Τραβούσε ίσια το δρόμο του, τη γραμμή του. Ούτε δεξιά λόξευε ούτε αριστερά. Και δεν άκουγε κανένα. Γι’ αυτό και νίκησε. Ήταν ο άνθρωπος ο πλασμένος για τον αγώνα και για τη νίκη.


Να σας διηγηθώ δυο ανέκδοτά του, για να ιδήτε καλύτερα αυτό το αναλλοίωτο και το αγύριστο του Ψυχάρη. Λίγον καιρό αφού γνωριστήκαμε, μου έστειλε απ’ το Παρίσι να δημοσιεύσω στη «Διάπλασι» ένα-δυο παιδικά διηγηματάκια. Εκείνο τον καιρό η «Διάπλασι» γραφόταν ακόμα στην καθαρεύουσα, κι’ η δημοτική —όπως την έγραφε μάλιστα ο Ψυχάρης, που δεν έκανε καμμιά υποχώρηση— δεν ήταν καθόλου ανεχτή. Του αποκρίθηκα λοιπόν πως ευχαρίστως θα δημοσίευα τα διηγηματάκια του, αν μου έδινε την άδεια ναλλάξω λίγο τη γλώσσα. Η απάντηση του Ψυχάρη ήταν… όπως την περίμενα: «Να μην αλλάξεις», μου έγραψε, «ούτε γιώτα, ούτε κόμμα. Αν δεν μπορεί να δημοσιεφτούν όπως είναι, ας μένουν!»


Φέτος πάλι μου έστειλε για τη «Νέα Εστία» ένα διήγημά του. Κι’ αυτό, δυστυχώς, δεν μπορούσα να το βάλω στο περιοδικό μου όπως ήταν, όχι για τη γλώσσα —ω, ούτε λόγος πια σήμερα— αλλά για κάποια ελευθεροστομία, που έκανε το διήγημα εκείνο πολύ ανοιχτό, πολύ τολμηρό… Τούγραψα λοιπόν να μου δώση την άδεια, όχι προς Θεού να πειράξω τη δημοτική του, αλλά ναφαιρέσω μόνο κάποιες φράσεις που μου φαινόνταν ακατάλληλες. Κι’ ο Ψυχάρης, ο Ψυχάρης του 1929, μου αποκρίθηκε πάλι σαν τον Ψυχάρη του 1895: «Ούτε γιώτα, ούτε κόμμα!»

Είδατε; Ο ίδιος, απαράλλαχτος. Από τότε που γεννήθηκε, ως τώρα που πέθανε. Να ένας άνθρωπος με χαραχτήρα! Κι’ αληθινά μόνο ένας τέτοιος μπορούσε να κάμη εκείνο που έκαμε ο Ψυχάρης. Η μεγάλη του θέληση, η θαυμαστή του επιμονή, η απαραδειγμάτιστή του αλυγισία τού έδωσαν τη νίκη σ’ έναν αγώνα που άλλος ίσως, λιγότερο άντρας, θα δείλιαζε και θα τον άφινε στη μέση. Γιατί ξέρετε τι τράβηξε στη ζωή του ο Ψυχάρης, για να πη στους Ρωμιούς ναφήσουν τη νεκρή καθαρεύουσα και να γράφουν τη ζωντανή; Χωρίς υπερβολή, ήρθε καιρός που, αν τον έβρισκαν εδώ, οι «πατριώτες» θα τον λιθοβολούσαν. Ε, ο Ψυχάρης δεν φοβήθηκε την καταδρομή και δεν υποχώρησε ούτε τόσο δα! Φώναζαν, φώναζε κι’ εκείνος δυνατότερα. Τον έβριζαν, τους έβριζε κι’ εκείνος χειρότερα. Και τραβούσε ίσια, τραβούσε μπροστά. Τα βιβλία του, τα φυλλάδιά του, τάρθρα του διαδέχονταν τόνα τάλλο. Κι’ όλα δίδασκαν το ίδιο πράγμα. Από το «Ταξίδι» ως το τελευταίο του άρθρο, καμμιά αλλαγή, καμμιά διαφορά: «ούτε γιώτα, ούτε κόμμα!»


Τίποτα δεν χαρακτηρίζει τον Ψυχάρη καλύτερα απ’ αυτή τη φράση, που μου την έγραψε δυο φορές στη ζωή του: τη μια στην αρχή, όταν πρωτοβγήκε γλωσσικός επαναστάτης στην Ελλάδα· την άλλη στο τέλος, λίγους μήνες πριν από το θάνατό του…

Σας ασπάζομαι

Φαίδων