Δύναται να λεχθή ότι ο Ρέμπραντ έζησε δύο φορές, και ότι κάθε μία ζωή του ήτο πλήρης — με τας ιδικάς της χαράς, τους ιδικούς της πόνους και τας ιδικάς της περιπετείας. Και τούτο διότι έζησε μίαν περίεργον διπλήν ζωήν χωρισμένην μεταξύ δύο γυναικών και δύο αντιθέτων τυχών.

Επειδή ήτο ένας από τους μεγίστους ζωγράφους που εφάνησαν, εγνώρισε την δόξαν και τα πλούτη εις μίαν εποχήν της ζωής που πολλοί άλλοι αγωνίζονται εις την αφάνειαν — και εγνώρισε την χρεοκοπίαν και την αδιαφορίαν όταν θα έπρεπε να είνε ασφαλής διά τον θρίαμβόν του και τα πλούτη του. Υπανδρεύθη όταν οι άλλοι άνθρωποι μόλις γνώριζαν την γυναίκα, και όταν οι άλλοι υπανδρεύονται αυτός έπαιρνε ερωμένην. Αυτή ήτο η ανάστροφος σειρά της υπερόχου και απρονοήτου σταδιοδρομίας του μεγάλου αυτού ζωγράφου, ο οποίος μας αφήκε τόσα αριστουργήματα.


«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 16.2.1928, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Εις το μουσείον Μεχτενστάιν της Βιέννης υπάρχει το πορτραίτο μιας νέας. Έχει ένα στρογγυλό πρόσωπον, διπλό πηγούνι, χονδρήν μάλλον μύτην και στρογγυλά παιδικά μάτια. Το κεφάλι της το περιβάλλει ένας φωτοστέφανος ξανθών μαλλιών. Είνε το πορτραίτο της Σάσκιας Ύλεμπερχ, συζύγου του Ρέμπραντ, καμωμένο από αυτόν όταν εκείνη ήτο μόνον είκοσι ετών.

Εις το μουσείον του Λούβρου εις το Παρίσι υπάρχει το πορτραίτο μιας νέας γυναικός που κυττάζει έξω από το πλαίσιόν της με μεγάλα, στοχαστικά μάτια. Έχει ωραίο ωοειδές πρόσωπο και τα μαλλιά, κτενισμένα προς τα οπίσω, αφήνουν γυμνό ένα ήρεμο και σοβαρό μέτωπο. Το στόμα της δείχνει εγκαρτέρησιν και η όλη της φυσιογνωμία δίδει την εντύπωσιν μιας ηρέμου αφοσιώσεως.

Το πορτραίτο αυτό είνε της Χέντρικγιε Στόφφελς, της υπηρετρίας και ερωμένης του Ρέμπραντ, καμωμένο επίσης από τον ίδιον.


Αι δύο εικόνες είνε ως δύο βιογραφίαι. Εκφράζουν αμέσως τον χαρακτήρα των εικονιζομένων γυναικών και μας δείχνουν τας δύο μεγάλας επιδράσεις τας οποίας υπέστη εις την ζωήν του ο καλλιτέχνης.

Η Σάσκια έγινε σύζυγος του Ρέμπραντ όταν αυτός ήτο νεώτατος, μολονότι είχε ήδη γίνη διάσημος και αι παραγγελίαι τον επλημμύριζαν. Η Χέντρικγιε έγινε ερωμένη του όταν ήτο μεγαλείτερος των τεσσαράκοντα ετών, η γυναίκα του είχε αποθάνη και οι δανεισταί τον επεριτριγύριζαν. Η σύζυγός του εμοιράσθη τον θρίαμβόν του, η ερωμένη του την δυστυχίαν του.

Παραμένει μυστήριον εις την ζωήν του Ρέμπραντ εάν ενυμφεύθη ή όχι εν τέλει την Χέντρικγιε. Υπάρχουν λόγοι δι’ αμφότερα τα συμπεράσματα. Αλλ’ είτε έγινε είτε όχι γυναίκα του, αυτό δεν έχει καμμίαν σημασίαν εις την ιστορίαν του έρωτός των. Δεν είνε η ηθική που μας ενδιαφέρει, αλλά τα πράγματα. Και διά να ομιλήσωμεν περί αυτών, πρέπει να επιστρέψωμεν εις την αρχήν.


Ο Ρέμπραντ Χέρμανζον Βαν Ριζν (αυτό είνε ολόκληρο το όνομά του) εγεννήθη εις το Λέυδεν της Ολλανδίας το 1606. Ο πατέρας του ήτο εύπορος μυλωνάς, αστός εις όλα του, με τάξιν εις την ζωήν του, προώριζε δε τον νεαρόν Ρέμπραντ διά το πολιτικόν στάδιον. Δι’ αυτό, όταν ούτος εγένετο δεκατεσσάρων ετών, ενεγράφη ως φοιτητής εις το πανεπιστήμιον του Λέυδεν· ενδιεφέρετο όμως πολύ ολίγον διά τας σπουδάς του και έδειχνε ήδη μεγάλην κλίσιν εις την ζωγραφικήν. Όταν οι γονείς του επείσθησαν ότι ή δεν θα εγίνετο τίποτα ή αυτό μόνον, τον έστειλαν να σπουδάση την ζωγραφικήν με τον Ζακόμπ Βαν Σουάνεμπουρχ και αργότερον με τον Πέτερ Λάστμαν.

Φθάνομεν έτσι εις την εποχήν κατά την οποίαν ερωτεύθη την Σάσκια. Πού και πότε ακριβώς την συνήντησε διά πρώτην φοράν δεν είνε γνωστόν, πιστεύεται όμως ότι αυτό συνέβη εις την κατοικίαν του Χένδρικ Βαν Ύλεμπερχ, του εξαδέλφου της, εις τον οποίον είχε δανείση χρήματα.


Άρχισε να την ζωγραφίζη, κατόπιν την ηγάπησε και, εν τέλει, με την έγκρισιν και των δύο οικογενειών, την ενυμφεύθη. Ο Ρέμπραντ ήτο από «κατωτέραν αστικήν οικογένειαν», ενώ η Σάσκια ήτο καλής καταγωγής· αλλ’ ο νέος είχε ήδη αποκτήση ένα δικό του όνομα διά της μεγαλοφυΐας του.

Ευθύς μετά τον γάμον του ο Ρέμπραντ άρχισε να σπείρη τους σπόρους της μελλούσης του δυστυχίας. Τα έξοδα τα οποία έκαμε επήραν τον χαρακτήρα σπατάλης: αγόραζε σπάνια βιβλία, εικόνες, χαλιά, ταπετσαρίες, σπαθιά, παν τέλος ό,τι ήτο ωραίο, πολύτιμο ή περίεργο.

Το 1635 τούς εγεννήθη ένα παιδί, το οποίον όμως απέθανεν εις βρεφικήν ηλικίαν. Ο Ρέμπραντ ησθάνθη μεγάλην λύπην. Τρία χρόνια αργότερα ήλθεν εις τον κόσμον ένα κορίτσι, η Κορνηλία, το οποίον όμως τους άφησε γρήγορα όπως το πρώτο παιδί, και μετά δύο χρόνια ένα άλλο πάλι κορίτσι, ονομασθέν επίσης Κορνηλία, το οποίον δεν έζησε παρά ένα μόνον μήνα.

Εν τω μεταξύ αι παραγγελίαι είχαν αρχίση να λιγοστεύουν, μολονότι τα έξοδα δεν ηλαττούντο. Μία σκιά απλώνετο ήδη εις την ζωήν του ζωγράφου — ως ένα σύννεφο μιας τρικυμίας ολοένα ογκουμένης.


Ένα χρόνο μετά την γέννησι ενός υιού, του Τίτου, ήλθε το κτύπημα το οποίον εχώρισε εις δύο την ζωήν του. Η Σάσκια ησθένει και απέθνησκεν εις ηλικίαν τριάκοντα ετών — και οκτώ μόνον χρόνια μετά τον γάμον τους. Ο Ρέμπραντ είχε ήδη γνωρίση, με τους αλλεπαλλήλους θανάτους των παιδιών του, την πικρίαν των αιωνίων χωρισμών. Ο θάνατος όμως της γυναικός του τον έπληξεν εις τα καίρια. Η Σάσκια και αυτός δεν είχαν παύση να αγαπώνται· του είχεν εμπνεύση τα έργα του· του είχε δημιουργήση μίαν σπιτικήν ζωήν την οποίαν αγαπούσε — και όλα αυτά, εις το άνθος της ηλικίας του, κατεστρέφοντο.

Και ως να μη αρκούσαν αυτά, μία από τας καλλιτέρας εικόνας του —ένα έργον το οποίον και μόνο του θα ήτο αρκετόν να του εξασφαλίση την αθανασίαν— του έφερε την καταδίκην και του εστέρησε την ατομικότητα της οποίας έχαιρε, μολονότι είχε ζωγραφίση τα πρόσωπα τα οποία απεικόνιζε κατά τρόπον ώστε να ικανοποιήται η ματαιοδοξία των.

Η Σάσκια είχεν αφήση την διαχείρισιν της περιουσίας τους, η οποία περιήρχετο εις τον υιόν της Τίτον, εις τας χείρας του Ρέμπραντ. Δι’ αυτό όταν ο ζωγράφος άρχισε να έχη οικονομικάς δυσχερείας, η οικογένεια της Σάσκιας εζήτησε να επέμβη όπως εξασφαλίση την περιουσίαν και εδημιούργησεν εις τον Ρέμπραντ πλήθος ζητημάτων.

Από παντού δηλαδή αι δυνάμεις της καταστροφής τον περιεκύκλωναν.

Τότε άρχισε αυτό που ωνομάσαμεν η δευτέρα ζωή του Ρέμπραντ — και η πένθιμος παρηγορία του ρομάντζου του με την Χέντρικγιε.


Ακούμε κατά πρώτον να γίνεται λόγος δι’ αυτήν το 1649, σχετικώς με κάποιαν μικράν δίκην κατά την οποίαν αύτη κατέθεσε υπέρ του Ρέμπραντ. Την δίκην την είχε προκαλέση μία κάποια Γκέρτζε Ντιρέζ, την οποίαν ο Ρέμπραντ είχε προσλάβη ως παραμάναν διά τον μικρόν του Τίτον. Η γυναίκα αυτή εθεώρησε ότι το να αναστήση το παιδί υπεχρέωνε τον πατέρα να την υπανδρευθή. Έκαμε λοιπόν την διαθήκην της υπέρ του Τίτου διά να ελκύση ακόμα περισσότερον τον Ρέμπραντ, αλλ’ όταν είδε ότι αυτός δεν της έδιδε καμμίαν προσοχήν, έγινε έξω φρενών, εχάλασε την διαθήκην και ενήγαγε τον Ρέμπραντ δι’ αθέτησιν υποσχέσεως εις γάμον. Ο Ρέμπραντ ηρνήθη ότι είχε ιδιαιτέρας σχέσεις μετ’ αυτής και εκέρδιζε την δίκην. Η Γκέρτζε όμως ετρελλάθη κατόπιν αυτού — και είνε χαρακτηριστικόν ότι τα έξοδα της συντηρήσεώς της εις το φρενοκομείον τα επλήρωνε ο Ρέμπραντ, μολονότι έπασχε οικονομικώς.

Εν τω μεταξύ είχε εισέλθη εις το σπίτι του Ρέμπραντ η Χέντρικγιε, η οποία ήτο νέα και ωραία και η οποία εγέμισε την ζωήν του επί δεκατρία χρόνια. Είχε έλθει από το Ράνσδορπ της Βεστφαλίας και ήτο είκοσι τριών ετών. Η αφοσίωσις την οποίαν έδειξε εις τον Ρέμπραντ δεν έκρυπτε καμμίαν υστεροβουλίαν, και του έμεινε πιστή καθ’ όλας του τας ατυχίας, θυσιάζουσα το καλό της όνομα και μη ζητούσα τίποτε εις ανταμοιβήν.

Το πνευματικόν δικαστήριον της εκκλησίας του Λέυδεν, εις το οποίον την κατηγόρησαν ως παρανόμως συζώσαν με τον Ρέμπραντ, την εκάλεσε ενώπιόν του το 1654 —πέντε έτη αφ’ ότου είχαν αρχίση αι σχέσεις τους— και την επετίμησε. Της απηγόρευσε επίσης να κοινωνή. Έδωσε εις τον Ρέμπραντ δύο παιδιά, αμφότερα κορίτσια, ένα εκ των οποίων απέθανε εις βρεφικήν ηλικίαν. Το δεύτερο κορίτσι, από μίαν περίεργον έλλειψιν λεπτότητος, ωνομάσθη Κορνηλία.

Το 1656 τα χρέη και η μείωσις των εσόδων συνεπλήρωσαν το έργον τους, και ο Ρέμπραντ εκηρύχθη εις χρεοκοπίαν. Διετάχθη η πώλησις των υπαρχόντων του — και του επήραν παν ό,τι είχε επί μακρά έτη συναθροίση. Σπίτι, καλλιτεχνικοί θησαυροί, εικόνες, έπιπλα, ως και αυτά ακόμη τα εσώρρουχά του — όλα κατεπόθησαν από τους δανειστάς, οι οποίοι το μόνον πράγμα που του άφησαν ήσαν δύο μικρές θερμάστρες.


Εγκατεστάθη εις δύο δωμάτια πανδοχείου και εδοκίμασε να εργασθή. Οι παλαιοί του φίλοι τον εβοήθησαν και του έφεραν μερικές παραγγελίες. Συνέβη τότε κάτι περίεργον: η υπηρέτρια άρχισε να διατρέφη τον κύριόν της. Η Χέντρικγιε, χρησιμοποιούσα μίαν μικράν περιουσίαν την οποίαν είχε, ήνωσε τας δυνάμεις της με τον Τίτον, τον υιόν του Ρέμπραντ, και άνοιξαν ένα μικρό κατάστημα εικόνων, ξυλογραφιών και αρχαιοτήτων. Ο Ρέμπραντ δεν είχε καμμίαν συμμετοχήν εις αυτό διά να μη δύνανται οι δανεισταί του να βάλουν χέρι και επ’ αυτού. Κατά πόσον η επιχείρησις προώδευσε είνε άγνωστον, εχρησίμευσε όμως για να συντηρήση την ατυχή οικογένειαν.

Ένα νέο όμως πλήγμα ανέμενε τον Ρέμπραντ, διότι δύο χρόνια μετά το άνοιγμα του καταστήματος η Χέντρικγιε απέθανε και έμεινε διά μίαν ακόμη φοράν μόνος. Ταυτοχρόνως περιέπιπτε εις αφάνειαν και δεν ακούμε πλέον να ομιλούν περί αυτού παρά από καιρού εις καιρόν, και συντόμως.

Πιστεύεται ότι η όρασίς του είχε αρχίση να αδυνατίζη και τα έργα του εγένοντο ολοένα σπανιώτερα. Εφέρετο εις το τέλος της μεγαλοπρεπούς εις τας αρχάς και τρικυμιώδους κατόπιν ζωής του· ο θάνατος του παιδιού του συνεπλήρωσε το έργον της καταστροφής. Ο θάνατος τού είχε αφαιρέση τις γυναίκες και τα παιδιά που αγαπούσε, και όταν ο θάνατος τον επεσκέφθη και πάλιν, την φοράν αυτήν ήλθε ως ένα αγαπητό πρόσωπο. Ο Ρέμπραντ άκουσε το κάλεσμά του — και έκλεισε τα μάτια του. Ήτο εξήκοντα τριών ετών.

*Κείμενο-ιστορικό σημείωμα του Άντονυ Πράγκα, που έφερε τον τίτλο «Ρέμπραντ, ο άνθρωπος που έζησε δύο φορές» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» στις 16 Φεβρουαρίου 1928.

Ο Ρέμπραντ (Rembrandt Harmensz van Rijn), διάσημος ολλανδός ζωγράφος και χαράκτης του 17ου αιώνα, γεννήθηκε στις 15 Ιουλίου 1606 και απεβίωσε στις 4 Οκτωβρίου 1669.