Την ημέρα που ο κωνσταντινουπολίτης ζωγράφος με την πλούσια δράση στην Ελλάδα και το εξωτερικό Γιώργος Βακαλό έφευγε από τον κόσμο αυτόν, απεδήμησε εις Κύριον και ο σεμνός, ταπεινός, στο ήθος, αλλά σθεναρός μαχητής της Ορθοδοξίας, ο κωνσταντινουπολίτης Πατριάρχης Δημήτριος. Έχουμε μείνει τόσο λίγοι οι απόγονοι της μακραίωνης ιστορίας της Πόλης των πόλεων και μάλιστα οι εξέχοντες —όπως ο κυρός Δημήτριος, πνευματικός ηγέτης τής εν αιχμαλωσία Εκκλησίας, ή ο Γιώργος Βακαλό, καλλιτέχνης με ξεχωριστή λάμψη—, που η απώλειά τους να αφήνει όχι μόνο δυσαναπλήρωτο κενό, αλλά να προκαλεί βαρυθυμία για το μέλλον τέτοιες κρίσιμες ώρες ενός κομβικού σημείου του μείζονος ελληνισμού.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 6.10.1991, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ο Γ. Βακαλό, μορφή ευγενική και προσωπικότητα πολύπλευρη, διοχέτευσε το ταλέντο του σε τρεις τομείς: τη ζωγραφική δημιουργία, τη σκηνογραφία και την καλλιτεχνική παιδεία. Στην Κωνσταντινούπολη, όπου γεννήθηκε το 1902, πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής από τον Λύσανδρο Πράσινο — ζωγράφο και ποιητή, πατέρα του Μάριου Πράσινου, ζωγράφου που διέπρεψε στο Παρίσι. Στο Παρίσι, άλλωστε, με το οποίο διατηρούσαν στενούς δεσμούς οι Κωνσταντινουπολίτες, θα πάει μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ο νεαρός Βακαλό για να συνεχίσει τις σπουδές του. Συγχρόνως σπουδάζει σκηνογραφία κοντά σε μεγάλους δασκάλους της δουλειάς. Βραβεύεται σε διεθνή διαγωνισμό και γρήγορα συνεργάζεται με τους δασκάλους του.


Ο Γιώργος και η Ελένη Βακαλό

Στην Ελλάδα έρχεται στα 1940. Εργάζεται ως σκηνογράφος και παράλληλα ζωγραφίζει και παρουσιάζει τα έργα του σε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις.



Το 1958 ιδρύει μαζί με τον Π. Τέτση, τον διευθυντή του «Ζυγού» Φρ. Φραντζισκάκη και τη διαπρεπή κριτικό της τέχνης κι αγαπημένη σύντροφο της ζωής του Ελένη Βακαλό την πρώτη στην Ελλάδα Σχολή Διακοσμητικών Τεχνών, με εξαιρετικά γόνιμη συμβολή στον τομέα των γραφικών τεχνών στον τόπο μας μέχρι σήμερα.


Η Ελένη Βακαλό

Η σκηνογραφία είναι ο χώρος που ο Βακαλό ανέπτυξε τη μεγαλύτερη δραστηριότητα. Δούλεψε αρχικά για μεγάλους καλλιτέχνες της Ευρώπης (Ζ. Λ. Μπαρό κ.ά.) και στον τόπο μας συνεργάστηκε με όλα τα κρατικά θέατρα, ανανεώνοντας τη σκηνογραφική κι ενδυματολογική αντίληψη. Ενδεικτικά σημειώνουμε τη σκηνογραφική εργασία του για τις κωμωδίες του Αριστοφάνη. Ιωνική χάρη, ελληνιστική κομψότητα συνδυαζόμενες με σύγχρονες αισθητικές αντιλήψεις και λειτουργικότητα του σκηνικού χαρακτηρίζουν αυτή τη δουλειά, που γίνεται η εικαστική έκφραση και οπτική ερμηνεία της κωμωδίας δεμένη με τη σκηνοθεσία που δεν αλλοιώνει τον χαρακτήρα της κωμωδίας, αλλά και δεν υποκύπτει στον πειρασμό της χυδαιότητας.


Ο Βακαλό, όμως, ήταν πριν απ’ όλα ζωγράφος μιας προσωπικής γραφής —πλουτισμένης συχνά κι από τη θεατρική εμπειρία— που βασίζεται κυρίως στο χρώμα. Τα σχήματα ρευστά μέσα σε μια αέναη κίνηση, ταυτίζονται με το χρώμα σε μια ονειρική πραγματικότητα. Ο μικρόκοσμος της φύσης μεγεθύνεται κι αναπλάθεται στην πλούσια φαντασία του ζωγράφου και μεταμορφώνεται σε λαμπερά χρώματα, ευκίνητα σχήματα μιας υπερρεαλιστικής ευαισθησίας, μεταφερμένης στον χώρο της αφηρημένης έκφρασης και της ποιητικής δημιουργίας.


Ο Γ. Βακαλό έτσι έδωσε στη νεοελληνική ζωγραφική μια προσωπική ερμηνεία του σουρεαλισμού, που, απαλλαγμένη από την ανεκδοτολογία του θέματος, κινείται στον ελεύθερο χώρο της ποιητικής μουσικής των χρωμάτων.

*Αποχαιρετιστήριο κείμενο του διαπρεπούς αρχαιολόγου, ακαδημαϊκού δασκάλου, συγγραφέα και τεχνοκριτικού Νίκου Ζία (1939-2020), που έφερε τον τίτλο «Ένας ζωγράφος προσωπικής γραφής» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 6 Οκτωβρίου 1991, τέσσερις ημέρες μετά το θάνατο του Γιώργου Βακαλό.


Ο Νίκος Ζίας (πηγή: ΥΠΠΟΑ)

Ο κωνσταντινουπολίτης καλλιτέχνης Γιώργος Βακαλό (Βακαλόπουλος) απεβίωσε στην Αθήνα στις 2 Οκτωβρίου 1991.