Τα ίδια πράγματα λέγονται παντού τη Δευτέρα το πρωί: ο Ανδρουλάκης δοκιμάστηκε και απέτυχε, ο Δούκας θα μετατρέψει το κόμμα σε ΣΥΡΙΖΑ, ο Γερουλάνος ήταν η μετρημένη υποψηφιότητα που θα μπορούσε να κοντράρει τον Μητσοτάκη στο ίδιο του το παιχνίδι και η Διαμαντοπούλου… η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν έχει κάτι ιδιαίτερο να πει για τη Διαμαντοπούλου.

Πίσω από αυτή την αποτίμηση υπάρχει πάντα η ίδια υπόνοια, το μεγάλο φάντασμα του Μητσοτάκη που απλώνεται σαν χρυσή σταθερά και καθολικό μέτρο σύγκρισης σε όλη την πολιτική επικράτεια. Ο Ανδρουλάκης δήθεν απέτυχε επειδή τόλμησε να κοντράρει την κυβέρνηση για το σκάνδαλο των υποκλοπών και ο Δούκας επειδή ήταν ο πρώτος που έκανε αντιπολίτευση από τα αριστερά εδώ και χρόνια. Ο Γερουλάνος είναι καλός γιατί αντί για οραματικό αντιπολιτευτικό λόγο, αποφάσισε να επικεντρώσει σε μικρά ζητήματα και να εκφραστεί συναινετικά ή ακόμα και επαινετικά για στελέχη της κυβέρνησης. Η δε Διαμαντοπούλου θάβεται στη σιωπή γιατί δεν κατέγραψε -και δεν θα μπορούσε να καταγράψει- τις υψηλές πτήσεις που επιθυμούσαν και ανέμεναν τα κανάλια από την πιο αυθεντικά μητσοτακική υποψήφια της κούρσας.

Μόνο και μόνο αυτές οι συζητήσεις, καταδεικνύουν το μεγάλο πρόβλημα που δεν μπορεί να θεραπευτεί με εκλογικές βεγγέρες και διεκπεραιωτικούς διαξιφισμούς προσώπων: ό,τι και να κάνει, όσο και να επανασυστήσει τον εαυτό της, στην αρχή κάθε καινούργιας ημέρας, η κεντροαριστερή αντιπολίτευση θα βρίσκεται ξανά παγιδευμένη στην αφήγηση που έχει επιβάλλει παντού η κυβέρνηση.

Υπάρχει, λέει ο μύθος εδώ και χρόνια, το “Κέντρο” το οποίο περικλείει τη μεγάλη μάζα των ψηφοφόρων και όποιος το σαγηνεύσει, θα ηγεμονεύσει αποφασιστικά και αδιατάρακτα στη χώρα. Αυτό το κέντρο το απαρτίζουν -πραγματικά ή κατά φαντασίαν- μεσαία στρωμάτα που είναι πρόθυμα να καταπιούν αμάσητη κάθε νεοφιλελεύθερη εξαγγελία και επαγγελία, ενώ πολιτισμικά δεν αποκλίνουν από το μεγάλο πεντάπτυχο Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια, Νόμος και Τάξη.

Αυτό το Κέντρο σύμφωνα με τους δημοφιλέστερους τροβαδούρους του μύθου, αποξενώνεται όταν ο Ανδρουλάκης απευθύνεται στις δικαστικές αρχές έχοντας πέσει θύμα ενός σκοτεινού παρακρατικού συστήματος υποκλοπών, θορυβείται με την κομμουνιστική συνωμοσία που υφαίνει ο Δούκας, ανακουφίζεται για κάποιο λόγο με τη φωνή του Γερουλάνου και πιστεύει ακράδαντα ότι η Διαμαντοπούλου είναι ένα πρότυπο πολιτικού για το οποίο η οπισθοδρομική Ελλάδα δεν είναι ακόμα έτοιμη – κάτι σαν τον Στέφανο Μάνο σε πράσινο. Ενίοτε και αγνό μπλε.

Πράγματι, αυτή η μάζα υπάρχει και είναι κρίσιμη, αποτελώντας από το 2019 το βασικό υποστύλωμα της κυβέρνησης. Κάπου εκεί όμως εξαντλείται το απειροστά μικρό ίχνος αλήθειας που περικλείει ο μύθος. Γιατί αυτός ο κόσμος δεν έχει τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά στο διηνεκές και το σημαντικότερο: κάθε μέρα υφίσταται ένα ιδεολογικό λίφτινγκ που τον ξανακατασκευάζει από την αρχή, τόσο μέσα από ασκούμενες πολιτικές της κυβέρνησης, όσο και από το προπαγανδιστικό έργο της φιλοκυβερνητικής δημοσιολογίας.

Αν υπάρχει ένα μάθημα που θα έπρεπε να πάρει από τη μητσοτακική Νέα Δημοκρατία ο κάθε φέρελπις ανταγωνιστής της, αυτό είναι αμιγώς πολιτικό, όχι ιδεολογικό. Θα έπρεπε να συζητείται ο τρόπος με τον οποίον τα φληναφήματα περί “αριστείας” και η τρομολαγνική παρέλαση του καθημερινού εγκλήματος -το παλαιότερο, χυδαιότερο, αλλά και πιο αποδοτικό τρικ στο εγχειρίδιο της σκληρής Δεξιάς- έφτιαξαν ένα απλό και κατανοητό σχήμα που μετατόπισε το πολιτικό σύστημα και την ελληνική κοινωνία εν συνόλω προς το δικό τους γήπεδο.

Ακολούθως, οι θεαματικές επιδείξεις της αλόγιστης πυγμής της εξουσίας που ξεκίνησαν από το 2019 παγίωσαν την εντύπωση της “αχρηστίας” των προκατόχων τους, ενώ μικρά λογιστικά κόλπα μετέτρεψαν τους αγανακτισμένους σε νοικοκυραίους, αφ’ ης στιγμής εκείνη η ξεχασμένη γκαρσονιέρα στα Πατήσια μπόρεσε να αξιοποιηθεί στο AirBnb ή να αγοραστεί από τον ξένο επενδυτή που πήρε κοψοχρονιά το οικοδομικό τετράγωνο. Οι δε ιδεολογικές διακηρύξεις λάμβαναν συνεχή ικανοποίηση από το ολόγραμμα της Παναγίας στη Βουλή, τα ανοιγμένα κεφάλια των φοιτητών που διαδηλώνουν και τις καθιερωμένες πτήσεις των πολεμικών αεροσκαφών πάνω από την Αθήνα. Στα χρόνια του μητσοτακισμού, ο κάθε όψιμος ή ανανήψας Δεξιός δέχεται ένα διαρκές μασάζ στον εγκέφαλο που τον γαληνεύει ακόμα κι όταν δυσκολεύεται να ψωνίσει στο σουπερμάρκετ.

Πρόκειται για τον ίδιο κόσμο που λίγα χρόνια πριν ψήφιζε -έστω και διστακτικά- Αριστερά, ζητούσε -έστω και άναρθρα- αναδιανεμητικές πολιτικές και κοινωνική δικαιοσύνη και είχε αποκηρύξει -έστω κατ’ όνομα- την πολιτική και επιχειρηματική τάξη της χώρας. Αυτό που παρεμβλήθηκε δεν ήταν μια ρητορική που του χάιδεψε τα αυτιά, αλλά αντιθέτως ένα ολοκληρωμένο σχέδιο που χτύπησε τη στιγμή που το προηγούμενο status quo βρισκόταν σε κρίση και αντέστρεψε το κοσμοείδωλο του κόσμου, δημιουργώντας ένα μαζικό, λυσσασμένα Δεξιό ακροατήριο.

Μόνο η ίδια τόλμη με άλλα χαρακτηριστικά, ένα πολιτικό πρόγραμμα που μετατοπίζει και μετασχηματίζει τον συνολικό διάλογο, θα μπορούσε να γεννήσει μια διάδοχη κατάσταση τώρα που ο μητσοτακισμός δείχνει σημάδια κρίσης. Και από αυτή την άποψη, ο μύθος της διεκδίκησης του “Κέντρου”, είναι από άχρηστος μέχρι ενεργητικά βλαβερός.

Τι δείχνουν, όμως, τα χθεσινά αποτελέσματα των εκλογών του ΠΑΣΟΚ, όταν βγάλουμε τον μύθο του “Κέντρου” από τη μέση; Ότι ο Ανδρουλάκης σημείωσε όποια δυναμική σημείωσε τα τελευταία χρόνια, όχι παρά το γεγονός ότι αντιπολιτεύτηκε τον Μητσοτάκη στις υποκλοπές, αλλά ακριβώς γι’ αυτό. Ωστόσο, το χθεσινό εσωκομματικό προβάδισμά του οφείλεται μάλλον περισσότερο στην ιδιότητα του πρώην γραμματέα του κόμματος, παρά σε αυτή του Προέδρου. Ως πρόσωπο, συνεχίζει να εκπροσωπεί τον στενό κομματικό μηχανισμό του ΠΑΣΟΚ, με τα καλά και τα κακά του.

Ο Δούκας οφείλει το σύνολο της δημοφιλίας του στην απόφαση που πήρε από την αρχή της κούρσας για τη δημαρχία της Αθήνας να αντιπολιτευτεί σκληρά την κυβέρνηση. Η προσπάθεια του να λειάνει αυτό το προφίλ διεκδικώντας -κατά γενική ομολογία πρόωρα- την ηγεσία του ευρύτερου χώρου του, ανέκοψε μερικώς την ορμή που είχε σημειώσει, αλλά η πρότερη τοποθέτησή του τον κατέστησε για μία ακόμα φορά φιναλίστ.

Ο Γερουλάνος που έχει επιδείξει μια υπομονετική αφοσίωση στη συσπείρωση ενός δικού του υποχώρου εντός της κεντροαριστεράς ανά τα χρόνια, βασανίζεται από την προσπάθεια να συνενώσει τα αγεφύρωτα διλήμματα που ταλανίζουν τον χώρο: είναι ανέφικτο μάλλον να είναι κανείς ταυτόχρονα συναινετικός και αντιπολιτευόμενος, συνετός και δυναμικός, “κεντρώος” και σοσιαλδημοκράτης, ελίτ και λαϊκός.

Η δε Διαμαντοπούλου εκπροσωπεί το βαθύτερο πρόβλημα του ΠΑΣΟΚ: τα απομεινάρια εκείνης της μάζας που τη δεκαετία του 2000 συνέκλινε πολιτικά και ιδεολογικά με τη Δεξιά, μέσω του Ακραίου Κέντρου, αλλά δεν βρήκε ποτέ το θάρρος να κάνει τη μετάβαση.

Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση συνεχίζει κανονικά – όσο “κανονικό” μπορεί να θεωρηθεί αυτό που κάνει, φυσικά.