«Δεν υπάρχουν κανόνες για να βγάλεις καλές φωτογραφίες. Υπάρχουν μόνο καλές φωτογραφίες» είχε πει κάποτε ο μεγάλος καλλιτέχνης Άνσελ Άνταμς. Και ο Μάικλ Όρμεροντ ήταν ένας μετρ της καλής φωτογραφίας. Τα έργα του δεν έλεγαν μόνο μυστικά, αλλά ιστορίες ολόκληρες – ιστορίες που οι περισσότεροι απέφευγαν να πουν ή δεν ήθελαν να μιλήσουν για αυτές. Και στα 44 χρόνια που έζησε, πρόλαβε με τον φακό του να «γράψει» το δικό του μυθιστόρημα.

Γεννημένος στο Τσεσάιρ στη βορειοδυτική Αγγλία το 1947, έζησε το μεγαλύτερο μέρος των παιδικών του χρόνων στο Νιούκαστλ, ωστόσο η «χώρα του» ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Εμπνευσμένος από φωτογράφους όπως ο Ρόμπερτ Φρανκ, ο Στίβεν Σορ και ο Τόνι Ρέι Τζόουνς, λίγο μετά που έκλεισε τα 30 του χρόνια αποφάσισε να εξερευνήσει τις ΗΠΑ. Ωστόσο, όχι εκείνη την πλευρά τους, που έβλεπαν όλοι στα μεγάλα περιοδικά της εποχής: ήθελε να βρει ιστορίες που έμεναν μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, να φωτογραφίσει την άγνωστη ζωή της Αμερικής.

Έτσι, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, θα νοικιάσει ένα βανάκι και έχοντας ως μπούσουλα το βιβλίο «Blue Highways» του Γουίλιαμ Λιστ, θα ξεκινήσει την εξερεύνησή του σε μια ξεχασμένη Αμερική. Πόλεις που είχαν «χαθεί» από τον χάρτη, παλιούς αυτοκινητόδρομους που κανείς δεν χρησιμοποιούσε, επιχειρήσεις στη μέση του πουθενά, φτωχές κοινωνίες που πάλευαν να τα βγάλουν πέρα θα κυριαρχήσουν στα έργα του.

Μέσα στη δεκαετία του ’80 θα ταξιδεύει όσο πιο συχνά μπορεί στις ΗΠΑ, γεμίζοντας το αρχείο του τόσο με έγχρωμες όσο και με ασπρόμαυρες εικόνες. Τη λάτρεψε την Αμερική ο Μάικλ Όρμεροντ και τον λάτρεψε και εκείνη: τόσο που δεν θέλησε να τον αποχωρηστεί ποτέ.

Στο τελευταίο του ταξίδι στις ΗΠΑ, τον Αύγουστο του 19911, ενώ διέσχιζε με το βαν του έναν ξεχασμένο αυτοκινητόδρομο στην Αριζόνα θα αφήσει την τελευταία του πνοή σε τρομακτικό τροχαίο. Ήταν μόλις 44 ετών, ωστόσο όσοι είχαν προλάβει να δουν τη δουλειά του, θα μιλήσουν για δυνατές, ωμές φωτογραφίες που αποτυπώνουν την αληθινή ζωή της καρδιάς της Αμερικής.

Ωστόσο, πέρα από το ταλέντο του Μίχαελ Όρμεροντ, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι ένας από τους πλέον υποτιμημένους φωτογράφους. Στα 33 χρόνια που έχουν περάσει από τον θάνατό του, μόνο δύο εκθέσεις με έργα του έγιναν στην Αγγλία, ενώ το 1993 κυκλοφόρησε το βιβλίο «States of America».

Αυτή την αδικία έρχεται τώρα να η Άλι Όρμεροντ, κόρη του αδικοχαμένου φωτογράφου. Εδώ και λίγες ημέρες κυκλοφορεί το «American Photographs», γεμάτο με εικόνες από το πλούσιο αρχείο του. Την τελευταία δεκαετία η Άλι, σε συνεργασία με τους Τζεφ Γουέστον και Άλαν Θόμπερν, έψαξε το έργο του πατέρα της και αποφάσισε να το παρουσιάσει το κοινό.

«Φτιάχνοντας αυτό το βιβλίο ήρθα σε επαφή με διάφορους ανθρώπους που τον γνώριζαν και κάπως έτσι έμαθα, πως εκτός από ένας καλός φωτογράφος ήταν και ένας πολύ καλός άνθρωπος» δήλωσε η Άλι και συμπλήρωσε: «Κατάφερα να μάθω τον πατέρα μου, μέσα από τη δουλειά του».

«Αυτές οι εικόνες περιγράφουν μια διαφορετική εποχή. Για να ‘γεννηθούν’ δεν χρειάστηκαν φίλτρα, παρά μόνο μια μηχανή και η ευφυΐα του φωτογράφου. Δεν έχουν χρησιμοποιηθεί ροζ φιμέ γυαλιά, μόνο ένα υπέροχο μάτι και μια αιχμηρή ευφυΐα. Δεν είμαι σίγουρος κατά πόσο ο Μάικλ καταλάβαινε που πήγαινε με το στυλ φωτογραφίας του, αλλά δεν έχει σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι αυτές οι εικόνες σε αυτό το βιβλίο» δήλωσε ο Τζεφ Γουέστον.

Δεδομένου ότι δεν βρέθηκαν σημειώσεις του Μάικλ Όρμεροντ, οι εικόνες στο βιβλίο δεν έχουν και λεζάντες. Όπως είπε και ο συγγραφέας Τζεφ Ντάιερ «αυτές οι φωτογραφίες είναι ελεύθερες».

//Το βιβλίο «American Photographs» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις RRB Photobooks.