Τίποτα δεν μαρτυράει το «μέγεθος» ενός ανθρώπου και τη σημαντικότητα της παρουσίας του για τους άλλους όσο η άρνησή τους να δεχτούν το θάνατο και την απουσία του.

Για τους όπου Γης Έλληνες, η μελανή είδηση που ήρθε το πρωί της Τετάρτης (σ.σ. 3 Αυγούστου 1977) απ’ την Κύπρο δεν ήταν μόνο απαίσια, οδυνηρή, σπαραχτική. Ήταν, πρώτα-πρώτα, απίστευτη. Όχι μόνο επειδή δεν μπορούσαν να οικειωθούν με τη σκέψη πως νικήθηκε εκείνος που είχε νικήσει συνωμοσίες, απόπειρες και πραξικοπήματα, όσο επειδή ο Μακάριος δεν ήταν ένας όποιος ηγέτης. Εικοσιεφτά χρόνια τώρα, είχε ταυτιστεί τόσο απόλυτα με τους αγώνες και το μαρτύριο της Κύπρου, με τις αγωνίες και τις δοκιμασίες του Ελληνισμού ολόκληρου, με την ίδια την έννοια της ανυποχώρητης μάχης των «μικρών» λαών για την ελευθερία και την ανεξαρτησία, ώστε η φυσική εξαφάνισή του έμοιαζε αδιανόητη. Επειδή αδιανόητη είναι η κατάπαυση της πάλης για τα δίκαια του ανθρώπου — που «χωρίς αυτά, δεν αξίζει να ζει κανένας», κι όπου ο Μακάριος είχε αφιερώσει όλες του τις ικμάδες κι όλη του τη θέληση.

Και η αποχώρησή του έμοιαζε ακόμα πιο «απαράδεκτη» τώρα, όπου η πολύμορφη και πολύπλευρη απειλή έφτασε στο αποκορύφωμά της. Τώρα, όπου το ασίγαστο πάθος του κι η πολύπειρη σύνεσή του, η αμετακίνητη εμμονή του κι η πολυμήχανη ευελιξία του, η ανέσπερη φλόγα του κι η απαρόμοιαστη ψυχραιμία του, η πολιτική του οξύνοια και η διπλωματική του ιδιοφυΐα, ήταν περισσότερο παρά ποτέ απαραίτητες στην πολυμέτωπη πάλη του Ελληνισμού για την επιβίωσή του.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 7.8.1977, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Από ιεράρχης ενός νησιού κι ενός μέρους των Ελλήνων, ο Μακάριος υψώθηκε σε έπαλξη των εθνικών και ανθρώπινων δικαίων — έπαλξη απόρθητη, όπου συντρίβονταν η βία των αρπάγων, η κακοβουλία των χαμερπών, οι μηχανορραφίες των επίβουλων. Η μεγάλη του δύναμη ήταν ότι, σαν εκπρόσωπος ενός λαού, είχε δίκιο, πίστευε στο δίκιο του, ήξερε να το διαφεντεύει, κι ήταν έτοιμος κάθε στιγμή να δώσει την τελευταία του πνοή γι’ αυτό. Όπως κι έκανε, όπως κι έγινε…

Τώρα, όλοι τον «πενθούν»…

Δεν μιλάμε, βέβαια, για τους Έλληνες —και μάλιστα, για τους Κύπριους— που νοιώθουν, με πραγματικό δέος κι απόγνωση, σ’ όλη της την έκταση, την εθνική δραματικότητα της έλλειψής του.

Ούτε —απ’ την άλλη— μιλάμε για τους Τούρκους ή τους ισότουρκους Γραικύλους, που τόσο ποθούσαν, κι εκείνοι και τούτοι, την εξόντωση του «Μούσκου». […]

Μιλάμε, όμως, για τους άλλους «πενθούντες»:

Η Αγγλία κατέβασε μεσίστιες τις σημαίες της, εκδηλώνοντας τη «βαθύτατη θλίψη της για τον τραγικό θάνατο του ηγέτη με τις ακλόνητες θέσεις για τη λύση του προβλήματος της Κύπρου» (Κάλλαχαν έφα).

Και ο πρόεδρος Κάρτερ «συμμερίζεται τη θλίψη του κυπριακού λαού για την απώλεια ενός άντρα που άφησε τη σφραγίδα του στην Ιστορία».


Συγκινητικές, στ’ αλήθεια, αυτές οι βαρυαλγείς εκδηλώσεις. […] Μήπως δεν είναι οι «μεγάλες» αυτές χώρες που έκαναν (και κάνουν) ό,τι μπορούν για ν’ αφήσουν άλλου είδους «σφραγίδες» πάνω στο πολύπαθο σώμα της Κύπρου; Μήπως δεν είναι εκείνες που κατάφεραν να διχάσουν Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους αρχικά, Έλληνες κι Έλληνες της Κύπρου ύστερα; Μήπως δεν είναι εκείνες που χρησιμοποίησαν πρώτα μερικούς εξωμότες αξιωματικούς για να «λύσουν το Κυπριακό κατά το δοκούν», αφανίζοντας τους Έλληνες, που χρησιμοποίησαν έπειτα το καθεστώς-ανάστημά τους για ν’ αφανίσουν τον Μακάριο, και που χρησιμοποιούν τώρα την Τουρκία για ν’ αφανίσουν την Ελλάδα;

Μας θυμίζουν, ακόμα, οι εκδηλώσεις τους πόσο απλόχερα «τίμησαν» άλλοτε οι «μεγάλοι» αυτόν το «μεγάλο διεθνή πολιτικό» (Κάρτερ έφη, πάλι). Μήπως δεν είναι εκείνοι —οι Άγγλοι— που τον έστειλαν δέσμιο στις Σεϋχέλλες, που τον αποκαλούσαν «δόλιο κληρικό με αιματοβαμμένα χέρια, φιλόδοξο, μεγαλομανή και επικίνδυνο φανατικό, έτοιμο να μετατρέψει το δυτικό πολιτισμό σε στάχτη για τα συμφέροντα του ασήμαντου νησιού του» ή που υποστήριζαν πως «είναι αδύνατο να ειρηνεύσει η Κύπρος, όσο ο αιμοβόρος αυτός κληρικός εξακολουθεί να είναι πρόεδρός της»;

[…]

Τώρα, όμως, «πενθούν» και «θλίβονται θλίψιν βαθυτάτην»…

[…]

Ύβρη για τον Μακάριο αποτελούν οι σημερινοί υποκριτικοί θρήνοι των διωκτών του. Το μοναδικό άξιό του μνημείο είναι η ζωντανή μνήμη του και η άσβηστη ανάμνηση απ’ τα ίδια τα λόγια του ανένδοτου μαχητή:

«Μόνον ο κυπριακός λαός κρατά το κλειδί της λύσεως του κυπριακού προβλήματος», «Έχομεν το δικαίωμα της τελευταίας λέξεως επάνω εις το μέλλον μας, και θα το διατηρήσωμεν», «Το τείχος της εθνικής μας αντιστάσεως δεν θα καμφθή, και δεν θα ημπορέσουν να μας υποδουλώσουν, είτε από μέσα είτε απ’ έξω».


Κι ο τελευταίος, ο πιο μεγάλος του λόγος — προφητεία κι επιταγή μαζί:

«Όταν πεθάνω εγώ, χίλιοι Μακάριοι θα συνεχίσουν τον αγώνα».

Η τήρηση αυτής της ιερής υποθήκης θα είναι η θριαμβική δικαίωση του Μακάριου. Και η μόνη.

Τους αληθινούς ηγέτες δεν τους κάνουν «αθάνατους» ούτε τα μαρμάρινα μαυσωλεία, ούτε οι πονηροί συμβιβασμοί. Αλλά η ολοκλήρωση του έργου τους από τους λαούς, που εκείνοι ενσάρκωσαν τα δίκαιά τους, και για τα δίκαιά τους έπεσαν — μένοντας, και νεκροί, όρθιοι.

*Άρθρο του Μάριου Πλωρίτη, που έφερε τον τίτλο «Ο μαχητής» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Κυριακή 7 Αυγούστου 1977, τέσσερις μόλις ημέρες μετά το θάνατο του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’, τότε Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Σήμερα, 1η Οκτωβρίου 2024, εορτάζεται στη Μεγαλόνησο η 64η επέτειος της Ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας.