Κώστας Ταχτσής: Μύθος και πραγματικότητα
Μια σχέση αγάπης και μίσους
Στο τεύχος του «Ταχυδρόμου» που είχε κυκλοφορήσει στις 12 Ιουλίου 1974, παραμονές της Κυπριακής Τραγωδίας, τρεις άνθρωποι των γραμμάτων —ο συγγραφέας Κώστας Ταχτσής, ο θεατρικός συγγραφέας Γιώργος Σκούρτης και ο ακαδημαϊκός Πέτρος Χάρης— είχαν κληθεί να απαντήσουν στο ερώτημα ποια είναι η ταυτότητά μας ως λαού, εάν έχουμε τα προτερήματα που μας αποδίδει η μυθολογία μας. Ο Ταχτσής είχε τοποθετηθεί ως εξής:
Είχα αποφασίσει να μην ξαναπαντήσω για πολύν καιρό σε τέτοιες δημοσιογραφικές έρευνες, αλλά η ερώτησή σας με βάζει στον πειρασμό να κάνω μια μικρή εξαίρεση. Δεν είμαι, βλέπετε, απλώς Έλληνας — είμ’ ερωτευμένος με την Ελλάδα, λιγάκι όπως την ερωτεύονται συχνά οι ξένοι. Γιατί σαν Έλληνας, θάλεγα ότι με συνδέει μάλλον μαζί της μια σχέση αγάπης – μίσους — αγάπης γι’ αυτό που είναι, ό,τι κι’ όσο είναι, μίσους γι’ αυτό που δεν θάπρεπε να είναι.
«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 12.7.1974, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Αν κατάλαβα καλά την ερώτησή σας, θέλετε να σας πω αν, κατά τη γνώμη μου, υπάρχη διαφορά ανάμεσα στην αληθινή ελληνική πραγματικότητα και στο μύθο. Ξέρετε, όλοι οι λαοί έχουν τη «μυθολογία» τους, όπως άλλωστε και τ’ άτομα. Όλοι θέλουν να πιστεύουν ότι έχουν αρετές που λείπουν απ’ τους άλλους ή τουλάχιστον ότι αυτοί τις έχουν σε μεγαλύτερο βαθμό, καμμιά φορά μάλιστα ότι είναι και μοναδικοί. Αυτοί οι «μύθοι» ξεκινάνε είτε σαν αυτο-άμυνα, μ’ αποτέλεσμα να βοηθήσουν ένα λαό όχι μόνον να επιβιώση, αλλά και να διαπρέψη, είτε δημιουργούνται όταν ένας λαός συνειδητοποιή ότι, σχεδόν χωρίς να το καταλάβη, κατόρθωσε πράματα για τα οποία δίκαια μπορεί να περηφανεύεται. Ένα καλό παράδειγμα της πρώτης περίπτωσης είναι οι Εβραίοι, της δεύτερης οι Έλληνες. Η αρχαία Ελλάδα είναι απ’ τις σπάνιες, αν όχι η μοναδική περίπτωση πραγματικότητας που δίκαια μεταμορφώθηκε σε μύθο. Φυσικά, όταν η πραγματικότητα έγινε στάχτη —κυρίως μετά τον θρίαμβο του Χριστιανισμού— απόμεινε μόνον ο μύθος, που κι’ αυτός θα ξεχνιόταν, αν δεν τον ξέθαβε η Αναγέννηση. Έτσι ήρθε και σε μας και μάλιστα αρκετά πρόσφατα. Όταν άρχισε ν’ αναπτύσσεται η έννοια του έθνους, ήταν αρκετά φυσικό για τους κατοίκους της γεωγραφικής περιοχής της κλασικής Ελλάδας να ταυτιστούν λιγάκι με τους παλιούς της κατοίκους, και γιατί όχι.
Δεν ήταν μόνον ο γεωγραφικός παράγοντας, ήταν κι’ η γλώσσα — ας αφήσουμε στην άκρη τις φυλετικές επιμιξίες, κανένας λαός δεν είναι, ούτε χρειάζεται να είναι «καθαρόαιμος». Το γεγονός αυτό, τ’ ότι δηλαδή έμεναν στον ίδιο χώρο, και τ’ ότι, τουλάχιστον στην πλειονότητά τους, μιλούσαν την ίδια γλώσσα, έδινε στους Ρωμιούς εύλογα δικαιώματα πάνω στην αρχαία «κληρονομιά». Έτσι δημιουργήθηκε, όπως ξέρουμε, ο μύθος για τους «αρχαίους ημών προγόνους».
Δυστυχώς, όπως επίσης ξέρουμε, χρησιμοποιήθηκε στείρα, στραβά, μ’ αποτέλεσμα να μείνη κενό ρητορικό σχήμα. Ποιος φταίει γι’ αυτό, είναι άλλο θέμα. Ήδη θα νομίζετε ότι ξέφυγα απ’ το δικό μας θέμα, αλλά δεν είναι αλήθεια. Γιατί, εκτός απ’ το γεωγραφικό χώρο και τη γλώσσα, ο χαρακτήρας του σύγχρονου Έλληνος διαμορφώθηκε και απ’ αυτόν το μύθο, που, επαναλαμβάνω, βασιζόταν και σε κάποια, υποτυπώδη έστω, πραγματικότητα. Θέλετε «αποδείξεις»; Πολλοί λαοί έχουν θέατρο σκιών και μεις πήραμε το δικό μας απ’ την Ανατολή μέσω των Τούρκων. Κι’ όμως, μόνο το δικό μας έχει έναν τόσο έντονο αριστοφανικό χαρακτήρα. Ο Καραϊσκάκης δεν είχε διαβάσει βέβαια Αριστοφάνη. Κι’ όμως ήταν αριστοφανικώτατος στη συμπεριφορά του — κάτι που δεν διδάσκεται δυστυχώς στα σχολεία: την ηρωική εκείνη εποχή που, όταν έπαυε το τουφεκίδι οι αντίπαλοι έπιαναν κουβεντολόι, ο Καραϊσκάκης, κοτζάμ αρχιστράτηγος, σήκωνε τη φουστανέλλα του κι’ έδειχνε περιπαικτικά τα οπίσθιά του στους Τούρκους, κάτι που δεν θα διενοείτο ποτέ να κάνη ένας Τούρκος πασάς.
Αργότερα οι Έλληνες, τουλάχιστον οι γιοι των κοτζαμπάσηδων και των καλαμαράδων, έγιναν «καθωσπρέπει» και προσπάθησαν μάλιστα να «καλλιεργηθούν», αλλά χωρίς επιτυχία. Απλώς έχασαν σε μεγάλο βαθμό την «ελληνικότητά» τους, που τουλάχιστον διατήρησε ο λαός, κι’ άρχισαν —τουλάχιστον μερικοί φωτισμένοι απ’ αυτούς— να την ξαναθυμούνται (μιλάω για το λεγόμενο κίνημα της επιστροφής στις λαϊκές πηγές), όταν είδαν ότι άρχισε να την ξεχνάη επικίνδυνα και ο λαός.
Στο σημείο αυτό είν’ ώρα ν’ απαντήσω πιο άμεσα στην ερώτησή σας: υπάρχει «διάσταση» ανάμεσα στην αληθινή σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα και στο σχετικό μύθο; Ναι. Υπάρχει. Αλλά —κι’ εδώ ξαναγυρίζω στο σημείο που άρχισα— το ίδιο συμβαίνει λίγο-πολύ μ’ όλους τους λαούς. Το ίδιο συμβαίνει με τ’ άτομα. Όλοι αγαπάνε τις ψευδαισθήσεις. Αν τολμούσαν ν’ αντικρύσουν τη γυμνή αλήθεια, θα τρελλαινόντουσαν. Όλοι θέλουν να πιστεύουν πως διαπρέπουν σε κάτι. Πόσοι άντρες θα παραδεχόντουσαν πως είναι αδέξιοι εραστές; Όλοι σχεδόν νομίζουν αφελέστατα πως είναι σπουδαίοι. Κι’ επειδή συνήθως οι γυναίκες σωπαίνουν, ο μύθος διαιωνίζεται.
Το ίδιο συμβαίνει και με τους λαούς. Υπάρχει και παραϋπάρχει «διάσταση» ανάμεσα στην αληθινή σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα και στο μύθο. Σε τι συνίσταται αυτή η «διάσταση»; Θα πρέπει κανείς να την μετρήση, κι’ αυτό είναι κάτι που δε μπορώ να κάνω εγώ μόνος μου, και πάντως όχι σε μια τέτοια έρευνα. Μόνο χοντρικά μπορώ να σας απαντήσω. Αναφέρατε το μύθο του δαιμόνιου Έλληνα. Δεν είναι εντελώς μύθος· είναι και πραγματικότητα. Είμαστε δαιμόνιοι. Δυστυχώς, μας λείπει η Παιδεία, η καλλιέργεια, που θα επέτρεπε σ’ αυτό το «δαιμόνιο της φυλής» να μην εξαντλείται σε κατά κανόνα ευτελείς, αλλά να προχωρή σε ψηλότερες επιδιώξεις. Και το αστείο είναι ότι το ξέρουμε. Πόσοι λαοί μιλάνε με τόση μανία για τα ελαττώματά τους; Το κακό με μας είναι ότι μας λείπει η Παιδεία που χρειάζεται για να προχωρήσουμε πέρα απ’ τη διαπίστωση, στη σε βάθος ανάλυση και, όσο είναι ανθρώπινα εφικτό, στη θεραπεία. Έχουμε πολλά ελαττώματα. Αλλά έχουμε κι’ έναν αρκετά σπάνιο συνδυασμό αρετών: φυσική ευγένεια (που δε χάθηκε ακόμα εντελώς απ’ τους ανθρώπους της υπαίθρου), φυσική εξυπνάδα, μια εκπληκτική ικανότητα να ισορροπούμε ψυχικά (έστω και χάρη σε μάλλον ύποπτους μηχανισμούς του συλλογικού υποσυνείδητου), και προ πάντων έχουμε ανθρωπιά. Αλλά να, μας λείπει η Παιδεία. Κι’ αυτή η έλλειψη εμποδίζει αυτό που άρχισε κάποτε σαν πραγματικότητα σ’ αυτό τον όμορφο χώρο, κι’ ύστερ’ απόμεινε μόνο μύθος, να ξαναγίνη πραγματικότητα, έστω και μέσα στα ασφυκτικά πλαίσια που μας επιβάλλει ο διαρκώς συρρικνούμενος σύγχρονος κόσμος κι’ η απογοητευτικά μεγάλη απόσταση που μας χωρίζει απ’ τους ανεπτυγμένους λαούς σ’ αυτό τον ξέφρενο και, τώρα τελευταία σκέπτομαι, χωρίς νόημα αγώνα δρόμου της ανθρωπότητας.
Πολλοί θα πουν πως είμαι αφελής ή τυφλός, και μπορεί να είμαι. Όπως όλοι οι ερωτευμένοι.
Ο Κώστας Ταχτσής, πεζογράφος, ποιητής και μεταφραστής, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 8 Οκτωβρίου 1927 και απεβίωσε στην Αθήνα στις 25 Αυγούστου 1988.
Το ποιητικό έργο του κινείται στο πλαίσιο της θεματολογίας της καθημερινής ζωής και χαρακτηρίζεται από έντονα λυρική διάθεση, η οποία μεταφέρθηκε και στα πεζά του.
Το έργο που τον καθιέρωσε στο χώρο της μεταπολεμικής ελληνικής λογοτεχνίας είναι το μυθιστόρημα «Το τρίτο στεφάνι», μια ευφυής, ρεαλιστική και συχνά λυρική απεικόνιση της ζωής και της κοσμοθεωρίας των ελλήνων μικροαστών.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ψυχογραφική ικανότητα του Ταχτσή, ιδιαίτερα στους γυναικείους χαρακτήρες του, καθώς και η εξαιρετική φροντίδα της γλωσσικής του έκφρασης.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις