Τριπλασιάστηκαν τα άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών φτάνοντας τα 761 εκατ. το 2021, από 280 εκατ. το 1980.

Σήμερα οι ηλικιωμένοι αποτελούν το 10% του πληθυσμού παγκοσμίως, όμως μέχρι το 2050 οι ηλικιωμένοι αναμένεται να αποτελούν το 17% του πληθυσμού.

Συγκεκριμένα, τα άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών θα αυξηθούν κατά 188%, οι άνω των 85 ετών κατά 351% και οι αιωνόβιοι θα αυξηθούν κατά 1004%.

Αυτές οι εντυπωσιακές αυξήσεις των ατόμων προχωρημένης ηλικίας βρίσκονται σε αντιδιαστολή με την μέτρια αύξηση του γενικού πληθυσμού ηλικίας 0-64 ετών η οποία υπολογίζεται σε 22% μόνο, για το ίδιο χρονικό διάστημα.

Η Ελλάδα κατατάσσεται στην 4η θέση με τη μεγαλύτερη συρρίκνωση του παραγωγικού πληθυσμού παγκοσμίως

Ο πραγματικά οικονομικά ενεργός πληθυσμός θα μειωθεί από 4,7 εκατομμύρια το 2015 σε 3-3,7 εκατομμύρια το 2050

Τα παραπάνω σημειώνει ο πρόεδρος της Ελληνικής Γεροντολογικής και Γηριατρικής Εταιρείας Ιωάννης Γ. Καραϊτιανός, Αμ. Επίκ. Καθηγητής Χειρουργικής Πανεπιστημίου Αθηνών, Διευθυντής Χειρουργικής Κλινικής Νοσοκομείου Ερρίκος Ντυνάν και τ. Συντονιστής Διευθυντής Ογκολογικής Χειρουργικής Κλινικής Αντικαρκινικού Νοσοκομείου «Άγιος Σάββας», με αφορμή την 1η Οκτωβρίου που έχει καθιερωθεί από τον ΟΗΕ ως η Παγκόσμια Ημέρα των Μεγαλύτερων Ηλικιακά Ανθρώπων εδώ και περισσότερα από 30 χρόνια, δίδοντας στην παγκόσμια κοινότητα την ευκαιρία να ευαισθητοποιηθεί πάνω στα προβλήματα, τις προκλήσεις και τις ανάγκες της κοινωνικής αυτής ομάδας και την καταπολέμηση του ηλικιακού ρατσισμού.

Μείωση πληθυσμού

Σύμφωνα με τα στοιχεία, στη χώρα μας, ο πληθυσμός μειώνεται σταθερά σε απόλυτους αριθμούς από το 2011, οπότε για πρώτη φορά οι γεννήσεις και η εισροή μεταναστών ξεκίνησαν να υπολείπονται του αριθμού των θανάτων και της μετανάστευσης των Ελλήνων στο εξωτερικό.

Η υπογεννητικότητα και το αρνητικό ισοζύγιο μετανάστευσης υπολογίζεται ότι θα οδηγήσει σε μείωση του ελληνικού πληθυσμού από τα 11 εκατομμύρια του 2013 στα 8,3-9 εκατομμύρια το 2050.

Η ελάττωση του πληθυσμού θα κυμανθεί από 800 χιλιάδες μέχρι 2,5 εκατομμύρια. Εξάλλου ο πληθυσμός των παιδιών σχολικής ηλικίας (από 3 έως 17 ετών) θα μειωθεί από 1,6 εκατομμύρια σήμερα σε 1-1,4 εκατομμύρια το 2050. Σημειώνεται ότι σήμερα, 1 στα 7 παιδιά που γεννιούνται στη χώρα μας έχουν έναν τουλάχιστον αλλοδαπό γονιό.

Εφιαλτικές όμως είναι και οι προβλέψεις για τον εν δυνάμει οικονομικά ενεργό πληθυσμό της χώρας, δηλαδή όλοι τους πολίτες ηλικίας 20-69 ετών που θα μπορούσαν να εργαστούν. Προβλέπεται μείωσή τους από 7 εκατομμύρια το 2015 σε 4,8-5,5 εκατομμύρια το 2050. Ο πραγματικά οικονομικά ενεργός πληθυσμός θα μειωθεί από τα 4,7 εκατομμύρια το 2015 σε 3-3,7 εκατομμύρια το 2050 με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος και την οικονομική επιβίωση της πατρίδας μας.

Μείωση παραγωγικότητας

Με βάση τα στοιχεία του ΟΟΣΑ του 2018, προβλέπεται ότι η χώρα μας εξαιτίας της γήρανσης θα παρουσιάσει τη σημαντικότερη μείωση του συνολικού δείκτη παραγωγικότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ στην πρόσφατη έκθεση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών η Ελλάδα κατατάσσεται στην 4η θέση με τη μεγαλύτερη συρρίκνωση του παραγωγικού πληθυσμού παγκοσμίως!

Σημειώνεται ότι σήμερα στη χώρα μας ζουν 2.400.000 άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών και από αυτούς, οι 600.000 είναι άνω των 85 ετών.

Η γήρανση αυτή του πληθυσμού δημιουργεί νέα δεδομένα και απαιτήσεις για την ευαίσθητη αυτή ομάδα συμπολιτών μας και πρέπει να ληφθούν άμεσα μέτρα για τη βελτίωση της φροντίδας και την υγεία, την ευεξία και την κοινωνικοποίηση, αλλά και την αξιοποίηση των μεγαλύτερων σε ηλικία ατόμων προς όφελος του κοινωνικού συνόλου.

Μείωση προσδόκιμου και ποιότητας ζωής

Άλλωστε, ο ΟΗΕ έχει θέσει ως θέμα του φετινού εορτασμού τη «Γήρανση με αξιοπρέπεια» στοχεύοντας στη βελτίωση των συστημάτων υγείας και της εν γένει φροντίδας των ηλικιωμένων.

Το προσδόκιμο επιβίωσης στην Ελλάδα εμφάνισε μείωση από το 2019 που ήταν 81,7 έτη και για τα δύο φύλα, σε 80,2 έτη το 2021 και αυτό αποδίδεται βασικά στους θανάτους από Covid-19. Παρά ταύτα η πρόβλεψη για το προσδόκιμο ζωής των Ελλήνων από τη EUROSTAT ανέρχεται σε 80,6 έτη για το 2024.

Σοβαρότατο, όμως, πρόβλημα για τη χώρα μας είναι η χαμηλή ποιότητα ζωής στους ηλικιωμένους.

Έχει υπολογιστεί ότι τα έτη υγιούς γήρανσης στη χώρα μας έχουν μειωθεί κατά 3,4 έτη την τελευταία 10ετία.

Το γεγονός αυτό κατατάσσει την Ελλάδα σε χαμηλό επίπεδο και στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και της Ευρώπης γενικότερα. Αυτό οφείλεται στον υψηλό επιπολασμό των νόσων φθοράς του οργανισμού, όπως τα καρδιαγγειακά νοσήματα, ο καρκίνος, ο σακχαρώδης διαβήτης, η οστεοπόρωση και τα κατάγματα κλπ., αλλά και η παχυσαρκία, η έλλειψη σωματικής άσκησης και οι κακές διατροφικές συνήθειες καθώς και η κακή ποιότητα του περιβάλλοντος στο οποίο ζουν οι Έλληνες.

Μειωμένη χρηματοδότηση

Ένας άλλος, όμως, σημαντικός αρνητικός παράγοντας είναι οι χαμηλές δημόσιες δαπάνες για την υγεία. Υπολογίζεται ότι οι δημόσιες δαπάνες για την υγεία στη χώρα μας ανέρχονται σε 6,8% του ΑΕΠ έναντι του 9% που αποτελούν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Από την άλλη μεριά οι ιδιωτικές δαπάνες υγείας των Ελλήνων καλύπτουν το 35% του συνόλου όταν ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι μόλις 15,3%. Δυστυχώς με βάση την Έρευνα Οικογενειακού Προϋπολογισμού 2023 της ΕΛΣΤΑΤ που δημοσιεύθηκε πριν 3 ημέρες, οι δαπάνες υγείας αυξήθηκαν κατά 6,3% σε ένα χρόνο αλλά η αύξηση αυτή ήταν διπλάσια για τα άτομα άνω των 65 ετών και ιδιαίτερα γι’ αυτά που ζουν μόνοι και έχουν μειωμένους οικονομικούς πόρους.

Εξάλλου, η «Δεκαετία Υγιούς Γήρανσης» 2021-2030 που έχει θεσπιστεί από τον ΟΗΕ, έχει στόχο τη βελτιστοποίηση της «λειτουργικής ικανότητας» των ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας και τη μακροζωία, αλλά με υγιή και ευχάριστο τρόπο.

Η ταχεία αύξηση του αριθμού των ατόμων μεγαλύτερων ηλικιών υπογραμμίζει τη σημασία της προαγωγής της υγείας, της πρόληψης και της θεραπείας ασθενειών σε όλη τη διάρκεια της ζωής και φέρνει στο προσκήνιο την ανάγκη για την αντιμετώπιση της οργανικής και ψυχικής ευαλωτότητας που συνεπάγεται το γήρας. Η ανησυχία επικεντρώνεται στον τρόπο ζωής και ειδικότερα στη σωματική δραστηριότητα και την πνευματική ευεξία ως οδηγών υγείας και μακροζωΐας για τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, σε συνδυασμό προφανώς με την ορθή διατροφή και το καθαρό περιβάλλον.

Άσκηση

Οι συστάσεις για τα άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω υποδεικνύουν 150 λεπτά την εβδομάδα (για παράδειγμα, 30 λεπτά την ημέρα, 5 ημέρες την εβδομάδα) μέτριας έντασης φυσική δραστηριότητα, όπως γρήγορο περπάτημα ή κολύμβηση, ή 75 λεπτά την εβδομάδα έντονης δραστηριότητας, όπως πεζοπορία, τζόκινγκ ή τρέξιμο. Οι συστάσεις περιλαμβάνουν τόσο αερόβια άσκηση και άσκηση ενδυνάμωσης όσο και ασκήσεις ισορροπίας για τη μείωση του κινδύνου πτώσεων. Εάν τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας δεν μπορούν να ακολουθήσουν τις οδηγίες λόγω χρόνιων παθήσεων, θα πρέπει να είναι όσο δραστήρια το επιτρέπουν οι ικανότητές τους και οι συνθήκες. Πρόσφατες μελέτες απέδειξαν ότι ακόμα και η άσκηση κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου μόνο, έχει τα ίδια ευεργετικά αποτελέσματα. Πέραν, όμως, της σωματικής δραστηριότητας, πολύ σπουδαίο ρόλο παίζει και η πνευματική ευεξία η οποία επιτυγχάνεται με την ενεργή κοινωνική ζωή, τη θετική ενέργεια, την ενασχόληση με την τέχνη ή με κάποιο χόμπι, κλπ.

Διατροφή

Η κατάλληλη διατροφή παίζει καθοριστικό ρόλο στη διατήρηση της υγείας και της ποιότητας ζωής των μεγαλύτερων ηλικιακά ατόμων. Με την πάροδο των ετών, οι διατροφικές ανάγκες αλλάζουν και πολλοί άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας αντιμετωπίζουν προκλήσεις όπως μειωμένη όρεξη, διαταραχές γεύσης, δυσκολία στη μάσηση και την κατάποση ή χρόνιες παθήσεις που μπορούν να οδηγήσουν σε διαταραχές θρέψης.

Στην πραγματικότητα, έως και το 20% των ηλικιωμένων στην Ελλάδα διατρέχουν κίνδυνο δυσθρεψίας, με υψηλότερη συχνότητα σε συγκεκριμένα περιβάλλοντα, όπως νοσοκομεία και κέντρα αποκατάστασης. Όσον αφορά στην κοινότητα, ο κίνδυνος δυσθρεψίας είναι χαμηλότερος αλλά παραμένει σημαντικός, με περίπου 5,8% των μεγαλύτερων ηλικιακά ατόμων να θεωρούνται υποσιτισμένοι. Παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν τη γνωστική έκπτωση, την κοινωνική απομόνωση και τις χρόνιες ασθένειες.

Οι διατροφικές ανεπάρκειες, ιδιαίτερα σε πρωτεΐνη, βιταμίνες D, B12, και ασβέστιο, είναι κοινές στους μεγαλύτερους ηλικιακά ανθρώπους, ενώ η μειωμένη πρόσληψη υγρών οδηγεί πολύ συχνά σε μέτρια έως και σοβαρή αφυδάτωση. Οι διαταραχές στην κατάσταση θρέψης αυξάνουν με τη σειρά τους τον κίνδυνο λοιμώξεων, απώλειας μυϊκής μάζας και πιο αργής ανάρρωσης από ασθένειες ή χειρουργικές επεμβάσεις.

Οι προσπάθειες αντιμετώπισης της δυσθρεψίας τονίζουν την ανάγκη για τακτικές διατροφικές αξιολογήσεις και στοχευμένες παρεμβάσεις, ιδιαίτερα για τους μεγαλύτερους ηλικιακά ανθρώπους που διαμένουν είτε μόνοι, είτε σε μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων, αλλά και εκείνους που δεν έχουν επαρκείς οικονομικούς πόρους.

Η σωστή διατροφή, όπως είναι η μεσογειακή, επισημαίνει ο Πρόεδρος της Ε.Γ.Γ.Ε. Καθηγητής κ. Ιωάννης Καραϊτιανός, είναι ζωτικής σημασίας για τους ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας αφού θα πρέπει να λειτουργεί ως «φάρμακο» για το σώμα, χωρίς να το καταπονεί ή να το επιβαρύνει. Η δυσθρεψία, η κατάσταση κατά την οποία το σώμα δεν λαμβάνει τις απαραίτητες ποσότητες σε θερμίδες, πρωτεΐνες, βιταμίνες και ιχνοστοιχεία μέσω της διατροφής, αφορά σε 1 στους 3 άνω των 65 ετών και σχετίζεται με πολύ σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία, σωματική και πνευματική. Ανεξήγητη απώλεια βάρους, εξάντληση, αδυναμία ή δυσκολία στην κίνηση αποτελούν κάποια από τα αναγνωρίσιμα «σημάδια» της δυσθρεψίας.

Επισημαίνεται εξάλλου η ανάγκη επιμελούς φροντίδας της στοματικής υγείας των ανθρώπων μεγαλύτερης ηλικίας γιατί ασθένειες του στόματος όπως η τερηδόνα, η περιοδοντική νόσος, η απώλεια δοντιών, η ξηροστομία και λειτουργικές δυσκολίες της μάσησης έχουν ως αποτέλεσμα να επηρεάζονται δυσμενώς η γενικότερη υγεία των ανθρώπων μεγαλύτερης ηλικίας αλλά και η ποιότητα διατροφής και ζωής τους.