Μακροβιότατο γλωσσικό σύστημα, η αιγυπτιακή έχει την πλέον μακρά γραπτή ιστορία από το σύνολο των γλωσσών ολόκληρης της οικουμένης. Η λεγόμενη αρχαία αιγυπτιακή, η γλώσσα του Αρχαίου Βασιλείου, απαντά σε σύντομα ιερογλυφικά κείμενα αρκετά πριν από την έλευση της τρίτης χιλιετίας π.Χ., σε μεγαλύτερες δε επιγραφές λίγο μετά το 3000 π.Χ. Η γλώσσα αυτή κάλυψε ουσιαστικά ολόκληρη την τρίτη χιλιετία π.Χ., αφού αντικαταστάθηκε από τη μέση αιγυπτιακή περί το 2000/1900 π.Χ. Η τελευταία, που θεωρείται ως κλασική φάση της αιγυπτιακής, υπήρξε κατ’ αρχήν η γλώσσα του Μέσου Βασιλείου (περίπου 1900-1650 π.Χ.), αλλά παρέμεινε σε χρήση –σε μνημειακές επιγραφές και σε άλλα επίσημα κείμενα– και σε πολύ μεταγενέστερες περιόδους, έως την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Ωστόσο, από τα μέσα περίπου της 2ης χιλιετίας π.Χ. έκανε την εμφάνισή της σε κείμενα μια νέα φάση της αιγυπτιακής, ως αποτέλεσμα των αλλαγών που σημειώνονταν στην ομιλούμενη γλώσσα – αλλαγών που οδήγησαν σύντομα σε μια σοβαρή απόκλισή της από την επίσημη γλώσσα. Έτσι, τη μέση αιγυπτιακή, που διέθετε το κύρος της θρησκείας και της παράδοσης (θα μπορούσε να παραλληλιστεί τρόπον τινά με τη δική μας καθαρεύουσα), διαδέχτηκε η αποκληθείσα ύστερη αιγυπτιακή. Οι διαφορές ανάμεσα στις δύο αυτές φάσεις της αιγυπτιακής γλώσσας είναι παρεμφερείς με αυτές που διακρίνουν είτε τη λατινική από την ιταλική είτε τη μέση αγγλική από την αγγλοσαξονική γλώσσα.

Κατά τη διάρκεια της πορείας της ανά τους αιώνες η αιγυπτιακή γλώσσα ουδέποτε βρέθηκε απομονωμένη. Αντιθέτως, ενσωμάτωσε δάνειες λέξεις από άλλες γλώσσες, προπάντων στο διάστημα της αιγυπτιακής κυριαρχίας στην Ασία, όταν απορρόφησε πληθώρα σημιτικών λέξεων από τη Συρία και την Παλαιστίνη. Εξάλλου, στη λεγόμενη Ύστερη Περίοδο της αρχαίας Αιγύπτου (664-525 π.Χ.) εισήλθαν στην υπό εξέταση γλώσσα πολλοί όροι της αραμαϊκής, ενώ μετά την κατάκτηση της περιοχής από τους Πέρσες (αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών) το 525 π.Χ. προστέθηκαν ορισμένες περσικές λέξεις. Στα χρόνια της Ύστερης Περιόδου η μέση αιγυπτιακή, γραμμένη σε ιερογλυφική γραφή, εξακολούθησε –όπως προείπαμε– να χρησιμοποιείται σε βασιλικές επιγραφές και σε ιερατικά κείμενα, αλλά η ομιλούμενη γλώσσα γραφόταν πλέον σε μια απλοποιημένη μορφή των ιερογλυφικών, την αποκαλούμενη δημοτική. Η εν λόγω γραφή ήταν εκείνη που εξυπηρετούσε την πλειονότητα των αναγκών και δραστηριοτήτων που δε σχετίζονταν με τη θρησκεία.

*Στη φωτογραφία του παρόντος άρθρου, δείγμα αιγυπτιακής ιερογλυφικής γραφής, που ανάγεται στην 20ή Δυναστεία και αναφέρεται στον Ραμσή Γ’ (Βρετανικό Μουσείο).