Κωνσταντίνος Καραμανλής: «Όσους αγαπούν οι θεοί τούς παίρνουν νέους»
«Με απωθεί η καθιερωμένη συνήθεια που μεταβάλλει με τις πομπώδεις κηδείες το βαθύ μυστήριο του θανάτου σε δημόσιο θέαμα»
Στις συνήθειες του Καραμανλή ήταν να μιλάει με οικειότητα για τον θάνατο. Τον επικαλέσθηκε σε μιαν από τις ευτυχέστερες στιγμές, όπως ο ίδιος ομολογούσε, της ζωής του. Ήταν στις 31 Αυγούστου 1974 στη Θεσσαλονίκη, όταν από το γωνιακό δωμάτιο του 4ου ορόφου του ξενοδοχείου «Μακεδονία Παλάς» εκφώνησε τον πρώτο μετά την 11χρονη αυτοεξορία του λόγο απέναντι σε μισό εκατομμύριο πολίτες, που παραληρούσαν από ενθουσιασμό. Κάθε του φράση ακολουθούνταν από ιαχές της ανθρωποθάλασσας, που δεν τον άφηνε να εγκαταλείψει το μπαλκόνι. Όταν τελικά κατάφερε ν’ αποσπασθεί από τον συγκινησιακό εναγκαλισμό με τον λαό, έπεσε κάθιδρος, κατάκοπος σε μια πολυθρόνα.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 1.9.1974, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
«Θα ήμουν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος», μου είπε, «αν πέθαινα σ’ αυτό το μπαλκόνι. Γιατί τι άλλο μπορώ να περιμένω πιο ωραίο;»
«ΤΑ ΝΕΑ», 2.9.1974, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Εμένα με ειρωνευόταν κάθε φορά που επιχειρούσα στην παρέα ν’ αποτρέψω τη διολίσθηση της κουβέντας στο «θλιβερό» θέμα. «Δεν είναι θλιβερό κάτι που είναι το πιο φυσικό, το διαρκώς επαναλαμβανόμενο γεγονός» μου έλεγε. Για ν’ αντεπεξέλθω, διατεινόμουν ότι ήμουν υπέρ… των «βιβλικών ηλικιών», των 600 ή 700 ετών! Γελούσε. «Όσους αγαπούν οι θεοί τούς παίρνουν νέους» επαναλάμβανε — και τη ρήση αυτήν την είχε περιλάβει σ’ ένα κείμενο που του είχε ζητήσει η οικογένεια Κένεντι για το ίδρυμα προς τιμήν του δολοφονημένου στην ακμή της ηλικίας του αμερικανού Προέδρου.
[…]
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 26.4.1998, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ένα ένα έφευγαν από τη ζωή πρόσωπα με τα οποία είχε συνδεθεί σε εθνικές προσπάθειες, σε πολιτικούς αγώνες, σε έργα κυβερνητικά ή, ακόμη πιο επιλεκτικά, με δεσμούς φιλίας και αμοιβαίας εκτίμησης. Άλλοι ήσαν συνομήλικοί του και άλλοι νεότεροι, άλλοι ομοϊδεάτες και άλλοι με διαφορετική ιδεολογία. Ποιους να πρωτοθυμηθεί κανείς; Τον Τσάτσο, τον Αβέρωφ, τον Μπίτσιο, τον Χατζηκυριάκο – Γκίκα και τον Τρυπάνη, τον Γκράτσιο, τον Μινωτή και τον Κουν, τον Ελύτη και τον Χατζηδάκι, τον Γουλανδρή και τον Νομικό, τον Ανδρόνικο και τον Κανδύλη; Ή τον αγαπημένο του Δημήτρη Χορν, που με οδύνη παρακολουθούσε να τον εξουθενώνει η αρρώστια και προσπαθούσε, με αφάνταστη τρυφερότητα, αυτός να τον διασκεδάσει;
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 26.4.1998, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Σε κανενός από αυτούς την κηδεία δεν πήγε. Ούτε οποιουδήποτε άλλου. Ήταν άλλωστε ίσως ο μόνος έλληνας πολιτικός που ουδέποτε πήγε σε κηδεία. Όχι απλώς γιατί απεχθανόταν την υποκριτική συμμετοχή στο πένθος για ανθρώπους που δεν τον είχαν αγγίξει, αλλά προπαντός επειδή δεν άντεχε τον πόνο για εκείνους που αγαπούσε. Τους πενθούσε βαρύτερα αποστασιοποιημένος στη μοναξιά του. Δικαιολογείται στους «Στοχασμούς» του: «Με απωθεί η καθιερωμένη συνήθεια που μεταβάλλει με τις πομπώδεις κηδείες το βαθύ μυστήριο του θανάτου σε δημόσιο θέαμα».
*Μικρό απόσπασμα από κείμενο του δημοσιογράφου και πολιτικού Τάκη (Παναγιώτη) Λαμπρία (1926-2001), στενού συνεργάτη του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 26 Απριλίου 1998, τρεις ημέρες μετά το θάνατο του μεγάλου πολιτικού ανδρός.
Στις 4 Οκτωβρίου 1974 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ίδρυσε τη Νέα Δημοκρατία και προέβη στη δημοσίευση της ιδρυτικής διακήρυξης του κόμματος που εξακολουθεί έως σήμερα, ύστερα από μισόν αιώνα, να διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στον πολιτικό βίο της χώρας.
*Η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από άρθρο που είχε δημοσιεύσει ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Κώστας Μπλιάτκας στο protagon.gr στις 20 Ιουλίου 2017.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις