ΗΠΑ: Υψηλόμισθοι ναι, πλούσιοι όχι
Ποιοι είναι οι άνθρωποι που κερδίζουν τουλάχιστον 200.000 δολάρια το χρόνο στις ΗΠΑ αλλά δεν νιώθουν πλούσιοι
Τουλάχιστον 200.000 δολάρια το χρόνο κερδίζουν το 14,4% των νοικοκυριών στις ΗΠΑ σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της απογραφής, καταγράφοντας ένα ποσοστό που αποτελεί ιστορικό ρεκόρ. Ωστόσο, τα χρήματα αυτά δεν αντιστοιχούν στην αγοραστική δύναμη που θα ήθελαν να έχουν αυτοί οι εισοδηματίες, εν μέρει λόγω της αύξησης των τιμών που πλήττει όλο τον κόσμο και εν μέρει λόγω του υπερτιμημένου κόστους πραγμάτων που συνηθίζουν να αγοράζουν πρώτα, όπως τα σπίτια και τα αυτοκίνητα.
Υψηλόμισθοι Αμερικανοί που εργάζονται ως σύμβουλοι στην πλειονότητά τους, οδηγούν Audi, αγαπούν το Chase Sapphire, ψωνίζουν Whole Foods και έχουν παιδιά σε ιδιωτικό σχολείο είναι η ομάδα που βρίσκεται στον πυρήνα των HENRYs (high earner, not rich yet – υψηλόμισθοι, αλλά όχι πλούσιοι ακόμα). Και παρά το γεγονός ότι βγάζουν περισσότερα χρήματα, δεν αισθάνονται ότι υπάρχει πλεόνασμα. Η ουσία του να είσαι HENRY είναι να αισθάνεσαι ότι υπάρχει ένα χάσμα ανάμεσα σε αυτό που έχεις και σε αυτό που νομίζεις ότι χρειάζεσαι για να είσαι άνετα.
Οι HENRYs περιγράφουν ότι αισθάνονται σαν να είναι κολλημένοι σε έναν τροχό παιχνίδι όπως αυτός που προορίζεται για τα χάμστερ. Είναι ένας ωραίος τροχός μεν, που τον βλέπουν οι υπόλοιποι και τον ζηλεύουν, δεν παύει ωστόσο να είναι ένας τροχός που γυρίζει συνεχώς και μαζί με αυτόν και το κάθε «χάμστερ».
Αυτά που αυτοί οι υψηλόμισθοι θεωρούν απαραίτητα μπορεί να χαρακτηρίζονται πολυτέλειες (ή ανοησίες) από τους υπόλοιπους, αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι χρειάζονται περισσότερα χρήματα για να αισθάνεσαι πλούσιος στις μέρες μας. Και ο μεγάλος τους φόβος είναι να γίνουν HENRE: υψηλόμισθοι και ποτέ πλούσιοι.
ΗΠΑ: Προσδοκίες και πραγματικότητα
Η περίπτωση του δικηγόρου Joshua Siegel -γιος ηλεκτρολόγου και οδοντιατρικής βοηθού- είναι ενδεικτική: κυκλοφορεί στο Λος Άντζελες με το Lexus SUV του, αφού σκέφτηκε ότι στην ηλικία των 40 ετών, έχοντας αναδειχθεί σε εταίρο και πρόεδρο της ομάδας φορολογικών συναλλαγών στην Albrecht Law, θα μπορούσε να οδηγεί από το σπίτι που του ανήκει, σε ένα country club όπου είναι μέλος.
Η πραγματικότητα ωστόσο είναι ότι οδηγεί από το σπίτι που νοικιάζει σε ένα δημόσιο γήπεδο για να παίζει γκολφ περιστασιακά. Το να μεγαλώνει τρία παιδιά σε μια από τις πιο ακριβές πόλεις της χώρας είναι ένας διαρκής έλεγχος της πραγματικότητας, εξομολογείται στη Wall Street Journal. Έχει επίσης συνειδητοποιήσει ότι πολλοί άνθρωποι με δουλειές σαν τη δική του, προέρχονται από πλούσιες οικογένειες, όπου τα καταπιστεύματα και η βοήθεια για την προκαταβολή για ένα σπίτι τούς δίνουν οικονομικό προβάδισμα.
Ομοίως, η Monique So, μια 40χρονη χρηματοοικονομική σύμβουλος, που μαζί με το σύζυγό της έχουν οικογενειακό εισόδημα στα μέσα του επταψήφιου αριθμού, παραδέχεται ότι δεν μπορούν να αναπνεύσουν εύκολα μέχρι να προχωρήσουν σε οκταψήφια ποσά. Ο παιδικός σταθμός για το δίχρονο παιδί τους απορροφά 30.000 δολάρια από τον οικογενειακό τους προϋπολογισμό.
Ο πλούτος στις ΗΠΑ και οι HENRYs
Η Caitlin Frederick, διευθύντρια οικονομικού σχεδιασμού στην Ullmann Wealth Partners στο Jacksonville Beach της Φλόριντα, επισημαίνει ότι πολλοί από τους πελάτες της που βρίσκονται στη μέση της καριέρας τους είναι λιγότερο εύποροι από ό,τι υποδηλώνουν οι μισθοί τους. Η ίδια συμβουλεύει πολλούς millennials που συσσώρευσαν φοιτητικά δάνεια με την ελπίδα να πετύχουν υψηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας και γι’ αυτό καθυστέρησαν να αγοράσουν σπίτια και να δημιουργήσουν οικογένειες, ενώ εξελίσσονταν στα επαγγελματικά τους.
«Το πρώτο μέρος των σχεδίων τους λειτούργησε», σημειώνει στη WSJ. Τα πτυχία οδήγησαν σε υψηλά εισοδήματα. Τώρα που αποκτούν παιδιά, αγοράζουν ακίνητα και επιθυμούν να αναβαθμίσουν το αυτοκίνητό τους, ανακαλύπτουν ότι πολλά από τα σημαντικά έξοδα της ζωής τους αυξήθηκαν ταχύτερα από το συνολικό ρυθμό πληθωρισμού – αφήνοντας εκτός τον τρόπο ζωής που μπορεί επίσης να περιλαμβάνει ταξίδια και ψυχαγωγία με αξία πολλών μηδενικών.
«Είναι εύκολο για τους ανθρώπους να συνεχίσουν να “ακριβαίνουν” τον τρόπο ζωής τους κάθε φορά που παίρνουν προαγωγή», προσθέτει. «Εξάλλου, είδαν τους λίγο μεγαλύτερους συναδέλφους τους να ξοδεύουν ελεύθερα και να αγοράζουν σπίτια και εξοχικά, καταλαβαίνοντας πως η καλή ζωή στις ΗΠΑ απαιτεί περισσότερα χρήματα από ό,τι παλαιότερα».
Το 2009, η μέση τιμή του σπιτιού στις ΗΠΑ ήταν 220.900 δολάρια, σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα, και ένα νέο αυτοκίνητο κόστιζε κατά μέσο όρο 23.276 δολάρια, σύμφωνα με το Υπουργείο Ενέργειας. Αν οι τιμές είχαν αυξηθεί με το ρυθμό του δείκτη τιμών καταναλωτή, το μέσο σπίτι θα κόστιζε σήμερα 322.000 δολάρια και ένα αυτοκίνητο θα κόστιζε 34.000 δολάρια. Αντ’ αυτού, η Fed αναφέρει ότι ένα μέσο σπίτι κοστίζει σήμερα 412.000 δολάρια και ένα τυπικό νέο αυτοκίνητο 48.000 δολάρια, σύμφωνα με το Kelley Blue Book.
Η εθνική τιμή για μια μπέιμπι σίτερ πριν από 15 χρόνια ήταν 10,50 δολάρια την ώρα, σύμφωνα με το Care.com. Τώρα είναι 18,38 δολάρια, 20% περισσότερο από ό,τι αν το κόστος ακολουθούσε τον δείκτη τιμών καταναλωτή.
Οι HENRYs που έχουν επίγνωση του προϋπολογισμού τους, λένε ότι είναι συχνά δύσκολο να βρουν επιλογές μεσαίου επιπέδου σε κάθε κατηγορία προϊόντων και υπηρεσιών, καθώς οι εταιρείες προωθούν πολυτελείς εκδόσεις των πάντων, από μπουκάλια νερού υψηλών προδιαγραφών μέχρι δωμάτια ξενοδοχείων αξίας 1.000 δολαρίων τη νύχτα.
Ο παράγοντας του σχολείου
Μια ακόμη οικονομική καμπύλη αφορά τους HENRYs, τα σχολικά έξοδα, τα δίδακτρα και τα τροφεία σε ιδιωτικά εκπαιδευτήρια.
Σχεδόν τα μισά από τα αμερικανικά ιδιωτικά σχολεία αύξησαν τις εγγραφές το τελευταίο ακαδημαϊκό έτος, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Cato. Γονείς που αρχικά σχεδίαζαν να στείλουν τα παιδιά τους σε δημόσιο σχολείο κατέληξαν σε ιδιωτικό για λόγους που περιλαμβάνουν διαταραχές της μάθησης λόγω πανδημίας, τη δυσκολία των δημόσιων σχολείων να διατηρήσουν καλούς δασκάλους και προβλήματα προϋπολογισμού. Ορισμένοι λένε ότι είναι πεπεισμένοι ότι τα ιδιωτικά σχολεία είναι τα μόνα μέρη όπου τα παιδιά τους θα ευδοκιμήσουν, αν και πάνω από το 80% των παιδιών στις ΗΠΑ φοιτούν σε δημόσιο σχολείο.
Χαρακρητιστική είναι η περίπτωση του Brad Gyger και της συζύγου του που μεταφέρουν τα τρία παιδιά τους με ένα GMC Yukon του 2014 με 130.000 χιλιόμετρα – όχι ακριβώς το τελευταίο μοντέλο πολυτελούς οχήματος που περίμενε να αποκτήσει ως τρεις φορές υπεύθυνος εσόδων στον τομέα της τεχνολογίας. Από την άλλη πλευρά, δεν περίμενε ότι οι ετήσιες πληρωμές για τα δίδακτρα του ιδιωτικού σχολείου θα ισοδυναμούσαν περίπου με την τιμή ενός νέου, πλήρως εξοπλισμένου Cadillac Escalade.
Ο Gyger, που τώρα είναι ανεξάρτητος σύμβουλος πωλήσεων στην Καλιφόρνια, τόνισε στην WSJ ότι δεν είχε σκεφτεί την ιδιωτική εκπαίδευση μέχρι πριν από μερικά χρόνια, όταν ο ίδιος και η σύζυγός του κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το μεγαλύτερο παιδί τους θα ευδοκιμούσε σε ένα περιβάλλον με περισσότερες ακαδημαϊκές προκλήσεις. Το σχολείο θα μπορούσε επίσης να εξυπηρετήσει τις μαθησιακές ανάγκες του δεύτερου παιδιού τους. Και πώς θα μπορούσαν να παραλείψουν το μικρότερο;
Ο 46χρονος Gyger λέει ότι η οικογένειά του είναι τυχερή που έχει ακόμη εκπαιδευτικές επιλογές. Το αντάλλαγμα είναι να ζει πιο μέτρια από ό,τι δείχνει το βιογραφικό του.
Παραιτήθηκε από τις συνδρομές στο γυμναστήριο και στο κλαμπ τένις, επιλέγοντας να διατηρείται σε φόρμα κάνοντας ποδήλατο και σηκώνοντας βαράκια στο γκαράζ του. Ενώ η οικογένεια άφησε πίσω το ενδεχόμενο ανακαίνισης του σπιτιού που αγόρασε το 2015 ή και το ενδεχόμενο μετακόμισης.
Πηγή ΟΤ
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις