Ο πολιτικός στοχασμός είναι είδος σπάνιο στον τόπο μας· και τούτο από τις αντιφάσεις μας: λαός με μεγάλη πολιτική απασχόληση, αδιάφορος για τον πολιτικό στοχασμό, καθώς είναι γεμάτος ιστορική απασχόληση, ενώ συνάμα του λείπει η αίσθηση που καλλιεργεί την παράδοση. Στην πολιτική μας ζωή τα προτερήματα και τα ελαττώματά της προέρχονται ιδίως από ικανότητα για αυτοσχεδιασμό, από ετοιμότητα νου, από οξύτητα στην αντίληψη και όχι καθόλου από υπερβολή προκατεστημένων σχημάτων ή από έγκαιρη σύλληψη ενός σχεδίου. Αυτός, ιδιαίτερα, ο αυτοσχεδιασμός αποτελεί μια καταπληκτική δύναμη και συνάμα μια θλιβερή αδυναμία του νέου ελληνισμού.  Δύναμη, όμως, αναγκαία μόνο σε περιπτώσεις όπου η πρόβλεψη δεν θα μπορούσε να υπάρξει· και σε τέτοιες ώρες δείχνουμε, πραγματικά, εξαίρετες αρετές: εκεί μέσα έχουμε συνάμα και την γρήγορη προσαρμοστικότητα και την άμεση, αποτελεσματική αντίδραση. Αλλά στις άλλες ώρες, εκεί όπου έπρεπε έγκαιρα να είχε προβλεφθεί και μελετηθεί ένα ζήτημα, θλιβερό είναι το θέαμά μας όταν προσπαθούμε να αναπληρώσουμε την ανεπάρκειά μας με την ασάφεια, την μετατόπιση των προβλημάτων, την ανειλικρίνεια, την νευρικότητα. Από τέτοια ατυχήματα, των οποίων κάποτε οι συνέπειες είναι σημαντικές, θα μπορούσε να μας απαλλάξει η επιμελημένη προμελέτη των προβλημάτων και στην γενικότητα και στην μετριότητα του κάθε ζητήματος· και η φιλοσοφική δηλαδή τοποθέτηση, και η επιστημονική εδραίωση.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 13.6.1952, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Βέβαια, μια τέτοια θεώρηση των πολιτικών πραγμάτων μάς ανάγει άμεσα στο κεντρικό θέμα της ανθρώπινης δράσης, στην δυνατότητα της αναγωγής των θεωριών σε ενέργεια. Θεωρητικά δεν βρίσκω ούτε την θέση ούτε την αφορμή κατάλληλες για να συζητηθεί το ζήτημα τούτο· ωστόσο, εμπειρικά, όπως ο παλαιός φιλόσοφος επερπάτησε για να αποδείξη την κίνηση, παρόμοια θα μπορούσαμε να κοιτάξουμε γύρω μας όλες τις μεγάλες επιτεύξεις όσες προέρχονται από την ορθή σύλληψη των φαινομένων. Άλλωστε, προκειμένου ιδιαίτερα για την πολιτική πράξη, εύκολο είναι να προϋπολογίσει κανείς και στο ενδιάμεσο στάδιο, όπου η σκέψη του ενός γίνεται στον άλλον συναίσθημα για να μεταβληθεί τελικά σε ενέργεια.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 13.6.1952, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ο Κ. Τσάτσος στο καινούριο του έργο «Ελληνική πορεία» έχει προλογίζοντας μιαν εξαιρετικά ωραία διατύπωση, της οποίας πολύ συχνά είχα αισθανθεί την ανάγκη: «ξέρω πόσο μάταιο είναι να κερδίζει κανείς πιστούς με τεχνάσματα»· σωστά, και κανείς δεν θα επικροτούσε πιο θερμά από μένα μια τέτοια σκέψη. Προκειμένου όμως για την επιστήμη, για την αφαίρεση, κριτικήν ή άλλην· γιατί στα πράγματα της πολιτικής δεν πρόκειται μόνο για πειθώ, αλλά και για γοητεία στην ακριβέστερη σημασία του όρου: ο διδάσκαλος προσπαθεί να πείσει, ενώ ο πολιτικός ρήτορας έχει έργο να παρασύρει. Για τούτο και ανάμεσα στις αρετές του πολιτικού έχουμε κάθε δικαίωμα να εντάξουμε ιδιότητες που είναι περιττές ή και βλαβερές για τον θεωρητικό: γοητεία, ακτινοβολία, προβολή του συναισθηματισμού.

Τούτο μας οδηγεί σε μια διάκριση αναγκαία: τον πολιτικό στοχασμό μπορεί να τον ασκήσει είτε ο πράκτης της πολιτικής είτε ο θεωρητικός της, εκείνος που δεν μετέχει καθόλου στην πολιτική ενέργεια. Και το ένα και το άλλο σπανίζουν σ’ εμάς. Χαρακτηριστικό όμως είναι ότι τελικά μπορούμε πότε-πότε, αρχίζοντας από τον Δραγούμη, να βρούμε έναν πολιτικό που να εκθέτει ή που να έχει εκθέσει κάποτε την φιλοσοφία του ή τις θεωρητικές προϋποθέσεις των πράξεών του· ενώ εκείνοι πλέον που μετριούνται στα δάχτυλα είναι όσοι χωρίς ποτέ να αναμιχθούν στα πολιτικά έχουν γράψει σχετικές θεωρητικές μελέτες: πόσους θα μπορούσε κανείς να σημειώσει δίπλα στον Περικλή Γιαννόπουλο; Κι ακόμη, αναρωτιέμαι μήπως και στις περιπτώσεις αυτές όσοι έμειναν έξω από την πολιτική ενέργεια, απλώς δεν επρόφθασαν ή δεν μπόρεσαν να πολιτευθούν. Φαίνεται ότι η πολιτική έχει μια χάρη ιδιαίτερη, που όποιος την γευθεί, ας είναι και μόνο από μακρυά δοκιμάζοντάς την, με την θεωρία και την έρευνα, δύσκολα αντιστέκεται ύστερα στον πειρασμό μιας πιο άμεσης επαφής με τους πολιτικούς αγώνες.


Στην κατηγορία αυτήν των θεωρητικών που καταλήγουν στην πράξη ανήκει και ο σημερινός συγγραφέας μας, ο Κ. Τσάτσος· χαίρεται πάντως κανείς στην περίπτωσή του να διαπιστώνει ότι οι πολιτικές φροντίδες δεν τον απέτρεψαν από την θεωρία, καθώς πρόσφατα το εφανέρωσαν και τα μαθήματά του στο «Αθήναιο» και άλλες ανάλογες εκδηλώσεις του· όσο για το καινούριο του βιβλίο, αποτελεί τον μεταβατικό κρίκο ανάμεσα στους δύο κύκλους μέσα στους οποίους κινείται ο Τσάτσος: θεωρία και πράξη. Εμένα τα βιβλία του τύπου αυτού πολύ μου αρέσουν, γιατί αδιάκοπα αισθάνομαι την ανάγκη για θεωρητική δικαιολόγηση των πολιτικών τάσεων ακόμη και όταν δεν τις συμμερίζομαι.


Στο έργο που παρουσιάζεται σήμερα εμπρός μας χαιρόμαστε να βλέπουμε τη συγκροτημένη μεθοδολογικά σκέψη στην υπηρεσία των πολιτικών πραγμάτων. Αγκαλά και (σ.σ. αν και, μολονότι) ο τόμος αποτελείται από παλαιότερες μικρές εργασίες διαρθρωμένες σε σύνολο, δεν μας δίνει την αίσθηση του ψηφιδωτού, γιατί είναι φανερό ότι οι επί μέρους εργασίες αυτές έχουν προέλθει από μιαν άρτια εσωτερική συγκρότηση, και συνεπώς είχαν προκαθορισμένη την οργανική τους θέση μέσα στο βιβλίο. Η ποικιλία σχετικά με την προέλευση γίνεται φανερή μόνο στο ύφος και κάποτε και στην γλώσσα των διαφόρων κεφαλαίων· αλλά το ένα, εκείνο που υπερνικάει την διάσπαση, είναι η απασχόληση για τα πνευματικά, η πίστη στην αξία των ιδανικών του πολιτισμού μας. Αυτές οι απόψεις, όταν υποστηρίζονται από ανθρώπους σαν και μας, πάντοτε μας ικανοποιούν, αλλά μας αφήνουν και κάπως συλλογισμένους: είμαστε από την ίδια μεριά και έχουμε τις ίδιες γνώμες· το σπουδαίο είναι όταν τις υποστηρίζουν άνθρωποι που έχουν επάγγελμά τους τα κοινά.


Έτσι, το βιβλίο δικαιολογεί ουσιαστικά τον τίτλο του, επιτελεί δηλαδή μιαν ελληνική πορεία, μιαν έρευνα μέσα στον κόσμο των ιδεών, της πείρας και, ως ένα σημείο, της ιστορίας, με σκοπό την εξακρίβωση της ουσίας του ελληνισμού. Ο λόγος είναι μεγάλος και το έργο δύσκολο· όμως, όσο μπορώ εγώ να εκτιμήσω, και στα σημεία όπου μπορώ να έχω γνώμη, νομίζω ότι ο Τσάτσος πετυχαίνει εδώ μιαν αξιόλογη σύνθεση που συμπλέκει αρμονικά την γνώση με την δεοντολογία. Πολύ συχνά στους ανθρώπους όσοι έχουν έργο την αφαίρεση, υπάρχει μια τάση να ερμηνεύσουν την γένεση των φαινομένων αντί να εξαγάγουν το φιλοσοφικό τους νόημα ή αντί απλώς να τα περιγράψουν· είναι αυτή η ιστορική δικαίωση, η χρήσιμη, η απαραίτητη, αλλά που κρύβει κιόλας και κάποιους κινδύνους προκειμένου για την άμεση ενέργεια. Αν είναι ελάττωμα η τροπή αυτή του νου, για τον άνθρωπο που ασχολείται όχι μόνο με την πολιτική θεωρία αλλά και με την πολιτική πράξη, το ελάττωμα αυτό δεν το έχει ο Τσάτσος· αντίθετα, μάλιστα, συχνά η σκέψη του κυριαρχείται από ωμό πραγματισμό. Όμως, αυτά θα έχουμε κι άλλες αφορμές να τα συζητήσουμε· για την ώρα ας χαιρόμαστε που υπάρχουν τέτοια βιβλία, συσταίνοντας και σ’ άλλους το διάβασμά τους, γόνιμο σε απόψεις και σε αντιλογίες χρήσιμες.

*Επιφυλλίδα του Κ. Θ. Δημαρά (1904-1992), του σημαντικότερου μελετητή του Νέου Ελληνισμού, που έφερε τον τίτλο «Ελληνική πορεία» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 13 Ιουνίου 1952.


Ο Κ. Θ. Δημαράς

Ο πρώην Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας (1975-1980) Κωνσταντίνος Τσάτσος, διαπρεπής νομικός, φιλόσοφος, συγγραφέας και πολιτικός ανήρ, γεννήθηκε στην Αθήνα την 1η Ιουλίου 1899 και απεβίωσε στην ίδια πόλη στις 8 Οκτωβρίου 1987.


Ως κορυφαίος διανοούμενος και υπέρμαχος της ευρωπαϊκής ιδέας, ο ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Τσάτσος συνέγραψε πλήθος επιστημονικών πραγματειών, νομικών και φιλοσοφικών συγγραμμάτων, καθώς και λογοτεχνικών έργων (μεταξύ όλων αυτών, την προαναφερθείσα «Ελληνική πορεία», που εκδόθηκε το 1952).