Πολλές φορές λέμε ότι οι άνθρωποι έχουν κοντή μνήμη και η καθημερινότητα τους κάνει από ένα σημείο και έπειτα να σκέφτονται μόνο αυτό που συμβαίνει εδώ και τώρα, προσπερνώντας όσα έγιναν.

Μόνο που δεν ισχύει πάντα αυτή η κοινότοπη παρατήρηση. Γιατί οι άνθρωποι δεν ξεχνούν. Αυτά που τους άγγιξαν, που τους πλήγωσαν, που τους μάτωσαν, που τους τρόμαξαν, τα κουβαλάνε μέσα τους, ακόμη και όταν δεν τα συζητούν.

Και κάτι τέτοιο ήταν τα Τέμπη.

Και γι’ αυτό τον λόγο 42.000 άνθρωποι έσπευσαν να πάρουν εισιτήρια για τη μεγάλη συναυλία για τα Τέμπη, πολλές χιλιάδες ακόμη την παρακολούθησαν σε προβολές της ζωντανής μετάδοσης σε όλη την Ελλάδα και πάρα πολλοί την παρακολούθησαν και διαδικτυακά. Πράγματα που πολύ απλά δεν συμβαίνουν κάθε μέρα…

Γιατί τα Τέμπη δεν ήταν απλώς μια τραγωδία, ένα μεγάλο δυστύχημα, η απώλεια 57 ζωών, τα ανείπωτα που θα με στοιχειώνουν μια ζωή, όταν έφτασα εκεί λίγες ώρες μετά και το μόνο που σκεφτόμουν ήταν λες και ο θάνατος ήθελε να αφήσει το πιο βαθύ του αποτύπωμα.

Ήταν και αυτό που γράφτηκε από τότε ξανά και ξανά και κάθε φορά είναι το ίδιο τρομακτικό, το ίδιο εξοργιστικό: «από τύχη ζούμε». Ότι θα μπορούσαμε να είμαστε και εμείς εκεί. Ότι θα μπορούσαν να είναι και τα δικά μας παιδιά. Ότι θα μπορούσαμε και εμείς να είμαστε αντιμέτωποι με το ασύλληπτο.

Δηλαδή ένα βαθύτερο αίσθημα ανασφάλειας, μια αίσθηση ότι οι εγγυήσεις έναντι κινδύνων που είχαμε δεδομένες από τη μεριά του κράτους, πλέον δεν υπάρχουν. Ότι μπορεί να ανέβεις σε ένα τρένο και απλώς να μην κατέβεις ποτέ. Ότι μπορεί να χαιρετήσεις το παιδί σου και να είναι η τελευταία φορά που το βλέπεις. Ότι μπορεί το μήνυμα που απλώς θα επιβεβαίωνε την άφιξη να μην έρθει ποτέ.

Οι άνθρωποι που συγκλονίστηκαν τότε από αυτό το γεγονός μπορεί να μην μπορούν να κάνουν όλοι αναλύσεις για το πώς οι πολιτικές των ιδιωτικοποιήσεων και της απορρύθμισης, υπονόμευσαν την ασφάλεια κρίσιμων υποδομών, ή για το πώς στη χώρα μας διαμορφώθηκε ένα «μοντέλο ανάπτυξης» που έκανε ορισμένα «μεγάλα έργα», ιδίως αυτά που έχουν να κάνουν με τον σιδηρόδρομο, μια μεγάλη «αρπαχτή» ευρωπαϊκών κονδυλίων χωρίς αντίκρισμα. Όμως, ξέρουν πολύ καλά σε τι καταλήγουν όλα αυτά.

Και επίσης καταλαβαίνουν ότι υπάρχουν ευθύνες. Γιατί έχουν τη δικαιολογημένη απαίτηση οι εκπρόσωποι της πολιτικής εξουσίας να μπορούν να εξασφαλίσουν ότι ένα έργο θα ολοκληρωθεί. Ότι τα συστήματα ασφαλείας θα εγκατασταθούν. Ότι τα τρένα δεν θα κινούνται στη λογική «πάμε κι όπου βγει». Ότι οι αρμόδιοι δεν θα οχυρώνονται πίσω από τη διαρκή μεταφορά της ευθύνης στις πλάτες κάποιου άλλου.

Και προφανώς έχουν δύο μεγάλες απαιτήσεις: Η πρώτη να διερευνηθεί το δυστύχημα και να αποδοθούν ευθύνες εκεί που πρέπει. Η δεύτερη να ληφθούν όλα τα μέτρα για ασφαλή μετακίνηση.

Όμως, εδώ αρχίζουν τα προβλήματα. Καταρχάς, εξακολουθεί να μην έχει αποσαφηνιστεί πλήρως τι έγινε με το δυστύχημα: από το γιατί ακριβώς και κάτω από ποιες συνθήκες βρέθηκαν στην ίδια γραμμή τα τρένα έως το τι ακριβώς κουβαλούσε η εμπορική αμαξοστοιχία και συνέβαλε στην τρομακτική έκρηξη και πυρκαγιά. Και όχι μόνο αυτό, αλλά φαίνεται πως διάφορες αποφάσεις που πάρθηκαν τις πρώτες ώρες μετά το δυστύχημα είχαν ως αποτέλεσμα το «μπάζωμα» του τόπου του ατυχήματος και την εκ των πραγμάτων εξαφάνιση πολύτιμων στοιχείων. Για να μην αναφερθώ στο ότι είχαμε ακόμη και φαινόμενα «μονταζιέρας» σε μια προσπάθεια να κατασκευαστεί ένα αφήγημα όπου στο κέντρο θα ήταν πρωτίστως το «ανθρώπινο λάθος». Εξακολουθεί να αποτελεί προσβολή στη μνήμη των νεκρών ότι τόσους μήνες μετά εξακολουθούμε ακόμη «στα σκοτεινά να βαδίζουμε» για κρίσιμες πλευρές της τραγωδίας.

Έπειτα, υπάρχει το μεγάλο ερώτημα του εάν έχουν αναζητηθεί όλες οι ευθύνες. Η κυβερνητική πλευρά οχυρωμένη πίσω από την επιμονή στο ατύχημα ως αποτέλεσμα ανθρώπινου λάθους και εκμεταλλευόμενη την πλειοψηφία της και τις προβλέψεις περί άρσης ασυλίας φάνηκε σαν να προσπαθεί κυρίως να προστατεύσει εμπλεκόμενους παρά να τους φέρει αντιμέτωπους με τις ευθύνες τους. Ως αποτέλεσμα, το ζήτημα συζητήθηκε πιο εξαντλητικά και πιο αυστηρά στο Ευρωκοινοβούλιο παρά στο ελληνικό κοινοβούλιο. Ακόμη χειρότερα, το αποτέλεσμα των εκλογών του 2023 θεωρήθηκε και τελεσίδικη ετυμηγορία περί των πολιτικών ευθυνών.

Όμως, η κοινωνία ουδέποτε σταμάτησε να απαιτεί διερεύνηση πλήρη και απόδοση ευθυνών. Γιατί πολύ απλά ξέρει ότι όταν δεν διερευνώνται εξαντλητικά τα αίτια που οδήγησαν σε μια τέτοια τραγωδία, που προφανώς είναι σύνθετα και με βάθος χρόνου, και όταν δεν αποδίδονται οι ευθύνες οι πραγματικές τόσο πιο πιθανό η τραγωδία να επαναληφθεί. Και τα πρόσφατα παραδείγματα με παρ’ ολίγο νέα σιδηροδρομικά ατυχήματα ενισχύουν και τον φόβο και την οργή της.

Οι άνθρωποι ξέρουν πολύ καλά ότι δεν μπορούν να κάνουν κάτι για να φέρουν πίσω αυτές και αυτούς που χάθηκαν. Ξέρουν, όμως, εξίσου καλά, ότι μπορούν και πρέπει να κάνουν αυτό που πρέπει για να αποδοθεί δικαιοσύνη. Όχι μόνο να τιμωρηθούν όσοι πρέπει, όσο – και κυρίως – να γίνουν αυτά που πρέπει ώστε να μη ξαναζήσουμε τον ίδιο πόνο.

Αυτό το αίτημα για απαντήσεις σε ερωτήματα που παραμένουν αναπάντητα, για δικαιοσύνη, για ευθύνη φώναξαν χιλιάδες άνθρωποι, σε όλη την Ελλάδα.

Ένα αίτημα, προς το παρόν, εξοργιστικά αδικαίωτο.