Χωρίς αντιπολίτευση, το βούτυρο στο ψωμί του Κυριάκου Μητσοτάκη
Η αξιωματική αντιπολίτευση βρίσκεται σε κατάσταση… πολεμική και το ΠΑΣΟΚ αναζητά νέο πρόεδρο, χωρίς αυτή η διαδικασία να μπορεί να εγγυηθεί την παραμικρή μετέπειτα ενότητα.
Ένα από τα παράλογα των ημερών είναι η ευχαρίστηση που εκφράζεται από εκπροσώπους των προοδευτικών κομμάτων της αντιπολίτευσης, έπειτα από κάθε δημοσκόπηση που δείχνει (ομολογουμένως πολύ) πεσμένα τα ποσοστά της ΝΔ. Και είναι παράλογη αυτή η ευχαρίστηση, γιατί η κοινωνική δυσαρέσκεια μένει πολιτικά ανέκφραστη. Η αξιωματική αντιπολίτευση βρίσκεται σε κατάσταση… πολεμική και το ΠΑΣΟΚ αναζητά νέο πρόεδρο, χωρίς αυτή η διαδικασία να μπορεί να εγγυηθεί την παραμικρή μετέπειτα ενότητα.
Το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε αποτελεί μια μικρογραφία της εικόνας των τελευταίων μηνών: στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ζητούν παραπομπή στο πειθαρχικό και αποκλεισμό από τις υποψηφιότητες του εσχάτως έκπτωτου προέδρου και στο ΠΑΣΟΚ αναζητούν πρόεδρο. Και παρά το γεγονός ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης κέρδισε τον γύρο της πρώτης Κυριακής, το ποσοστό του δεν ξεπέρασε το 30%. Ο δε δεύτερος σε ψήφους, ο δήμαρχος Αθηναίων Χάρης Δούκας, ξεπέρασε μόλις «κουκί το κουκί» τον Παύλο Γερουλάνο, με τη μεταξύ τους διαφορά να αγγίζει ένα μόλις 0,3%. Με μόλις δύο μονάδες απόσταση «τερμάτισε» και η Άννα Διαμαντοπούλου.
Αυτό μας δείχνει μια εικόνα τεσσάρων περίπου ίσων κομματιών στη γενικότερη πίτα του ΠΑΣΟΚ. Κομμάτια τα οποία μεταξύ τους έχουν έως και πολύ μεγάλες ιδεολογικές διαφορές. Στον δε ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ το καζάνι βράζει πάνω από έναν χρόνο τώρα. Το θέμα είναι πως οι δύο μεγαλύτερες προοδευτικές δυνάμεις του κοινοβουλίου, έφτασαν να αντιπαλεύουν «εσωτερικούς εχθρούς» περισσότερο από ότι την κυβέρνηση.
Η παράπλευρη νίκη Μητσοτάκη
Μετά τις ευρωεκλογές ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατάφερε δύο νίκες. Η μία ήταν Πύρρειος, αφού η ΝΔ απέσπασε τις περισσότερες ψήφους, αλλά έχασε περίπου 13 μονάδες. Η δεύτερη νίκη, ήταν διά της ατόπου: αν τρέχεις χωρίς αντίπαλο, πώς να μην τερματίσεις πρώτος;
Με πικρή υποσημείωση ότι αρκετά πιο πίσω, αλλά δυναμωμένη, τερμάτισε η ακροδεξιά. Βέβαια, για να είμαστε απολύτως ακριβείς, όλα τα κόμματα είχαν πολύ μεγάλες απώλειες σε ψήφους, πλήν της «Φωνή Λογικής». Τα τελικά ποσοστά τα διαμόρφωσε η τεράστια αποχή.
Αμέσως μετά την εκλογική ήττα και του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και του ΠΑΣΟΚ, που έχασαν εκατοντάδες χιλιάδες ψήφους, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του πέτυχαν ακόμη μία νίκη. Γιατί εδώ και μήνες η χώρα δεν έχει, ουσιαστικά, αντιπολίτευση. Έχει δύο κόμματα που θα μπορούσαν να αντιπαρατεθούν με προοδευτική πολιτική, αλλά βρίσκονται σε «εμφύλιες συρράξεις».
Έτσι, η κυβέρνηση Μητσοτάκη, η οποία διαρκώς εισπράττει την απογοήτευση των πολιτών, συνεχίζει να εφαρμόζει το πρόγραμμά της όχι επειδή είναι αποδεκτό, αλλά επειδή δεν υπάρχει τίποτε και κανένας να την εμποδίσει.
Οι νέοι πρόεδροι ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ
Τα δύο κόμματα έχουν πολλές ουσιαστικές διαφορές, αλλά μία από τις κύριες αυτό το διάστημα, είναι ότι το ΠΑΣΟΚ κρύβει πολύ καλύτερα τα εσωκομματικά του προβλήματα. Σε αντίθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ωστόσο, το αποτέλεσμα της κάλπης της Κυριακής, με την επικράτηση Ανδρουλάκη αλλά με ποσοστό χαμηλότερο του 30% και με τρεις ακόμη συνυποψηφίους να τερματίζουν σχεδόν ταυτόχρονα πάνω στην γραμμή, δείχνει πως τα καλά κρυμμένα εσωκομματικά προβλήματα του ΠΑΣΟΚ είναι και πολλά και, πιθανά, αγεφύρωτα. Έχουμε στο ίδιο κόμμα ανθρώπους που δε δηλώνουν σοσιαλιστές, άλλους που αναφέρονται ως τέτοιοι, άλλους που θέλουν να ανήκουν στο εκσυγχρονιστικό κέντρο και άλλους που ταυτίζονται με την κεντροαριστερά.
Οι δύο αντίπαλοι της Κυριακής είναι ο εκσυγχρονιστής Ανδρουλάκης και ο κεντροαριστερός Χάρης Δούκας. Είναι δύο διαφορετικοί κόσμοι εντός του ΠΑΣΟΚ.
Όσο για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, ο Στέφανος Κασσελάκης έχει κάνει σαφή την πρόθεση να αλλάξει το όνομα του κόμματος, να «ξεφορτωθεί» την «Ριζοσπαστική» Αριστερά, δηλαδή τον ταυτοτικό πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ και να φτιάξει ένα κόμμα μακριά από εκείνο που αποτέλεσε την κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα. ‘Αλλωστε, πολλά κυβερνητικά στελέχη εκείνης της θητείας, αποχώρησαν και διαμόρφωσαν τη Νέα Αριστερά. Έναν φορέα που αυτήν την στιγμή ιδεολογικά βρίσκεται πιο κοντά στον ΣΥΡΙΖΑ που κατάφερε να γίνει κυβέρνηση, παρά στον ΣΥΡΙΖΑ σήμερα.
Το πρόβλημα είναι πως η Νέα Αριστερά δεν προτιμήθηκε στις ευρωεκλογές και χρειάζεται (ακόμη) να βρει βηματισμό.
Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ το ζήτημα ηγεσίας τέθηκε πιο… επεισοδιακά. Με προτάσεις μομφής, παραπομπή του έκπτωτου προέδρου στην Επιτροπή Δεοντολογίας και τα ιστορικά στελέχη του κόμματος να θέτουν πολύ σοβαρές ιδεολογικές διαχωριστικές γραμμές μεταξύ αυτών και του Στέφανου Κασσελάκη. Όπως φάνηκε εκ των υστέρων, οι προθέσεις του πρώην προέδρους συνάντησαν ένα -τελικά- ισχυρό ανάχωμα. Το μέλλον του στον ΣΥΡΙΖΑ είναι αβέβαιο κι έτσι, η εκλογή του νέου προέδρου γίνεται ακόμη περισσότερο απρόβλεπτη.
Γιατί, όμως, έχει τόση σημασία ποιοι δύο θα είναι πρόεδροι την επόμενη ημέρα;
Το σενάριο «Μελανσόν α λα ελληνικά»
Ήταν μεγάλη ανακούφιση για την κεντροαριστερά και γενικώς για τις προοδευτικές δυνάμεις σε όλη την Ευρώπη η νίκη που κατάφερε ο Μελανσόν και μάλιστα με συνασπισμό που συγκροτήθηκε μέσα σε μόλις ένα μήνα απέναντι στη Μαρίν λε Πεν. Υπό τον φόβο της ακροδεξιάς κυριαρχίας της λε Πεν, οι γάλλοι ψήφισαν παλιό πολιτικό σε νέα σύνθεση.
Το παράδειγμα Μελανσόν θα μπορούσε να γίνει οδικός χάρτης και για την Ελλάδα. Η συγκρότηση των προοδευτικών δυνάμεων σε έναν εκλογικό συνασπισμό, θα μπορούσε να συγκρουστεί ευθέως με την κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Αυτό δε σημαίνει, φυσικά, πως είτε από τον ΣΥΡΙΖΑ, είτε από το ΠΑΣΟΚ, είτε ακόμη και από τη Νέα Αριστερά θα προσχωρούσαν όλες οι εσωκομματικές ομάδες σε ένα τέτοιο πολιτικό σχηματισμό. Ούτε και πως πρόεδρος θα έπρεπε να είναι κάποιος από τους ήδη υπάρχοντες προέδρους. Θα μπορούσε να ηγηθεί μιας τέτοιας προσπάθειας ένας νέος πολιτικός ή και κάποιος που έχει εμπειρία.
Όμως, ούτε ο Νίκος Ανδρουλάκης, ούτε ο Στέφανος Κασσελάκης -σε περίπτωση που τελικά διαγραφεί από την ΚΕ- μπορούν ή θέλουν να εγγυηθούν τη δυνατότητα δημιουργίας ενός τέτοιου συνασπισμού δυνάμεων.
Με έμφαση στο «μπορεί να μη θέλουν». Και οι δύο πρόεδροι απέδειξαν ότι δεν μπορούν να ελέγξουν το κόμμα τους. Από την στιγμή που τίθεται ζήτημα αλλαγής ηγεσίας, τίθεται ευθέως ζήτημα αμφισβήτησης του προέδρου -και όχι άδικα μετά το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών.
Ακόμη και αν οι δύο συμφωνούσαν σε μια τέτοια λύση, πώς θα μπορούσε να προχωρήσει με τον Στέφανο Κασσελάκη να έχει απέναντί του το αριστερό κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ και να θέτει βέτο για τη Νέα Αριστερά; Και πως θα μπορούσε ο Νίκος Ανδρουλάκης να εγγυηθεί ότι θα τον ακολουθούσε ένα κεντροαριστερό κομμάτι του κόμματος σε περίπτωση που θα έθετε σημαντικά πολιτικά βέτο το πιο κεντρώο – φιλελεύθερο κομμάτι;
Αν μπορούμε να δούμε την κούραση που προκαλεί η απραγία της αντιπολίτευσης στην κοινωνία, θα μας ενδιαφέρει να δούμε και τις πιθανές λύσεις στο πρόβλημα. Όπως και να έχει, αυτήν την στιγμή η προοδευτική αντιπολίτευση της χώρας βρίσκεται σε μια στασιμότητα σχετικά με τον ουσιαστικό της ρόλο: δηλαδή να κάνει αντιπολίτευση.
Κάτι που αυτομάτως αποτελεί βούτυρο στο ψωμί του Κυριάκου Μητσοτάκη. Σουτ σε άδειο τέρμα. Είναι, αναμφίβολα, μία νίκη της κυβέρνησής του αυτή.
Και δυστυχώς, δεν υπάρχει η πολυτέλεια του χρόνου για την αντιπολίτευση. Στις προηγούμενες εκλογές οι πολίτες απείχαν σε ποσοστό 60%. Αυτή είναι πολιτική δήλωση και οφείλει να ακουστεί με σοβαρότητα.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις