Στις 2 Οκτωβρίου 1991 εκοιμήθη ο Οικουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος Α’, εκκλησιαστική προσωπικότητα με διεθνές κύρος και ακτινοβολία, πνευματικός ηγέτης των απανταχού Ορθοδόξων επί μία περίπου εικοσαετία.

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος (κατά κόσμον Δημήτριος Παπαδόπουλος του Παναγιώτη) γεννήθηκε στα Θεραπειά της Κωνσταντινούπολης στις 8 Σεπτεμβρίου 1914.

Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης από το 1931 έως το 1937. Το ίδιο έτος χειροτονήθηκε διάκονος από τον επίσκοπο Ναζιανζού Φιλόθεο, το δε 1942 πρεσβύτερος από τον ίδιον αρχιερέα.


Από το 1945 έως το 1950 διετέλεσε προϊστάμενος της Ορθόδοξης κοινότητας της Τεχεράνης, στο πανεπιστήμιο της οποίας δίδαξε μάλιστα την ελληνική γλώσσα.

Το 1964 εξελέγη επίσκοπος Ελαίας και διορίστηκε αρχιερατικός προϊστάμενος της επισκοπικής περιφέρειας Ταταούλων (Ταταύλων/Κουρτουλούς).

Το Φεβρουάριο του 1972 εξελέγη μητροπολίτης της επαρχίας Ίμβρου και Τενέδου.

Στις 16 Ιουλίου 1972 εξελέγη από την Αγία και Ιερά Ενδημούσα Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης υπό το όνομα Δημήτριος Α’.


Κατά τη διάρκεια της πατριαρχίας του εργάστηκε με σύνεση και ταπεινότητα για τη συνέχιση της μακραίωνης ιστορίας και παράδοσης της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, κατέβαλε δε άοκνες προσπάθειες για τη σύσφιγξη των σχέσεων μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών και την προώθηση της χριστιανικής ενότητας και καταλλαγής.

Διάδοχος του Δημητρίου Α’ στον πατριαρχικό θρόνο υπήρξε ο από Χαλκηδόνος Βαρθολομαίος, ο νυν Οικουμενικός Πατριάρχης.

Στο φύλλο του «Βήματος» που είχε κυκλοφορήσει λίγες ημέρες μετά την εκδημία του Οικουμενικού Πατριάρχη Δημητρίου, την Κυριακή 6 Οκτωβρίου 1991, ο τότε μητροπολίτης Δημητριάδος Χριστόδουλος (ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος) είχε αποτίσει εγγράφως τον οφειλόμενο φόρο τιμής στο σεπτό πρωθιεράρχη των Ορθοδόξων.

Ιδού όσα έγραφε στο κείμενό του ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρός Χριστόδουλος (1939-2008) για τον μακαριστό Οικουμενικό Πατριάρχη:


«Δεν επιθυμώ να με γράψει η Ιστορία όταν θα πεθάνω. Ούτε να με θυμούνται οι άνθρωποι. Το μόνο που θέλω είναι να ζει το Φανάρι, για να ζωντανεύει την ακοίμητη συνείδηση του Γένους». Αυτή η εξομολογητική δήλωση, που ο αείμνηστος ήδη Πατριάρχης Δημήτριος είχεν «εκ βαθέων» κάνει πριν από μερικά χρόνια, θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει τον επιτυχέστερο χαρακτηρισμό της προσωπικότητός του. Τώρα, που το σεπτό λείψανό του έχει εναποτεθεί στον πάνσεπτο πατριαρχικό ναό και που ενώπιόν του παρελαύνει θρηνωδούσα η απανταχού Ορθοδοξία, καθώς και η ετερόδοξη χριστιανοσύνη, μαζί με όλον τον ελληνισμό, αποτίοντας τον ύστατο φόρο τιμής και αναγνώρισης προς τον αδιαμφισβήτητο πλέον εκκλησιαστικό μας ηγέτη που έφυγε, όλοι συνειδητοποιούμε πια πως η ταπείνωση στα λόγια και στα έργα του Πατριάρχη Δημητρίου υπήρξε γι’ αυτόν άρμα υψοποιόν και έλασμα που τον εκτίναξε προς τα ύψη ενός παγκόσμιου σελαγισμού (σ.σ. λάμψης, ακτινοβολίας) με ανυπόκριτη και ειλικρινή από όλους αναγνώριση. Ταπεινά και αθόρυβα, όπως έζησε, έτσι και διακόνησε Ορθοδοξία και Γένος ο μακαριστός Πατριάρχης. Και γι’ αυτό η Θεία Πρόνοια, που με τη χάρι της επισκιάζει τους ταπεινούς και πράους και μειλίχιους, τον αντάμειψε πλουσιοπάροχα. Ήδη ο Πατριάρχης Δημήτριος είναι καταγεγραμμένος, παρά την αντίθετη επιθυμία του, μεταξύ των Μεγάλων Πατριαρχών που εκλέησαν τον Θρόνο της Βασιλεύουσας, και κυρίως μεταξύ των ολίγων εκείνων που έστησαν στις καρδιές των ορθοδόξων το θρονί της διακονίας των.

Δεν επεδίωξε την πατριαρχίαν ο Δημήτριος. Εσύρθη κυριολεκτικώς εις αυτήν υπακούων στο κέλευσμα της Εκκλησίας και ανήλθε τις βαθμίδες του πατριαρχικού Θρόνου οδυρόμενος και διστάζων να αναλάβει τις ευθύνες του Πρώτου της Οικουμένης. Και μόνον αυτό θα ήταν αρκετό για να τον καθιερώσει ως τον από του Θεού κεκλημένον. Όμως επέπρωτο να υπάρξουν και άλλα στοιχεία της πατριαρχίας του που, παρά τις αντίθετες προβλέψεις, τελικά έδειξαν πως αυτός ήταν ο εκλεκτός του Θεού και ο αντάξιος των περιστάσεων.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 6.10.1991, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Η είδηση της εκλογής του έπεσε τότε, πριν από 19 χρόνια, ως βόμβα μεγατόνων στην οικουμένη. Οι συνθήκες που συνόδευαν την εκλογήν του δεν ήσαν γι’ αυτόν ιδιαίτερα ευνοϊκές. Πρώτα-πρώτα εκαλείτο να διαδεχθεί τον μεγαλόπνουν Αθηναγόραν, τον Πατριάρχην με την επιβλητική μορφή και τους ατίθασους μετεωρισμούς. Παρά τα προχωρημένα γηρατειά του ο Πατριάρχης Αθηναγόρας κρατούσε στα χέρια του στιβαρά το πηδάλιο της Εκκλησίας, έχοντας τη γενική αναγνώριση των μεγαλεπήβολων σχεδίων του για τον απεγκλωβισμό της Ορθοδοξίας και το δυναμικό άνοιγμά της προς τη διηρημένη χριστιανοσύνη. Και εκαλείτο εκείνη την ώρα, ο για τους πολλούς άγνωστος και ανυποψίαστος Δημήτριος, να ζήσει υπό την καταθλιπτική σκιά του προκατόχου του, όπως κάποτε ο ταπεινός εκείνος Μυριήλ, των «Αθλίων» του Β. Ουγκώ. Το ερώτημα στα χείλη των τότε παρατηρητών, κοινό και αμείλικτο: Θα επαυξήσει ο Δημήτριος τα κεκτημένα ή θα τα συντηρήσει απλώς; Και τα δύο εφαίνοντο τότε αμφίβολα!

Και ακόμη, το μέλλον του ελληνισμού στην Πόλη. Και αυτό αμφίβολο. Και οι παφλασμοί του μίσους των γειτόνων, και αυτοί επικίνδυνοι κάθε φορά και μεθοδευμένοι. Και η μελλοντολογία, με τους ανθρώπινους στοχασμούς, απελπιστικά απαισιόδοξη. Ποιοι τελικά θα μείνουν στην Πόλη, και πόσοι; Το ποίμνιο εκεί αποδεκατίσθηκε και το τρεμάμενο φως του Φαναρίου δείχνει ετοιμαζόμενο να σβήσει εκεί στην προαιώνια κοιτίδα του. Οι μελλοντολόγοι συνθέτουν σενάρια που προβλέπουν τη μετακίνηση του Φαναρίου, τη μεταστέγασή του σε άλλον τόπο, μακριά από τα βάσκανα βλέμματα των φανατικών της Σταμπούλ. Σ’ ένα μέρος με δυνατότητες αξιοπρεπούς διαβίωσης και δράσης, χωρίς την τροχοπέδη των «νομίμων» απαγορεύσεων, μέσα σε κλίμα ευρωπαϊκής ελευθερίας. Αυτά προέβλεπαν τα σενάρια τότε. Οι άνθρωποι σκέπτονται ενίοτε χωρίς να λαμβάνουν υπ’ όψιν των το θέλημα του Θεού. Γιατί αυτό το θέλημα ήταν διαφορετικό. Και αυτό τελικά έγινε, χωρίς κανείς να μπορεί να το εξηγήσει.


Τέλος, οι διορθόδοξες και διαχριστιανικές σχέσεις αξιούσαν «σώφρονα λογισμόν, καρδίαν νήφουσαν». Και παράλληλα άσκηση του ηγετικού ρόλου του Πρώτου σε μια προσπάθεια υπέρβασης των δυσκολιών όχι μόνο στη συνεργασία, αλλά και στις επιδιώξεις. Εξισορροπιστικός, κατευναστικός και ενδύναμος αυτός ο ρόλος, δεν επιδέχεται αλλοτρίωση, ούτε εκτροπή. Τα ανοίγματα της Ορθοδοξίας προς τα έσω και προς τα έξω δεν είναι άμοιρα δυσκολιών αλλά και κινδύνων. Απαιτούν εξαιρετικά λεπτούς χειρισμούς, ενόραση και έμπνευση, πολλή προσευχή και κυρίως διάκριση. Αλλιώς ελλοχεύει το σχίσμα και το σκάνδαλο, και η λάσπη περιλούει δικαίους και αδίκους.

Και ο Δημήτριος άνθεξε! Μπόρεσε να ανταποκριθεί και όχι απλώς συνετήρησε, αλλά και επηύξησε το έργον του Αθηναγόρα, και το γόητρον του πατριαρχικού θεσμού και τον ρόλον του Φαναρίου ανέδειξε σε μεγάλο βαθμό πέρα και πάνω από κάθε πρόβλεψη. Ο Δημήτριος ήταν χαρισματικός εν τη ταπεινώσει του και αφοπλιστικός εν τη απλότητί του. Και αυτό που κανείς δεν περίμενε, τελικά έγινε. Το θαύμα ενός ηγέτη του Γένους που αξιώθηκε να δοκιμάσει πρωτόγνωρες χαρές και να τιμηθεί στο πρόσωπό του, όσον ποτέ άλλοτε, ο μεγαλειώδης θεσμός του Οικουμενικού Πατριάρχου.


Ευτύχησε βεβαίως ο αείμνηστος να περιβάλλεται από άξιους συνεργάτες, που ετίμησαν την εμπιστοσύνην του και συνετέλεσαν αποφασιστικά στην προβολή του έργου της Εκκλησίας. Αλλά μήπως η επιλογή αξίων συνεργατών δεν είναι αδιάψευστο δείγμα ηγετικών προσόντων; Με τη βοήθεια αυτών των αξίων τέκνων του ο Πατριάρχης Δημήτριος δεν άργησε να διαψεύσει μίαν προς μίαν τις αρνητικές προβλέψεις των «ειδικών». Επί των ημερών του το Πατριαρχείο έκαμε νέα πρωτοποριακά βήματα προς την ενότητα των ορθοδόξων μεταξύ των και της Ορθοδοξίας με την ετεροδοξία. Το Πατριαρχείο εγνώρισε μεγαλειώδεις στιγμές με τις ένδοξες περιοδείες του Πατριάρχου σε όλες τις ορθόδοξες Εκκλησίες και χώρες, με αποκορύφωμα τις επισκέψεις του στην Ελλάδα και στην Αμερική. Το Φανάρι απέκτησε, χάρις στην γενναιόδωρη προσφορά του ευπατρίδου Παν. Αγγελοπούλου και των υιών του, κτίριο μεγαλοπρεπές και αντάξιο της ιστορίας του. Και ο ταπεινός Δημήτριος αξιώθηκε να το θεμελιώσει και να το εγκαινιάσει. Αυτό που για 50 χρόνια ήταν όνειρο άπιαστο για πολλούς, έγινε πραγματικότητα επί των ημερών του Δημητρίου. Και εις πείσμα των μελλοντολόγων το Πατριαρχείο μένει εκεί στη θέση του και, παρά τις πάντοτε υφιστάμενες αντιξοότητες, τελικά μεγαλύνεται και τιμάται. Σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος της πατρίδος το επισκέπτεται και εξαγιάζεται κοντά του. Και ο χριστιανικός κόσμος το εμπιστεύεται και το τιμά.


Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρός Χριστόδουλος

Δεν υπήρξεν όμως ανέφελη η πατριαρχία του Δημητρίου. Η πλούσια ευλογία του Θεού στην πατριαρχική του ζωή δεν εσήμαινε ποτέ απουσία δυσχερειών και σκοπέλων. Και ο Πατριάρχης έπρεπε να αίρει τον σταυρόν του Πάθους όλης της Εκκλησίας με καρτερία και πίστη. Γιατί ποτέ δεν έλειψαν, ούτε θα λείψουν, τα προσκόμματα και οι παγίδες. Τα ενδοορθόδοξα προβλήματα υπήρξαν τα πιο καταλυτικά γι’ αυτόν και την εύθραυστη υγεία του. Ιδίως εκείνα που ξεκινούν από μικρότητες των ανθρώπων, που αποβλέπουν στην εξασθένιση του πανορθοδόξου μετώπου και απεργάζονται τη διάσπαση της Ορθοδοξίας. Και άλλα που είναι γεννήματα ανθρώπινων φιλοδοξιών, υπόπτων υπολογισμών, αμαρτωλών και εφήμερων βλέψεων. Κούφοι, πτωχαλαζόνες και πονηροί μεταξύ των εκκλησιαστικών ανθρώπων τολμούν ενίοτε να κακοποιούν το τίμιο σώμα της Εκκλησίας και να προετοιμάζουν με αθεοφοβία και κυνικότητα δυσίατα πάθη και πολυχρόνιες εστίες ανωμαλίας και πληγών. Αυτά επλήγωσαν την καρδιά του και επετάχυναν ασφαλώς το τέλος της επίγειας ζωής του μεταφέροντάς τον τώρα «από των λυπηροτέρων επί τα θυμηδέστερα» που είναι ζωή αιώνιος.

Ο Πατριάρχης Δημήτριος κηδεύεται μεθαύριο με πανορθόδοξο πένθος και πανελλήνια συμμετοχή Κράτους και Εκκλησίας. Το μεγάλο πρόβλημα της διαδοχής του απασχολεί τώρα όλους. Και μερικοί διατυπώνουν φόβους και άλλοι προσδοκίες. Όμως το παράδειγμα του Πατριάρχου Δημητρίου είναι μια εγγύηση στις ημέρες μας ότι τις τύχες της Εκκλησίας του τις έχει στα χέρια του ο Θεός. Και ότι, τελικά, όχι εμείς αλλ’ Εκείνος είναι που ενδιαφέρεται γι’ αυτήν. Γι’ αυτό και καμία ανησυχία δεν πρέπει να μας απασχολεί καθ’ όσον αφορά στο μέλλον. Ανεξάρτητα από το πρόσωπο του διαδόχου του, ένα είναι βέβαιον: ο θεσμός θα ζήσει και ο Οικουμενικός Πατριάρχης θα εξακολουθήσει να είναι ο παραστάτης του Γένους και ο φορέας της αυτοσυνειδησίας του. Τραγικός μαζί και ένδοξος υπηρέτης της ακραιφνούς Ορθοδοξίας και διάκονος των ψυχών μας.