Ποιος θα πίστευε ότι ένα κόμμα που κάποτε έκανε τη μεγαλύτερη πολιτική έκπληξη στην Ευρώπη όταν μέσα σε ελάχιστους μήνες αναδείχτηκε όχι απλώς σε αξιωματική αντιπολίτευση βέβαιη ότι θα κέρδιζε τις επόμενες εκλογές, αλλά και κατάφερε να συγκροτήσει την πρώτη «μη συστημική» κυβέρνηση σε χώρα μέλος της ΕΕ, θα κατέληγε σε μια τροχιά διάλυσης, που δεν μπορεί καν να βιωθεί ως τραγωδία από όσους πίστεψαν στην ελπίδα που κάποτε εκπροσώπησε, γιατί όλα όσα συμβαίνουν κινούνται στο πλαίσιο κακής φαρσοκωμωδίας, που στο τέλος αφήνει μια έντονη αίσθηση απογοήτευσης, εξευτελισμού και ταπείνωσης.

Γιατί η όλη ιστορία με τα εξώδικα, τους «χειρισμούς», τα διαδικαστικά ζητήματα, θυμίζει περισσότερο τις κόντρες των δικηγόρων όταν χειρίζονται διαζύγια επωνύμων, ή καυγάδες κληρονόμων για την πορεία της οικογενειακής επιχείρησης (την οποία είναι βέβαιο ότι θα τη χρεοκοπήσουν στο τέλος), παρά πολιτικό -και μάλιστα αριστερό- κόμμα που περνάει μια δύσκολη στιγμή.

Κατανοώ πολύ καλά γιατί σήμερα υπάρχει όλη αυτή η προσπάθεια είτε να αποθαρρυνθεί ο Στέφανος Κασσελάκης να είναι υποψήφιος είτε με θεσμικό τρόπο να αποτραπεί η συμμετοχή του. Είναι πασιφανές ότι οφείλεται στον δικαιολογημένο φόβο ότι μέσα σε όλη την αποδιάρθρωση των σχέσεων εκπροσώπησης του ΣΥΡΙΖΑ με το εκλογικό του σώμα, αυτοί που θα πάνε να ψηφίσουν στη διαδικασία εκλογής μπορεί να τον επιλέξουν και πάλι. Πώς έφτασε όμως η κατάσταση εδώ και σε τι βαθμό έχει προχωρήσει η αλλοίωση, ώστε ο φόβος αυτός να είναι υπαρκτός;

Επιμένουν να μην συζητούν ποια ήταν η αιτία και η πορεία μέχρι την σχεδόν πλήρη αποπολιτικοποίηση που οδήγησε στο να εκλεγεί αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ ένας άνθρωπος που δεν ήταν αριστερός και στην καλύτερη περίπτωση μπορούσε να αρθρώσει έναν τραμπικό λαϊκισμό. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ λειτουργούσε σωστά εγώ δεν θα είχα εκλεγεί έχει πει με αφοπλιστική ειλικρίνεια ο ίδιος, διατυπώνοντας μια μεγάλη αλήθεια, όσο πικρή και άβολη αν είναι για όσους σήμερα προσπαθούν να «κόψουν» τον Κασσελάκη και φυσικά όχι μόνο για αυτούς.

Εξακολουθούν να μην συζητούν για το πώς «διαπαιδαγωγήθηκε» ένα ολόκληρο τμήμα του εκλογικού σώματος απλώς να αναζητά έναν επικοινωνιακά αποτελεσματικό «αντι-Μητσοτάκη» παραβλέποντας ότι το ισχυρό σημείο του τελευταίου δεν ήταν ποτέ η επικοινωνία αλλά ότι μπορούσε να προβάλει εικόνα «κυβερνησιμότητας», με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον ίδιο αλλά και για το κόμμα του οποίου ηγείται.

Για να μην αναφερθούμε στην πεισματική άρνηση να ασχοληθούν με το «τις πταίει» που οι υποστηρικτές ενός αριστερού κόμματος κατάντησαν να πιστεύουν σε μεσσίες και σωτήρες, με βασικές αρχές της Αριστεράς περί συλλογικής ευθύνης και αρχηγών που απλώς υπηρετούν την ιδεολογία και το πρόγραμμα να χάνονται κάπου στη διαδρομή.

Δεν συζητούν για το πώς κατάφερε ο ΣΥΡΙΖΑ να σπαταλήσει το πολιτικό κεφάλαιο που φαινόταν να έχει ακόμη και το 2019 και γιατί την ώρα που η δυσαρέσκεια για τη Νέα Δημοκρατία ανέβαινε, την ίδια στιγμή παραδόξως πώς η δυσαρέσκεια για τον ΣΥΡΙΖΑ εκτοξευόταν.

Δεν συζητούν για την εντυπωσιακή αφωνία ως προς την παραγωγή πραγματικής πολιτικής, δραστηριότητα που σταμάτησε πολύ πριν την έλευση Κασσελάκη – και με αυτή δεν εννοώ την αναπαραγωγή αιτημάτων και διαμαρτυριών.

Ότι σήμερα έχουμε το παράδοξο ενώ η κοινωνική δυσαρέσκεια για την κυβέρνηση είναι πιο έντονη από ποτέ, η υποτίθεται κοινοβουλευτικά αξιωματική αντιπολίτευση να είναι σε τροχιά αποδιάρθρωσης, το δημοσκοπικό ποσοστό της να είναι μονοψήφιο και σε καθοδική τάση, είναι κάτι που πρέπει να απασχολήσει πολύ σοβαρά όλους όσους με τον έναν ή τον άλλο τρόπο φέρουν ευθύνη.

Γιατί τα κόμματα δεν κρίνονται μόνο από το πώς δημιουργούνται αλλά και από το πώς κλείνουν τον κύκλο τους, αποδεχόμενα και τις ήττες τους.

Υπάρχει μεγάλη απόσταση ανάμεσα στην επίγνωση ότι έκλεισε ένας ιστορικός κύκλος, ότι απαιτούνται νέα σχήματα, ότι τίποτα δεν πετιέται  από μια πολιτική κληρονομιά – αλλά αυτό δεν αναιρεί την ανάγκη τομών-, και στην πεισματική επιμονή σε μια ταμπέλα, σε ένα «πουκάμισο αδειανό» πλέον, που καταλήγει απλώς να τροφοδοτεί την κοινωνία όχι με ιδέες ή όραμα, αλλά με το θλιβερό θέαμα ενός καυγά.

Γι’ αυτό το λόγο, εάν έχει απομείνει, σε όλες τις πλευρές, έστω και ένα δράμι πολιτικής σκέψης, ας μπει ένας τέλος σε αυτό το θέαμα, ας υλοποιήσουν τις διαδικασίες που έχουν αποφασίσει με τη σοβαρότητα που τους αναλογεί, και κυρίως ας τολμήσουν να κοιτάξουν στα μάτια όλον αυτόν τον κόσμο που έχουν απογοητεύσει, πληγώσει και επί της ουσίας προδώσει, για να δείξουν έστω την ύστατη στιγμή ότι κάτι έχουν καταλάβει και αναλαμβάνουν την ευθύνη που τους αναλογεί.

Γιατί κάποτε σε αυτή τη χώρα εάν έλεγε κάποιος ότι είναι αριστερός θα τον αντιμετώπιζαν με σεβασμό ακόμη και αυτοί που διαφωνούσαν, γιατί αναγνώριζαν τη συνέπεια, τη στράτευση, την πίστη, την αλληλεγγύη. Τώρα με την κοινωνία να ταυτίζει την Αριστερά με αυτή την εικόνα, όσοι είναι ακόμη όντως αριστεροί απλώς ψάχνουν που να κρυφτούν.