[…]

Τα χρόνια πέρασαν σαν πνοή ανέμου πάνω απ’ την αιωνιότητα του Σέργιου και του Βάκχου. Χωρίς πια πολιτικούς περισπασμούς, αφιερώθηκαν στη ρουτίνα της δουλειάς τους: παρακλήσεις των πιστών, που έπρεπε να τις κρίνουν και να τις ικανοποιήσουν· ξομολογήσεις, που τις παρακολουθούσαν και συμβούλευαν κατάλληλα τους πνευματικούς· ιεροτελεστίες κάθε λογής —λειτουργίες, όρθροι, εσπερινοί, γάμοι, βαφτίσια, κηδείες και τα παρόμοια— που η μια διαδεχόταν την άλλη, σαν μονότονες χάντρες ατέλειωτου κομπολογιού. Ο Σέργιος άρχισε να βαρυέται. […] Ίσαμε τότε είχε τον πρώτο λόγο σ’ όλα τα πάντα, αφήνοντας στον Βάκχο ελάχιστα περιθώρια, αλλά κι’ ελέγχοντάς τον αυστηρά. Τώρα έπεσε σε αδράνεια κι’ αδιαφορία.

— Αρκετά πάσκισα τόσα χρόνια! είπε του Βάκχου. Η σειρά σου να σου βγη το λάδι.


Ο Βάκχος δεν είχε αντίρρηση· μα δεν είχε και μεγάλη πεποίθηση στον εαυτό του.

— Εν τάξει, Σέργιε. Ξεκουράσου. Αλλά πώς θα τα καταφέρω μόνος μου; Το μυαλό μου είναι λειψό, και τους κανόνες δεν τους καλοξέρω…

— Τάχεις τετρακόσια· και τους κανόνες ξέχασέ τους. Ενέργησε κατά συνείδηση.

— Δεν θα με συμβουλέψης;

— Ποτέ! Θα τα βγάλης μόνος σου πέρα.

Και τάβγαλε μόνος του πέρα. Το πώς, είναι άλλου παπά Βαγγέλιο. Οπωσδήποτε, σύντομα μαθεύτηκε ότι στο ναό των αγίων Σεργίου και Βάκχου λάβαιναν χώρα παράξενα γεγονότα. Δηλαδή απαξάπαντες οι ιερείς εξέφραζαν γνώμες αλλόκοτες, επαναστατικές· και με ανάλογο πνεύμα συμβούλευαν το ποίμνιό τους. Οι φήμες έφτασαν ως τ’ αυτιά του πατριάρχη, ο οποίος ανέθεσε σ’ έναν επίσκοπο να διεξαγάγη ανακρίσεις.

[…]

Μα το κακό δεν σταμάτησε εκεί. Μαθεύτηκε πως στο ναό των Αγίων Σεργίου και Βάκχου παρακλήσεις λογικώτατες έμεναν ανικανοποίητες, ενώ ικεσίες παράλογες εκπληρώνονταν. Λόγου χάρη, μια μητέρα γύρεψε να μην παντρευτή ο γυιος της τη γυναίκα που αγαπούσε, επειδή, λέει, ήταν φτωχή. Ο γυιος της δίσταζε, λέει, στο τσικ ήταν να την παρατήση. Μια μικρή προσπάθεια των αγίων Σεργίου και Βάκχου , κι’ ο γάμος δεν γινόταν. Αν, λέει, έκαναν το θάμα η μητέρα θα τους άναβε δυο λαμπάδες ψηλές σαν το γυιο της, χοντρές σαν το μερί του.


Ο Βάκχος γίνηκε έξω φρενών.

— Δεν φτάνει που μας γυρεύει πράγματα ανήθικα, μα προσπαθεί κιόλας να μας δωροδοκήση! Για πόσο ταπεινούς μάς έχει; Πώς της πέρασε η ιδέα ότι φραινόμαστε οσφραινόμενοι τη μυρουδιά αναμμένων λαμπάδων; (Νάταν τουλάχιστο από αγνό κερί! Μα τις νοθεύουν οι αλιτήριοι με ξύγκι, και βρωμοκοπάν!) Ε, όχι! Θα της δώσω ένα καλό μάθημα της παραδόπιστης!

Παίρνει μορφή σεβάσμιου ιερέα· και πηγαίνει και βρίσκει τον αμφιρρέποντα γυιο της γριάς.

— Ντροπή σου! του λέει. Να ξεπλανέψης μια τίμια και φτωχή κοπέλλα, και να την παρατήσης σύξυλη επειδή είναι φτωχή! Δεν έχεις τσίπα; Φτου σου, αλιτήριε! Αν δεν την πάρης, θα σε καταραστώ να έχης κέφι για γυναίκα και, τη στιγμή που θα την πλησιάζης, ν’ αμποδένεσαι (σ.σ. να καθίστασαι ανίκανος για ερωτική συνεύρεση). Ρεζίλι θα γίνης!

Τρόμος τον έπιασε το νεαρό, γιατί, σαν όλο τον κόσμο, ήταν φοβερά προληπτικός. Και δίχως αργοπορία, παντρεύτηκε τη φτωχή κοπέλλα. Φυσικά, η μάνα του γίνηκε θεριό. Μια και δυο πηγαίνει στην εκκλησιά, στέκεται προκλητική μπροστά στο κόνισμα των αγίων Σεργίου και Βάκχου, βάνει το χέρι στο γοφό, ανοίγει το στόμα και βγάζει τον αγλέουρα.

— Άλλα σας περικάλεσα κι’ άλλα κάνατε! Μωρέ άγιοι είσαστ’ εσείς ή σατανάδες;

Το Σέργιο τον άφησαν απαθή οι βρισιές της. Ο Βάκχος όμως πήρε το πράμα αλλοιώς. Με το αόρατο δάχτυλό του της δίνει μια στο συκώτι και της κόβει τη χολή. Έχυσε χρυσή, η παλιόγρια, κι’ έμεινε ένα μήνα κρεβατωμένη.

Άλλη μια φορά, έρχεται μια κοπελλίτσα, ως δεκαοχτώ χρονώ, και κάνει την εξής ικεσία:

— Άγιοί μου παντοδύναμοι! Εγώ, παιδούλα ακόμα, μπήκα υπηρέτρια στο σπίτι του άρχοντα Σπυρίδωνα Δαφνομήλη. Παντρεμένος ήταν μα παιδιά δεν είχε. Δεν πέρασε πολύς καιρός, κι’ η αφέντρα μου μας άφησε χρόνους. Την έκλαψε πικρά ο άντρας της· μα κάποτε παρηγορήθηκε και μου λέει: «Ελενίτσα, έχω μεγάλο καημό για παιδί. Η μακαρίτισσα ήταν στείρα· εσύ καρπερή φαίνεσαι. Αν μου κάνης παιδί, θα σε παντρευτώ». Το σκέφτηκα έτσι, το σκέφτηκα κι’ αλλοιώς. Μεγαλούτσικος ο αφεντικός, γύρω στα εξήντα, μα ομορφάντρας και καλοστεκούμενος· και παράς με ουρά! Μικρό πράμα τόχεις, εγώ, η μη έχουσα πού την κεφαλή κλίναι, να γίνω κυρία Δαφνομήλη, πρώτη αρχόντισσα; Το λοιπόν, πάνε δυο χρόνια τώρα που πλαγιάζω μαζί του, κι’ ακόμα τίποτα! Κάντε το θάμα σας, καλοί μου άγιοι!


Την ίδια νύχτα, ο Βάκχος τής παρουσιάζεται καθ’ ύπνους.

— Άκουσα την παράκλησή σου, Ελενίτσα, κι’ έρχομαι να σε μαλώσω. Δεκάξη χρονώ εσύ, εξήντα αυτός· δε σιχάθηκες;

ΕΛΕΝΗ: Αχ, καλέ μου άγιε! Είναι κάτι εξηντάρηδες…

ΒΑΚΧΟΣ: Δηλαδή δεν τόκανες μονάχα από συμφέρο; Σου άρεσε κιόλας ο μπαμπόγερος;

ΕΛΕΝΗ: Να σου πω, αν δεν ήταν το συμφέρο, ποτέ δεν θα το παραδεχόμουν. Μα να πω πως δεν μου αρέσει, θα ήταν ψέμα…

ΒΑΚΧΟΣ: Χμ… Έχεις μερικά ελαφρυντικά· γιατί αν ελαυνόσουν μονάχα από συμφέρο, θα ήσουν πολύ κατακριτέα… Τώρα, τι θάμα θες να κάνω; Εκεινού ο σπόρος είναι ζούφιος, λόγω προχωρημένης ηλικίας. Να τον ξανακάνω νέο, μη μου το ζητάς· είναι πολύ μεγάλο θάμα, που ξεπερνάει τη δικαιοδοσία μου… Ξέρεις τι λέω; Να του παρουσιαστώ κατ’ όναρ (σ.σ. στον ύπνο, σε όνειρο) και να του πω: «Ντροπή σου να ξεπλανέψης ένα φτωχό κορίτσι! Παιδί να σου κάνη, αποκλείεται. Χρέος όμως έχεις να τη στεφανωθής, μια και την κατάστρεψες!»

ΕΛΕΝΗ: Ξέρεις τι θα σου αποκριθή;

ΒΑΚΧΟΣ: Τι;

ΕΛΕΝΗ: «Σάματις μονάχα μια αγαπητικιάν έχω; Άν πρόκειται να παντρευτώ όσες κατάστρεψα, θάπρεπε να γίνω  μουσουλμάνος και να κάνω χαρέμι!»

ΒΑΚΧΟΣ: Μπράβο! Για εξηντάρης βαστιέται μια χαρά!

ΕΛΕΝΗ: Αχ, ναι! Είναι πολύ εν τάξει!

ΒΑΚΧΟΣ: Μόνο που η δραστηριότητά του πάει στα κούφια… Τι να σου πω κι’ εγώ; Είσαι σίγουρη πως αν μείνης έγκυος θα σε παντρευτή;

ΕΛΕΝΗ: Εκατό τα εκατό. Έχει τέτοια λαχτάρα για παιδί!


Ο Βάκχος έξυσε το κεφάλι του, πολύ περιπλεγμένος· κι’ είπε:

ΒΑΚΧΟΣ: Ε! Κάνε του ένα! Να ησυχάσης κι’ εσύ κι’ εκείνος!

ΕΛΕΝΗ: Μα πώς; Πώς;

ΒΑΚΧΟΣ: Με τον κανονικό τρόπο που γίνονται τα παιδιά. Θα μου πης: είναι σωστό να τον ξεγελάσης, και να του πασσάρης το παιδί του αλλουνού για δικό του; Θα ήταν ανήθικο από μέρους σου, αν σε είχε παντρευτή. Μα η συμφωνία που σε εξανάγκασε να κάνης είναι όσο δεν παίρνει ανήθικη. Κατερράκωσε, ο ασεβής, τον ιερό θεσμό του γάμου, μοιχευόμενος και μοιχεύοντας ένα άπραγο κοριτσάκι. Πρώτα παντρεύεσαι τη γυναίκα σου, κι’ ύστερα της κάνης παιδιά. Ελενίτσα μου, ας κυττάξουμε το ζήτημα πιο ανθρωπιστικά. Ο Δαφνομήλης θα νοιώση μεγάλη ευτυχία αποχτώντας παιδί. Τι κι’ αν η ευτυχία σου θεμελιώνεται σε πλάνη; Κάνε τον πατέρα, Ελενίτσα! Κάνε τον πατέρα!

Έτσι, σε αρκετά προχωρημένη ηλικία, ο άρχοντας Σπυρίδων Δαφνομήλης έγινε πατέρας ενός τρισχαριτωμένου αγοριού. Σαν τίμιος άνθρωπος κράτησε την υπόσχεσή του και παντρεύτηκε την Ελενίτσα. Κι’ εκείνη του είπε:

— Σπυράκη! Το παιδί μας χρωστιέται σε θάμα του άη Βάκχου, που φλογερώτατα τον ικέτεψα και που ο ίδιος ήρθε στ’ όνειρό μου, και μου υποσχέθηκε να εκπληρώση τη λαχτάρα μας. Πρέπει λοιπόν το γιόκα μας να τον βαφτίσουμε Βάκχο και να κάνουμε μεγάλη δωρεά στο ναό του άγιου πάτρωνά του.

Έτσι γίνηκε· κι’ ο Βάκχος —ο άγιος— έλεγε στο Σέργιο:

— Εφτακόσια χρόνια άγιος, και δεν βρέθηκε ένας χριστιανός να δώση τ’ όνομά μου στο παιδί του! Έπρεπε να ενεργήσω όπως ενήργησα —όχι πολύ ορθόδοξα— για ν’ αποχτήσω ένα συνονόματο. Μυστήριος που είναι ο κόσμος!

*Απόσπασμα από το συγγραφικό έργο του Μ. Καραγάτση «Σέργιος και Βάκχος» (1959), ένα τολμηρό παιχνίδισμα φαντασίας και ιδεών, μια μυθιστορηματική χρονογραφία που αντλεί την υπόθεσή της από το Βυζάντιο και εξιστορεί με μοναδικό τρόπο —άλλοτε σοβαρό και άλλοτε ευτράπελο— αιώνες ζωής του ελληνισμού. Οι Άγιοι Σέργιος και Βάκχος παρακολουθούν με άγρυπνο μάτι την πορεία της ρωμιοσύνης αλλά και ολόκληρης της οικουμένης, τη σχολιάζουν και την κρίνουν.

Το ανωτέρω κείμενο, καθώς και οι απεικονισμένες σκηνές διά χειρός του αειμνήστου Μέντη Μποσταντζόγλου («του ευσεβούς» ή «του θεοσεβούς», όπως υπογράφει ο ίδιος), προέρχονται από το φύλλο του «Ταχυδρόμου» που είχε κυκλοφορήσει το Δεκαπενταύγουστο του 1959 (την εποχή κατά την οποία το μυθιστόρημα βρισκόταν ακόμα υπό έκδοση) και περιελάμβανε δύο από τα πιο σπαρταριστά κεφάλαια του έργου του Καραγάτση.

Στις 7 Οκτωβρίου εορτάζεται από την Εκκλησία η μνήμη των Αγίων Σεργίου και Βάκχου, που μαρτύρησαν για την πίστη τους.