Τα τελευταία χρόνια η χώρα έγινε γνωστή διεθνώς για ορισμένους λάθος λόγους. Ένας εξ αυτών ήταν η ελευθερία του Τύπου που έδειχνε να συρρικνώνεται ανησυχητικά και μάλιστα από μια κυβέρνηση που δήλωνε «φιλελεύθερη». Στην Ελλάδα του Κυριάκου Μητσοτάκη η ελευθερία του Τύπου έχει δοκιμαστεί σε μεγάλο βαθμό.

Από τη μια εφευρέθηκε η «λίστα Πέτσα» που έδωσε άσυλο στην κυβέρνηση από συγκεκριμένα ΜΜΕ, από την άλλη «άνθισε» το φαινόμενο των αγωγών SLAPP. Μια συνηθισμένη πρακτική κατά δημοσιογράφων και μέσων ενημέρωσης όταν γίνονται «ενοχλητικοί», με στόχο τη φίμωση και την εξόντωσή τους.

Η κατρακύλα

Όσο κι αν η κυβέρνηση επανειλημμένα έχει προσπαθήσει να πείσει την κοινή γνώμη περί του αντιθέτου τα στοιχεία, τόσο από το εσωτερικό όσο και από το εξωτερικό τη διαψεύδουν. Αρκεί να θυμηθούμε την κατρακύλα της χώρας στο σχετικό δείκτη των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα, όπου τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση ανάμεσα στις χώρες της Ε.Ε.

Κι αν οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα δεν αρκούν, μπορούμε να θυμηθούμε άλλους φορείς: To Διεθνές Ινστιτούτο Τύπου, την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Δημοσιογράφων, το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ελευθερία του Τύπου και των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, το Free Press Unlimited κι άλλων παρόμοιων φορέων που έχουν επανειλημμένα κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για την ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα, ζητώντας από τον Κυριάκο Μητσοτάκη να προχωρήσει σε τομές όπου θα ενισχύουν την ανεξάρτητη δημοσιογραφία και θα προστατεύουν τους δημοσιογράφους στην τέλεση των καθηκόντων τους.

Υποκλοπές

Η ελληνική δημοσιογραφία τα προηγούμενα χρόνια ήρθε αντιμέτωπη με πολλές προκλήσεις, με κύρια το σκάνδαλο των υποκλοπών. Σημαντικό κομμάτι της στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων κι έφερε στο φως πληθώρα αποκαλυπτικών στοιχείων για το θέμα, ανεξάρτητα αν τα αξιοποίησε ή όχι η Δικαιοσύνη.

Την ίδια ώρα όμως οι αποκαλύψεις δημοσιογράφων και μέσων ενημέρωσης προκάλεσαν αντιδράσεις. Οι πιο χαρακτηριστικές ήταν αυτές του πρώην γενικού γραμματέα της κυβέρνησης και ανιψιού του πρωθυπουργού, Γρηγόρη Δημητριάδη. Από την πρώτη στιγμή που είδε το όνομά του σε δημοσιεύματα που είχαν σχέση με το Predator, την Intellexa, τις παρακολουθήσεις προσώπων και επιχειρηματικές συναλλαγές που είχαν σχέση με τα ανωτέρω, επιδόθηκε σε ένα κρεσέντο αγωγών ζητώντας υπέρογκα ποσά, θεωρώντας ότι ήταν συκοφαντικά για το πρόσωπό του.

Ίσως να μην υπάρχει κείμενο στην ελληνική δημοσιογραφία που να περιλαμβάνει τις λέξεις Predator και Δημητριάδης και ο τελευταίος να μην έχει κάνει αγωγή στον συντάκτη του. Την ίδια ώρα προχωρούσε και σε αγωγές εις βάρος δημοσιογράφων -όπως στην περίπτωση του Θανάση Κουκάκη, θύματος των υποκλοπών- επειδή αναρτούσαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θέματα μέσων ενημέρωσης που αναφέρονταν στο σκάνδαλο και στον ίδιο.

Ορόσημο

Τούτων δοθέντων η απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου της Αθήνας η οποία απέρριψε την Slapp αγωγή του κ. Δημητριάδη κατά της «Εφημερίδας των Συντακτών», των Reportes United και του Θανάση Κουκάκη είναι ορόσημο για την ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα.

Αφενός επειδή αποτελεί «δεδικασμένο» για ανάλογες αγωγές του κ. Δημητριάδη σε άλλα μέσα και δημοσιογράφους για το ίδιο θέμα. Και όπως αναφέραμε, είναι πολλές.

Αφετέρου επειδή το δικαστήριο δέχθηκε ότι δεν είναι «αμαρτία» να αναφέρεις το όνομα ενός δημόσιου προσώπου για το οποίο έχεις βρει ικανά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι υπάρχει σχέση με το θέμα που ερευνάς, εν προκειμένω το σκάνδαλο των υποκλοπών.

Δέχθηκε, με λίγα λόγια, πως ένα τεκμηριωμένο ρεπορτάζ δεν μπορεί να είναι έρμαιο οποιασδήποτε προσπάθειας εκφοβισμού απ’ όσο ψηλά κι αν προέρχεται. Η φράση «τεκμηριωμένο ρεπορτάζ» έχει να κάνει με το γεγονός ότι το δικαστήριο δέχθηκε πως δεν υπήρξε τίποτε αναληθές και συκοφαντικό στα δημοσιεύματα, τουναντίον ό,τι γράφτηκε ήταν διασταυρωμένο κι έγκυρο.

Τα όρια

«Τα όρια της ανεκτής κριτικής ενός πολιτικού είναι ευρύτερα από αυτά ενός κοινού ανθρώπου. Σε αντίθεση με τον δεύτερο, ο πρώτος εκτίθεται συνειδητά και αναπόφευκτα σε έναν ενδελεχή έλεγχο των πράξεων, των δηλώσεων και των ιδεών του, τόσο από τους δημοσιογράφους, όσο και από τους πολίτες, και συνεπώς οφείλει να επιδεικνύει μεγαλύτερη ανοχή», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην απόφαση.

Το σκεπτικό αυτό έχει ξεχωριστή σημασία, αρκεί να αναλογιστεί κανείς πως το δικαστήριο δέχθηκε ότι το «ενδιαφέρον των συντακτών ήταν δικαιολογημένο» λόγω του αντίκτυπου που είχε το θέμα των υποκλοπών στη δημόσια σφαίρα, και ότι με βάση αυτό «αίρεται το άδικο της δυσφήμησης που υπέστη ο ενάγων».

Η αλαζονεία ποτέ δεν υπήρξε καλός σύμβουλος. Πόσο μάλλον σε ανθρώπους που ασχολούνται με τα κοινά, έχουν δημόσια θέση, παρουσία και λόγο. Με την απόφαση της Δικαιοσύνης η ελευθερία του Τύπου πέτυχε μια πρώτη, μικρή πλην σημαντική νίκη.