Ζωή στο θάνατο
Για το βιβλίο του Ντιντιέ Εριμπόν «Η ζωή, τα γηρατειά και ο θάνατος μια γυναίκας του λαού»
- «Υπάρχει θέμα» με το «De Grece» – Πυρά κομμάτων με το επίθετο που διάλεξαν οι Γλύξμπουργκ
- Βίντεο ντοκουμέντο λίγο μετά τη δολοφονία της Ράνιας στην Κρήτη - «Σκότωσα τον πατέρα μου» έλεγε ο δράστης
- Οι «must» προορισμοί για τα Χριστούγεννα - Ποιες περιοχές μαγνητίζουν το ενδιαφέρον
- «Συνεργαζόταν με Τούρκους για να με σκοτώσουν» - 10 μέρες σχεδίαζε τη δολοφονία του 52χρονου ο δράστης
Η μητέρα μου δεν πέθανε σε μια «Μονάδα Φροντίδας Ηλικιωμένων» στη γαλλική επαρχία, όπως συνέβη με τη μητέρα του Ντιντιέ Εριμπόν. Πέθανε στο διαμέρισμα όπου έμενε, δυο ορόφους κάτω από το δικό μας, όπου τη φρόντιζε με επιμέλεια μια κυρία από τη Γεωργία. Ούτε έζησα την εμπειρία του να προσπαθείς να πείσεις έναν άνθρωπο να πάει σε ένα χώρο που κατεξοχήν ορίζεται ως «τελευταίος σταθμός» και όπου όσοι βρίσκονται εκεί πολύ συχνά απλώς εγκαταλείπουν αυτή την προσπάθεια επιβίωσης. Έζησα, πάντως, την οδυνηρή αίσθηση να βλέπεις κάποια να φθίνει όπως και να συνειδητοποιείς ότι ο θάνατος της σήμαινε την αποκοπή, όπως γράφει κάπου ο Εριμπόν, από την οικογενειακή γενεαλογία, από τη ζωντανή παρουσία που υπογράμμιζε το παρελθόν από το οποίον προέρχομαι.
Όμως, το βασικό ερώτημα που απασχολεί τον Εριμπόν στο βιβλίο του «Η ζωή, τα γηρατειά και ο θάνατος μια γυναίκας του λαού», που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Νήσος, σε μετάφραση του Γιάννη Στεφάνου, δηλαδή το εάν μπορούν οι ηλικιωμένοι πραγματικά να μιλήσουν και να σπάσουν τη συνθήκη αποκλεισμού που αντιμετωπίζουν ως υποκείμενα (και όχι αντικείμενα φροντίδας ή διαχείρισης), ήταν πάντα εκεί, πριν και μετά το τραύμα που αναπόφευκτα συνεπάγεται ο θάνατος ενός γονέα. Έστω και ως ένα φόντο από το οποίο θέλουμε να αποστρέψουμε το βλέμμα μας, γιατί μέσα μας σκεφτόμαστε ότι στον πυρήνα αυτών που θα ήθελαν να πουν βρίσκεται μια υπαρξιακή αγωνία στην οποία εμείς λίγα έχουμε να προσφέρουμε (όταν βέβαια απλώς δεν θέλουμε να την αφήσουμε να ξυπνήσει τους δικούς μας ενδόμυχους φόβους) και στην οποία πιστεύουμε ότι επαρκώς απαντάει η προσφορά ανακουφιστικής φροντίδας. Όμως, αυτό που κατεξοχήν απουσιάζει είναι η δυνατότητα να γίνουν υποκείμενα του δικού τους λόγου. Ενός λόγου, που όπως ισχύει σε τελική ανάλυση με κάθε λόγο, είναι πολιτικός.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Εριμπόν, ένας από τους σημαντικότερους κοινωνιολόγους της εποχής μας, γράφει με επίκεντρο την οικογενειακή του ιστορία. Ένα από τα πιο γνωστά βιβλία του είναι το «Επιστροφή στη Ρενς» (στα ελληνικά κυκλοφόρησε το 2020, σε μετάφραση Γιάννη Στεφάνου από τις εκδόσεις νήσος) όπου με αφετηρία την προσωπική αφήγηση της επιστροφής στη γενέτειρά του στη βόρεια Γαλλία, στρέφεται όχι απλώς στην οικογενειακή ιστορία, αλλά και σε έναν ολόκληρο κόσμο, αυτόν της εργατικής τάξης, που ήταν το φόντο των παιδικών του χρόνων, για να μιλήσει για την κοινωνική αναπαραγωγή και τον κοινωνικό αποκλεισμό, τον ρατσισμό και την ομοφοβία, προσπαθώντας ως αριστερός και γκέι διανοούμενος να ανασυγκροτήσει το πώς αυτοί οι άνθρωποι διαμορφώθηκαν, αντιμετωπίζοντας του ως υποκείμενα, ακόμη και όταν προσπαθεί να εξηγήσει πώς μετατοπίστηκαν στην ακροδεξιά (βοηθώντας ανάμεσα στα άλλα και στην κατανόηση της ανόδου του Εθνικού Μετώπου / Εθνικού Συναγερμού).
Ο Εριμπόν παρατηρεί την εμπειρία της μονάδας φροντίδας ηλικιωμένων και τον τρόπο που υποβιβάζει τους ηλικιωμένους σε μια κατάσταση ατομικοτήτων, αποκομμένων από τις προηγούμενες επαγγελματικές, κοινωνικές ή ακόμη και οικογενειακές εντάξεις τους, ενώ παρατηρεί και τις ιδιότυπες αναλογίες ανάμεσα στο γηροκομείο και το εργοστάσιο αφού και στα δύο κυριαρχούν οι περιορισμοί και η «πειθαρχία». Με τη διαφορά, όμως, η ότι αποκοπή από την προηγούμενη ζωή έρχεται να επιταχύνει τη συρρίκνωση της κατά τον Έρβινγκ Γκόφμαν «επικράτειας του εαυτού», με αποτέλεσμα συχνά αυτό που περιγράφεται ως «σύνδρομο παραίτησης», όταν δηλαδή ένας ηλικιωμένος αρνείται πλέον να παλέψει για να παραμείνει στη ζωή.
Όμως, ο Εριμπόν δεν περιορίζεται μόνο να σχολιάσει τα προβλήματα του εγκλεισμού στα γηροκομεία, με όλα τα προβλήματα που συνεπάγεται η υποχρηματοδότηση των δομών αυτών. Κυρίως η αγωνία του είναι να δώσει το λόγο στη μητέρα και κατ’ επέκταση στους ηλικιωμένους. Να τους αντιμετωπίσει ως υποκειμενικότητες σε όλη τη συνθετότητα και την ιστορικότητα του καθορισμού τους. Γι’ αυτό και ανασυνθέτει με επιμέλεια την ερωτική ιστορία που βίωσε η μητέρα του, στα 80, μετά το θάνατο του πατέρα του, αρνούμενος να την περιγράψει ως παράλογη.
Μια γυναίκα της εργατικής τάξης
Γι’ αυτό τον λόγο και επιστρέφει στην ίδια την ιστορία και την εμπειρία της μητέρας του, μια γυναίκα της βιομηχανικής εργατικής τάξης, όχι ιδιαίτερα πολιτικοποιημένη, αλλά ενταγμένη στο πλέγμα των πρακτικών, εργασιακών, συνδικαλιστικών και πολιτικών που διαμόρφωναν μια ισχυρή εργατική ταυτότητα που αποδιαρθρώθηκε μέσα από αλλεπάλληλα κύματα παραγωγικών αναδιαρθρώσεων και αποβιομηχάνισης. Επιστρέφει σε μια προσπάθεια να κατανοήσει το γιατί μια τέτοια γυναίκα, που μπορούσε να απεργεί μαζί με τους μετανάστες συναδέλφους της, υιοθέτησε αργότερα ένα ολόκληρο φάσμα από ρατσιστικά στερεότυπα και να ψηφίζει δεξιά, όχι για να την επικρίνει – παρότι αναφέρει πώς κάποιες φορές ο ρατσισμός της ξεπερνούσε την ανοχή του – αλλά περισσότερο για να ψηλαφίσει μια ολόκληρη ιστορία συγκρότησης και διάλυσης μιας εκδοχής εργατικής τάξης και να ερμηνεύσει τέτοιες μετατοπίσεις υπό το πρίσμα μιας δομικής συνθήκης αδυναμίας.
Γι’ αυτό και μπορεί να θέτει τα κρίσιμα ερωτήματα: «Που βρίσκονται σήμερα οι εργάτες; Οι περισσότερο έχουν πεθάνει. Που βρίσκονται τα παιδιά τους, τα εγγόνια τους; Σίγουρα καταλαμβάνουν επισφαλείς, προσωρινές θέσεις εργασίας, όταν δεν είναι μακροχρόνια άνεργοι. Κάνουν επαγγέλματα στην εφοδιαστική αλυσίδα, σε αποθήκες, εκεί όπου συγκεντρώνεται μια νέα εργατική τάξη με εξοντωτικές συνθήκες εργασίας ή υπό συνεχή επιτήρηση. Που είναι οι κάρτες μέλους της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών; Που πήγε η συλλογική δύναμη που είχε η γενιάς της μητέρας μου;»
Ποιος μιλάει;
Για τον Εριμπόν η κριτική θεωρία πρέπει να θέσει το ερώτημα εάν μπορούν να μιλήσουν οι ηλικιωμένοι και «τι μπορούμε, τι πρέπει να κάνουμε για να τους ακούσουμε, εάν μιλάνε;». Γιατί, όπως επισημαίνει, το θεμελιώδες πολιτικό ερώτημα είναι «Ποιος μιλάει; Ποιος μπορεί να πάρει τον λόγο;» και όταν αυτό αφορά τους πιο αδύναμους και πιο ευάλωτους, τότε καθήκον των συγγραφέων, των διανοουμένων και των καλλιτεχνών είναι «να κάνουν τη φωνή τους να ακουστεί».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις