Το 2024 η λύση δεν είναι κατηχητικό και σφαλιάρες
Κάποιοι στην κυβερνητική παράταξη πρέπει να καταλάβουν ότι αυτό που προτείνουν είναι οπισθοδρόμηση. Νέτα σκέτα
«“-Το κρέας δικό σου” του ‘πε, “τα κόκαλα δικά μου. Μη τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάνε τον άνθρωπο”». Έτσι περιγράφει ο Νίκος Καζαντζάκης, στην αυτοβιογραφική «Αναφορά στον Γκρέκο», το τελευταίο έργο του, την αντίληψη που είχαν οι γονείς για την ανατροφή των παιδιών και για την παιδαγωγική.
Μόνο που ο Καζαντζάκης αναφέρεται στα τέλη του 19ου αιώνα όταν όντως η σφαλιάρα και κάθε λογής σωματικές ποινές ήταν η καθημερινότητα στο σχολείο και στην οικογένεια.
Κάτι που συνέχισε για αρκετές δεκαετίες ακόμη. Όσοι είναι πάνω από 50, τη μισητή βέργα του δασκάλου τη θυμούνται ακόμη, καθώς χρειάστηκε να φτάσουμε στη δεκαετία του 1980 για να σταματήσει η καταφυγή σε αυτού του είδους τις «πειθαρχικές μεθόδους». Οι οποίες διαμόρφωναν μια καθημερινότητα βάναυση και τραυματική. Που συχνά «σακάτευε» προσωπικότητες ή παρέδιδε στην κοινωνία ανθρώπους που περίμεναν πότε θα μεγαλώσουν να κάνουν και αυτοί τα ίδια σε κάποιον «κατώτερο», πιο «αδύναμο». Που αναλογούσε σε κοινωνίες πολύ πιο ιεραρχικές και αυταρχικές. Σε κοινωνίες που όντως «ο καθένας ήξερε τη θέση του», μόνο που αυτό σήμαινε τον μαθητή που γνώριζε ότι δεν πρέπει να αντιμιλά στον δάσκαλο, τον εργάτη που δεν έπρεπε να σηκώνει κεφάλι στο αφεντικό, τον φτωχό και καταπιεσμένο που έπρεπε αδιαμαρτύρητα να υποκύψει στους ισχυρούς, στη γυναίκα που έπρεπε να είναι έτοιμη να υπηρετήσει με κάθε τρόπο τον «άντρα αφέντη».
Γιατί σε εκείνη την κοινωνία ήταν που έφευγε η σφαλιάρα σύννεφο και στο σπίτι και στο σχολείο.
Υποτίθεται ότι δεν είμαστε εκεί.
Υποτίθεται ότι έχουμε προοδεύσει.
Υποτίθεται ότι καταλαβαίνουμε ότι ο διάλογος, η νουθεσία, η προσπάθεια κατανόησης των προβλημάτων είναι ο ορθός δρόμος.
Πλέον το τράβηγμα του αφτιού είναι -ευτυχώς- μια μεταφορική έκφραση και όχι η καθημερινότητα των μαθητών και δεν πιστεύουμε ότι υπάρχουν φορές που χρειάζεται να φτάσουμε στο «πίπτει ράβδος».
Μόνο που φαίνεται ότι αυτό δεν ισχύει για όλους.
Διαβάζω στα ρεπορτάζ τι είπε, μιλώντας σε τηλεοπτικό σταθμό ο υπουργός Δικαιοσύνης Γιώργος Φλωρίδης με αφορμή την νεανική βία: «Κατ’ εμέ, έχει τις ρίζες του στο πως διαμορφώθηκε το σχολείο τις τελευταίες δεκαετίες και στην αντίληψη ότι είχαμε μια αυταρχική εκπαίδευση και έπρεπε να πάμε σε μια μη αυταρχική εκπαίδευση και αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο δάσκαλος να χάσει τον έλεγχο της τάξης και τον σεβασμό των παιδιών. Παιδιά που μεγαλώνουν με τον εν λόγω τρόπο, δεν θα γίνουν καλοί γονείς ή όσα γίνουν δάσκαλοι δεν θα γίνουν καλοί δάσκαλοι. Εμείς έχουμε μεγαλώσει σε πάρα πολύ φτωχές οικογένειες, υπήρχαν μέρες που δεν είχαμε να φάμε, όμως παρά την φτώχεια οι γονείς μας δεν μας είχαν παραμελήσει, το αντίθετο. Μας έλεγαν ότι για να ξεφύγουμε από την φτώχεια, έπρεπε να μάθουμε γράμματα. Αν ο δάσκαλος μου έριχνε ένα χαστούκι, ο πατέρας μου μού έριχνε άλλα δέκα, γιατί έλεγε πως για να με χτυπήσει ο δάσκαλος, κάτι κακό θα είχα κάνει».
Δηλαδή, ένας υπουργός και μάλιστα με αρμοδιότητα την απονομή δικαιοσύνης και την προστασία δικαιωμάτων νοσταλγεί την εποχή που γονείς και δάσκαλοι έδερναν τα παιδιά. Κάτι που παρεμπιπτόντως είναι πλέον ποινικά κολάσιμο. Για να μην αναφερθώ ότι εάν είναι καλό οι δάσκαλοι να δέρνουν, οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι τι πρέπει να κάνουν; Να τιμωρούν παραπτώματα με ραβδισμούς και μαστιγώσεις;
Από κοντά και η βουλεύτρια της Νέας Δημοκρατίας Κατερίνα Μονογυιού που σύμφωνα με το ρεπορτάζ προσπάθησε να εξηγήσει το φαινόμενο της παραβατικότητας των ανηλίκων και την έξαρση της βίας μεταξύ των παιδιών, αποδίδοντάς το στην απομάκρυνση τους από την θρησκεία: «Πρέπει να επιστρέψουμε στις βάσεις μας. Έχει απομακρυνθεί κι ο κόσμος λίγο από αυτό που λέμε θρησκεία. Τα παιδιά στην επαρχία πηγαίνουν και ένα κατηχητικό. Θα το πάει η γιαγιά, θα το πάει η μάνα. Γιατί να μη συμβαίνει αυτό και στις μεγάλες πόλεις;».
Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, προφανώς και σέβομαι και εκτιμώ το έργο της Εκκλησίας και δεν έχω πρόβλημα με τα κατηχητικά. Μόνο που θεωρούμε προβληματικό το να ανατίθεται σε θρησκευτικούς οργανισμούς έργο και αρμοδιότητα που αφορά το κράτος και που επίσης υποτίθεται ότι κατηγορούμε ως «θεοκρατικά» καθεστώτα που θεωρούν ότι λύση για όλα είναι η θρησκεία. Άλλωστε, γι’ αυτό ασκούμε κριτική στον Ερντογάν που έχει αναβαθμίσει το ρόλο του Ισλάμ στην Τουρκία, γι’ αυτό διαμαρτυρόμαστε για την υποχρεωτική μαντίλα στο Ιράν και γι’ αυτό δεν θεωρούμε τους Ταλιμπάν ως πρότυπο. Για να μην παραβλέψουμε και το γεγονός ότι ένα σημαντικό μέρος των μαθητών δεν είναι χριστιανοί ορθόδοξοι, επομένως δεν θα μπορούσαν να πάνε στο κατηχητικό.
Με αυτά δεν θέλω φυσικά να υποτιμήσω το πρόβλημα της νεανικής βίας και παραβατικότητας. Είναι υπαρκτό και σοβαρό και χρήζει άμεσης αντιμετώπισης.
Αντανακλά συνολικότερα κοινωνικά προβλήματα, την βαθιά κρίση του εκπαιδευτικού συστήματος, την πίεση που αισθάνονται γονείς και παιδιά σε μια κοινωνία όλο και πιο επισφαλή.
Προκύπτει από μια συνολικότερη ιδεολογική κρίση που μετατρέπεται σε έλλειψη προσανατολισμού και αφήνει χώρο στη στροφή στη βία.
Έχει να κάνει και με όλο το σύνθετο ψυχοκοινωνικό φαινόμενο που είναι η εφηβεία.
Όλα πρέπει να τα συζητήσουμε σοβαρά και να ακούσουμε αυτούς που έχουν επιστημονική γνώση και οι οποίοι εξαρχής υπογραμμίζουν ότι αυτό που χρειάζεται δεν είναι πρωτίστως οι αυστηρές ποινές και γενικά μια κατασταλτική αντίληψη αλλά η προσπάθεια για μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή, για κοινωνική υποστήριξη και για αποκατάσταση του κύρους θεσμών όπως το σχολείο. Σίγουρα δεν θα πρέπει να υπάρχει ατιμωρησία αλλά το πρόβλημα είναι κοινωνικό όχι ποινικό.
Γιατί κοινωνικό πρόβλημα είναι η υποχρηματοδότηση και υποστελέχωση του σχολείου που καταλήγει να έχουμε δασκάλους και καθηγητές που προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα σε ένα περιβάλλον όλο και πιο δύσκολο και που φωνάζουν ότι αυτό που χρειαζόμαστε είναι διορισμοί και καλύτερα αναλυτικά προγράμματα και μεγαλύτερα περιθώρια να ασχοληθούν σοβαρά και εξατομικευμένα με κάθε παιδί και όχι «ψηφιακές λύσεις» «για κάθε νόσο».
Κοινωνικό πρόβλημα ότι δεν έχουμε ασχοληθεί σοβαρά με το εάν οι δάσκαλοι και οι καθηγητές είναι εκπαιδευμένοι για να μπορούν να χειριστούν περιστατικά βίας και σχολικού εκφοβισμού.
Κοινωνικό πρόβλημα είναι ότι η οικογένεια σήμερα υπονομεύεται από την κρίση κόστους ζωής και το γεγονός ότι αγχωμένοι γονείς προσπαθούν να συνδυάσουν τις υποχρεώσεις απέναντι στα παιδιά με την ανάγκη να δουλεύουν όλο και περισσότερο.
Κοινωνικό πρόβλημα είναι ότι δεν έχουμε κάτσει να συζητήσουμε σοβαρά εάν οι γονείς σήμερα είναι προετοιμασμένοι για την ευθύνη που είναι η ανατροφή παιδιών σήμερα και εάν υπάρχουν μηχανισμοί που να μπορούν να τους βοηθήσουν.
Κοινωνικό πρόβλημα είναι ότι τα παιδιά αισθάνονται ότι δεν είναι πια αυτονόητο ότι εάν διαβάσουν και σπουδάσουν, αυτό θα σημαίνει και καλύτερη κοινωνική προοπτική, καθώς ακόμη και η πανεπιστημιακή εκπαίδευση δεν οδηγεί αυτόματα σε ανοδική κοινωνική κινητικότητα.
Κοινωνικό πρόβλημα είναι ότι η λογική της ατομικής επιτυχίας, με κάθε μέσο, προβάλλεται ως κυρίαρχο πρότυπο, αντί για την αλληλεγγύη και τη συλλογικότητα (ιδίως όταν οι συλλογικοί αγώνες αντιμετωπίζονται επίσης ως «παραβατικότητα»).
Όλα αυτά είναι πραγματικά προβλήματα. Και σίγουρα δεν υπάρχουν «μαγικές λύσεις». Και προφανώς κομμάτι της όποιας λύσης είναι να δούμε πώς τα παιδιά θα κατανοήσουν ότι στη ζωή το να σεβόμαστε βασικούς κανόνες είναι ο δρόμος για να μπορούμε να συνυπάρχουμε.
Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε να δούμε όλα αυτά τα προβλήματα υπό το πρίσμα μιας λογικής ότι αυτό που χρειάζεται είναι απλώς να γίνουν όλες οι ποινές αυστηρότερες και άμα χρειαστεί να πέφτει και καμία σφαλιάρα.
Και μη νομίσετε ότι όλα αυτά λέγονται τυχαία από υπουργικά και βουλευτικά χείλη. Αντανακλούν τον τρόπο που προσλαμβάνει η κυβέρνηση μια υπαρκτή συντηρητικοποίηση της κοινωνίας, την οποία την μετρούν συχνά και οι έρευνες κοινής γνώμης, ιδίως στις μεγαλύτερες ηλικίες (γι’ αυτό και κανείς βλέπει μια τομή ανάμεσα στους άνω και τους κάτω των 35). Και αποτυπώνουν την πρόθεση και την αποφασιστικότητά της να επενδύσει πολιτικά πάνω σε αυτή τη συντηρητικοποίηση, προσφέροντας ένα πλαίσιο ολοένα και πιο «αυστηρό» και σε τελική ανάλυση ολοένα και πιο αυταρχικό. Το είδαμε στις αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα, το βλέπουμε στη ρητορική για τη νεανική βία, το διαπιστώνουμε σε υπουργικές δηλώσεις για κρίσιμα θέματα.
Στην πραγματικότητα, είναι ως μια κυβέρνηση που δεν παίρνει μέτρα για ένα πραγματικό αίσθημα κοινωνικής ασφάλειας, αυτό που θα έφερναν μισθοί που δεν θα τέλειωναν πριν το τέλος του μήνα, νοσοκομεία που θα κάλυπταν τις υγειονομικές ανάγκες, συντάξεις αξιοπρεπείς συνολικότερα μια αίσθηση ότι τα πράγματα μπορούν να είναι καλύτερα, να θέλει να επενδύσει στην ψευδαίσθηση ασφάλειας που δίνει αυτή η επιστροφή στην «πεπατημένη» ενός πιο αυταρχικού παρελθόντος.
Δείχνοντας ότι ο νεοφιλελευθερισμός μπορεί κάλλιστα να συνδυαστεί με τον νεοσυντηρητισμό. Αλλά και υπογραμμίζοντας ότι οποιαδήποτε προσπάθεια για μια διαφορετική κατεύθυνση, δεν μπορεί να μένει σε εύκολα συνθήματα, αλλά πολύ περισσότερο να προσπαθεί να δείξει και πώς θα μπορέσουν τα πράγματα να γίνουν καλύτερα.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις