Λούλα Αναγνωστάκη: Το καθολικό δράμα της φυλής μας
Δαίμονες παντοτινοί της ελληνικής ζωής
«Η νίκη» είναι το χρονικό μιας οικογένειας που ξεκίνησε από τα βόρεια της Μακεδονίας, πέρασε από κάποια συνοικία του Πειραιά για να τελειώσει στη Γερμανία.
Το θέμα δεν είναι το μεταναστευτικό, η Γερμανία είναι εδώ ο χώρος και το τέρμα μιας σπαραγμένης διαδρομής. Οι Έλληνες αυτοί δεν πρέπει να ιδωθούν απλά σαν μετανάστες και σαν θύματα της ελλαδικής πραγματικότητας. Μεταφέρουν όλη τη μακρόσυρτη και τυφλή αγωνία της πρωτόγονης ελληνικής οικογένειας, που αναδιπλώνεται μέσα από πράξεις φόνου, προδοσίας αλλά και αλληλοπροστασίας, μέσα από διαιωνιζόμενα βιώματα μιας διαιωνιζόμενης κοινωνικής αθλιότητας.
Εδώ πρέπει να σταματήσω: φοβάμαι πως κάθε ανάλυση που θα επιχειρούσα θα παραμόρφωνε το έργο μου. Το σημείωμα-πρόλογος που πρέπει να γράφει ο συγγραφέας είναι, κατά τη γνώμη μου, ένας περιττός, επικίνδυνος ίσως, μονόλογος, αφού προϊδεάζει το θεατή και αμελεί τις αντιδράσεις του, που μόνο το ίδιο το έργο θα προκαλέσει.
Θα περιοριστώ μόνο σε μια διευκρίνιση: δεν ανήκω στους δημιουργούς που ακολουθώντας μία διαλεκτική διαδικασία συνθέτουν ένα έργο με ανάγλυφα αίτια και αιτιατά. Εγώ βλέπω μόνο το αποτέλεσμα, αυτό που τελικά συνιστά ένα ανθρώπινο βίωμα. Έτσι, ομολογώ πως αγαπώ αυτά τα πρόσωπα και μ’ ενδιαφέρει να τ’ αγαπήσει και ο θεατής: το «φονιά» Θανάση, το «χαφιέ» Θύμιο, τον ανυπεράσπιστο Νίκο με το θολό όραμα της «νίκης», τη μάνα, αυτή την αρρωστημένη καρδιά της οικογένειας, τη Βάσω, που με απελπισία αγωνίζεται να δικαιώσει και να κλείσει μέσα της την «ιστορία» αυτών των ανθρώπων. Και βέβαια τις μακρινές μορφές του Δήμου, του Σταύρου και του Βλάση, που μάχονται για μια το ίδιο μακρινή κι ακατανόητη για τα υπόλοιπα πρόσωπα του έργου δικαιοσύνη.
Λούλα Αναγνωστάκη
Όταν η Λούλα Αναγνωστάκη γράφει πως «δεν ανήκει στους δημιουργούς που συνθέτουν ένα έργο με ανάγλυφα αίτια και αιτιατά» εννοεί βέβαια […] πως αυτό δε γίνεται εξωτερικά, εξόφθαλμα, σε συνάρτηση με την ανεκδοτολογική έκθεση του έργου της. Γιατί «Η νίκη» έχει στο βάθος της, αδρά και βίαια, συγκλονιστικά, και τα αίτια και τις συνέπειες μιας τρομαχτικής, της ελληνικής, πραγματικότητας.
Ούτε και πάλι το έργο είναι ένα «χρονικό», όπως σεμνά το χαρακτηρίζει η συγγραφέας. […] Είναι ένα δράμα σπαρακτικό κρεουργημένων ανθρώπων, δράμα ξεριζωμού κι αποτομής από τον ομφάλιο λώρο μιας μάνας πατρίδας. Γιατί κι εδώ ακόμα αποσιωπά ταπεινόφρονα την ουσία η συγγραφέας, όταν λέει ότι το θέμα της «δεν είναι το μεταναστευτικό». Είναι το μεταναστευτικό, αλλά στην άλλη του όψη, την πιο ανατριχιαστική, στο ιλιγγιακό, το ανθρώπινο βάθος του. Τα πρόσωπα αυτά, που πήραν το δρόμο της ξενιτιάς για να μπορούν να έχουν ένα κομμάτι ψωμί, αποκόβονται για πάντα από την Ελλάδα (όπως κι άλλοι, πολλοί άλλοι, πριν απ’ αυτούς). Να το αιτιατό, το αποτέλεσμα.
Και τα αίτια; Τα πρόσωπα τα σέρνουν μέσα τους ριζωμένα στην ψυχή τους. Είναι η μιζέρια, που κάνει να σέρνεται η οικογένεια απ’ τη μια άκρη στην άλλη, απ’ τη Μακεδονία στον Πειραιά και στη Γερμανία, και να διαλύεται αφήνοντας πίσω της ακρωτηριασμένα μέλη της (έναν αδερφό στη φυλακή), και που έχει ποτίσει με τρόμο την ψυχή του προδότη, είναι η καθυστέρηση, που κάνει τον αδερφό να σκοτώνει τον άντρα που βρήκε να φιλιέται με την αδερφή του, είναι η καταπίεση, που τυλίγει τον άνθρωπο ακόμα απ’ τα γεννοφάσκια του, επιβάλλοντάς του εξευτελισμούς και ταπεινώσεις (το παιδί που το κουρεύουν σύρριζα και δεν μπορεί να είναι ο Αθανάσιος Διάκος), είναι ο διχασμός, η προδοσία, ο φόνος, γεννήματα της μιζέριας, της καθυστέρησης και της καταπίεσης, απομεινάρια του ματωμένου πρόσφατου χτες, αλλά και δαίμονες παντοτινοί της ελληνικής ζωής που υποθάλπει η κάθε φορά ανανεωμένη καταπίεση και που μ’ αυτά το αποκομμένο κύτταρο της ελληνικής κοινωνίας θα θεμελιώσει την καινούργια ζωή του στην ξένη χώρα. […]
Έτσι υποχθόνια, αλλά βίαια φωτισμένο μ’ αδρά κοντράστα, δένεται το δράμα, που δεν είναι βέβαια το επεισοδιακό, φτωχό σε πλοκή, «χρονικό» δράμα της επιφάνειας, αλλά το βαθύ, παμπάλαιο και καθολικό δράμα της φυλής μας. Η συγγραφέας το συνθέτει περίτεχνα με υποδηλώσεις κι υπαινιγμούς, μ’ ένα θαυμαστά απέριττο, πυκνά περιεκτικό λόγο, που είναι κατάκτηση του θεάτρου μας. Δε χειραγωγεί το θεατή, για να του επιβάλει δικά της συμπεράσματα —σέβεται την ελευθερία του—, αλλά τον κάνει κριτή και δικαστή, φωτίζοντάς του τα στοιχεία της αλήθειας. […]
Αντώνης Μοσχοβάκης (αποσπάσματα από κριτική στην «Ελευθεροτυπία»)
Το θεατρικό έργο της Λούλας Αναγνωστάκη «Η νίκη» παρουσιάστηκε από το Θέατρο Τέχνης τον Ιανουάριο του 1978.
Η θεσσαλονικιά θεατρική συγγραφέας Λούλα (Αγγελική – Θεανώ) Αναγνωστάκη, αδελφή του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη, πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το Μάιο του 1965 με την τριλογία «Η πόλη» («Η διανυκτέρευση», «Η πόλη», «Η παρέλαση»), που παρουσιάστηκε στο Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν.
«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 29.5.1965, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Η Λούλα Αναγνωστάκη απεβίωσε στην Αθήνα στις 8 Οκτωβρίου 2017.
Ο Αντώνης Μοσχοβάκης (1923-2007), αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, υπήρξε διακεκριμένος δημοσιογράφος, τεχνοκριτικός (θεάτρου και κινηματογράφου) και μεταφραστής.
Ο Αντώνης Μοσχοβάκης
- Εγωκεντρικοί, εγωπαθείς και νάρκισσοι γύρω μας: Πώς τους διαχειριζόμαστε;
- LIVE: Ρόμα – Πάρμα
- Γάζα: 28 Παλαιστίνιοι νεκροί από επιθέσεις του Ισραήλ – Οι οκτώ σε σχολείο
- Σαμάτα: «Μπορώ να πεθάνω στο γήπεδο για την αγάπη του κόσμου»
- «Οι νέοι ηγέτες της Συρίας θα εκδιώξουν τις κουρδικές δυνάμεις», λέει η Τουρκία
- Η συγγραφέας του It Ends With Us παίρνει θέση για τη μήνυση της Μπλέικ Λάιβλι