Με την δύναμη της προσωπικότητός του, με την πρωτοτυπία και την ευρύτητα του ταλέντου του, με την επιβολή του στις συνειδήσεις και την ενεργό επέμβασή του ακόμα και στα γεγονότα, ο Φρανσουά Μωριάκ στάθηκε μια από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες του αιώνος μας, ένας συγγραφεύς του οποίου το όνομα δεν θα λησμονηθή. Με την εξαφάνισή του, ποιος άλλος μπορεί να εκπροσωπήση με τέτοιο κύρος την φιλολογική μεγαλοφυΐα της Γαλλίας; Ένα φως έσβησε στη νύχτα μας.


Ποιήματα, μυθιστορήματα, δοκίμια, αναμνήσεις, ημερολόγιο, ένα πολυσύνθετο έργο ήρθε στο φως σ’ ένα χρονικό διάστημα εξήντα ετών μόχθου. Πού να αποδώσωμε την επιβολή του πάνω σ’ ένα κοινό που δεν έπαυσε να ογκούται στην Γαλλία, όπως και στο εξωτερικό; Στο περιεχόμενο του έργου του, στο ότι συνεκλόνιζε τις ψυχές ρίχνοντας ανάκατα, σαν φλογισμένες πέτρες, τα προβλήματα της ατομικής και κοινωνικής ζωής, στο ότι υποχρέωνε τον άνθρωπο να λάβη σαφέστερη συνείδηση της φύσεώς του, της αξιοπρεπείας του, των ευκαιριών και των κινδύνων στην γήινη περιπέτειά του. Μα αυτή η αστραφτερή ύφανση των ειπωμένων πραγμάτων δεν θα δημιουργούσε ένα κοινό τόσο εκτεταμένο και τόσο μόνιμο, αν δεν ήταν ποιητής.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 3.9.1970, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Μεγάλοι συγγραφείς είναι μόνο οι ποιηταί. Αυτό μας έμαθε η εξοικείωσή μας με τα Γράμματα. Ο Μωριάκ υπήρξε ποιητής με την πληρέστερη έννοια της λέξεως, κι’ όχι μόνο στους στίχους του, αλλά και στην πρόζα του, που είναι μεστή από εικόνες και μουσικότητα. […]

Η εμπειρία που σημάδεψε βαθειά τον Μωριάκ την εποχή που άρχιζε να πρωτοξυπνά η ψυχή του ήταν (το έχει επαναλάβει άπειρες φορές!) κατά τις διακοπές του Πάσχα, η σύγκρουση μεταξύ πανθεϊσμού και χριστιανισμού, την οποία έζησε στην εξοικείωσή του με τη γη που ανοιγόταν στην ειδωλολατρική χαρά της αναδημιουργίας, ενώ αντιλαλούσαν ολούθε στα καμπαναριά της κοιλάδος οι κωδωνοκρουσίες της Εβδομάδος των Παθών. Η σύγκρουση της Κυβέλης και του Χριστού: αυτό ήταν το δράμα του. Κι’ όλος ο πυρετός της τεχνοτροπίας του πηγάζει από ό,τι το σπαρακτικό το δράμα αυτό είχε για μια καρδιά που παράδερνε ανάμεσα σε δύο αγάπες. Το αποκορύφωμα της ποιήσεώς του, και συγχρόνως της σκέψεώς του, το έφθασε πρώτα σε βίαιες αναλαμπές, και μετά, γερνώντας, σε μια πιο ήρεμη αυτοκυριαρχία, τότε που η καρδιά του μπόρεσε ν’ ανακαλύψη τα στάχυα και τα τσαμπιά της γης πάνω στην Αγία Τράπεζα. Η χριστιανική του πίστη στάθηκε δυνατή, σταθερή, απαιτητική. Εδήλωνε μόνος του ότι δεν την έχασε ποτέ, κι’ αν καμμιά φορά εξέφραζε με σπαραγμό καμμιά διαφωνία, αυτή αφορούσε τις ατέλειες ή τις προδοσίες της ιστορικής Εκκλησίας. […]


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 3.9.1970, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Η ικανότητά του να συλλαμβάνη μαζί, με εκπληκτική δύναμη, τον αισθητό κόσμο και τον αόρατο κόσμο της ψυχής, το χάρισμά του μετά να εκφράζη τον βαθύτερο μεταξύ τους δεσμό, αυτά κατέστησαν τον Μωριάκ πρώτα μεγάλον συγγραφέα και ύστερα, μόλις στράφηκε προς το μυθιστόρημα, μεγάλον μυθιστοριογράφο. Συνοπτικός, σφοδρός και σαφής, έφερνε το μυθιστόρημα πλησιέστερα προς τη νουβέλλα, ενώ συγχρόνως ύψωνε τον τόνο του για να τον καθιστά ποιητικό. Συνέχισε και ανέβασε ως την τελειότητα την παράδοση του μυθιστορήματος της εσωτερικής ζωής. Ο κατ’ εξοχήν όμως θρησκευτικός χαρακτήρας του προσωπικού του δράματος τον έκανε να δώση σ’ αυτόν τον τύπο του μυθιστορήματος μια χριστιανική νότα, και μάλιστα καθολική, που φάνηκε καινούργια. Δεν ήταν και τόσο αν θυμηθή κανείς τον Σατωμπριάν, τον Σαιντ-Μπεβ ή τον Υισμάν. Κανείς όμως πριν απ’ αυτόν δεν είχε βάλει με τόση σαφήνεια και τόση δύναμη στις συγκρούσεις των ψυχών ό,τι είναι κατ’ ουσίαν χριστιανικό: την επίκληση ή την άρνηση της θείας χάριτος, την έννοια της αμαρτίας. […] Και γι’ αυτόν η αμαρτία δεν ήταν τόσο, από τυπικής πλευράς, μια αθέτηση του νόμου, όσο μια άρνηση της αγάπης.

Το καθολικό κοινό επέδειξε για αρκετόν καιρό διστακτικότητα και αντιπάθεια μάλιστα για έναν συγγραφέα τον οποίο πολλοί χαρακτήριζαν και σαν νοσηρό, διότι σύμφωνα προς τις αρχές της θρησκευτικής του ψυχολογίας προτιμούσε τον αμαρτωλό που φλέγεται από τον θρησκευάμενο που είναι χλιαρός. […]


Υπάρχει το μεγαλείο του συγγραφέως που είναι μόνο συγγραφεύς, και φθείρει όλη τη ζωή του επεξεργαζόμενος ένα στυλ, μια τάξη δηλαδή στη σκέψη του και μια αρμονία στον λόγο του. Υπάρχει όμως κι’ ένα άλλο μεγαλείο, σημαντικώτερο νομίζω, στον άνθρωπο των Γραμμάτων, που κατακτά χάρις στην αξία του έργου του ένα κύρος και μια επιρροή και που άφοβα αποφασίζει να ρίξη αυτές τις δύο κατακτήσεις του στα δράματα της εποχής του. Ο Ραμπελαί, ο Πασκάλ, ο Βολταίρος, ο Σατωμπριάν, ο Ουγκώ, ο Ρενάν, ο Μπαρρές σφυρηλάτησαν την δόξα τους σ’ αυτό το επίπεδο, κι’ ο Μωριάκ ανήκει στην ίδια μ’ αυτούς οικογένεια. Πολύ γρήγορα τον έθελξε η δημοσιογραφία, και δεν υπήρξε μόνον ο χρονογράφος με την κομψή πέννα […]. Πέρα από τις ηθικές παρατηρήσεις και τα ζητήματα τέχνης, την πέννα του την ερέθισαν στο έπακρο οι μαζικές εκδηλώσεις συνειδήσεως, οι ιδεολογικές διαφωνίες και οι πολιτικές ακόμα αντιθέσεις. Και από την απελευθέρωση και μετά, ήσαν οι πολιτικές κρίσεις, οι ίσκιοι του πολέμου, οι φόβοι και οι ελπίδες του έθνους και του κόσμου, με μια λέξη η ιστορία εν τω γίγνεσθαι, που επεστράτευσαν την σκέψη και έθρεψαν τον στοχασμό του μεγάλου συγγραφέως. Και έτσι ο δημοσιογράφος απέκτησε ένα κοινό ευρύτερο από τον μυθιστοριογράφο, κι’ ας είχε τιμηθή με το Βραβείο Νομπέλ.

[…]


Ο μεγάλος Μωριάκ ήταν αυτός που διεκδικούσε εν ονόματι της ουμανιστικής και χριστιανικής συνειδήσεως, στην πολιτική και στον πόλεμο, όχι μόνο τις καλές προθέσεις αλλά και την αγνότητα των μέσων, και που ήθελε ο σεβασμός προς την τιμή να μη ξεχωρίζεται από την αγάπη προς την πατρίδα. Τότε ήταν που ο κόσμος βρισκόταν θέλοντας και μη στην υποχρέωση ν’ ακούη αυτή τη βραχνή και τραυματισμένη φωνή που αντιδονούσε στην αναμπουμπούλα και που σήμερα θα λείψη τόσο πολύ.

Αυτός υπήρξε σαν ποιητής, μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος, θεατρικός συγγραφεύς, δημοσιογράφος ο Φρανσουά Μωριάκ: πάντοτε ο υπηρέτης του πνεύματος, πάντοτε ο άνθρωπος με την άγρυπνη πίστη.

[…]


Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι […] στάθηκε καλός παίκτης. Ποτέ δεν εξαπάτησε. Τους κινδύνους τούς αντιμετώπισε με τόλμη. Το άτομό του το υπεστήριξε με περηφάνεια. Τα ελαττώματά του (ένας συνδυασμός εγωισμού κι’ αδιαφορίας, μια σκληρότητα επίσης στην ειρωνεία) τα ισοφάρισε με την σπουδαιότητα του έργου του και την γενναιοδωρία των πράξεών του. Χάρις σε μια τεχνική πάρα πολύ τέλεια, για να φοβάται τη σκουριά, και χάρις σ’ ένα ενδιαφέρον πάρα πολύ διεθνές, για να λησμονηθή ποτέ, το έργο του παραμένει και θ’ αποτελέση μια μαρτυρία για τον αιώνα μας.

*Αποσπάσματα από το κείμενο με το οποίο είχε αποχαιρετήσει τον Φρανσουά Μωριάκ, μέσα από τις στήλες της Le Monde, ο λογοτέχνης και ακαδημαϊκός Πιέρ-Ανρί Σιμόν (Pierre-Henri Simon, 1903-1972). Το κείμενό του είχε αναδημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 1970.


Ο Πιέρ-Ανρί Σιμόν

Μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, ο Φρανσουά Μωριάκ (François Mauriac), διακεκριμένος μυθιστοριογράφος του 20ού αιώνα, τιμήθηκε με το Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1952.

Ο Μωριάκ γεννήθηκε στο Μπορντώ στις 11 Οκτωβρίου 1885 και απεβίωσε στο Παρίσι την 1η Σεπτεμβρίου 1970.