Στην ιστορία της Ελληνικής Αριστεράς τα γεγονότα της Τασκένδης έχουν μείνει στην ιστορία ως μια τραυματική εμπειρία.

Ήταν το 1955, λίγα χρόνια μετά την ήττα στον Εμφύλιο.

Στο εσωτερικό των Ελλήνων κομμουνιστών υπήρχε μια έντονη αντιπαράθεση για την κατεύθυνση που έπρεπε να πάρει το κίνημα. Ζαχαριαδικοί εναντίον αντιζαχαριαδικών προσπαθούσαν να πάνε το κόμμα σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Έβαζαν κάπως το χέρι τους και οι Σοβιετικοί σε εκείνη τη μεταβατική περίοδο που ο Στάλιν είχε πεθάνει, αλλά δεν είχε ακόμη υποστεί τη δημόσια καταδίκη του 1956.

Και τότε ξέσπασαν τα γεγονότα της Τασκένδης καθοριστικά για το μεγάλο ρήγμα στο ΚΚΕ. Ακόμη και σήμερα αντικρουόμενες είναι οι απόψεις για το πώς ξεκίνησαν και τελικά ποιος είχε την ευθύνη. Ωστόσο, το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Σύντροφοι που είχαν βρεθεί στο αντάρτικο και μετά στον Δημοκρατικό Στρατό να πιάνονται στα χέρια και να πέφτει άγριο ξύλο. Του Πάνου Δημητρίου του έκοψαν το αυτί στη σύγκρουση.

Γιατί καλώς ή κακώς στην Αριστερά δεν είναι πάντα όλες οι συζητήσεις «ήρεμες». Όταν τα διακυβεύματα είναι μεγάλα οι συγκρούσεις  είναι έντονες, ακόμη και βίαιες.

Και μερικές φορές είναι αναγκαίο οι συγκρούσεις να είναι έντονες, ενίοτε αναπόφευκτο και βίαιες. Ιδίως όταν αυτό που κρίνεται είναι εάν θα ανακοπεί ή όχι μια διαλυτική πορεία.

Με αυτή την έννοια, και τηρουμένων βεβαίως των αναλογιών, ναι, το ζήτημα δεν είναι ότι στον ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισαν έστω και με επεισοδιακό τρόπο όχι μόνο να απαλλαγούν από τον Στέφανο Κασσελάκη, αλλά και να ανακόψουν οποιοδήποτε ενδεχόμενο να επιστρέψει και να διεκδικήσει την επανεκλογή του. Γιατί προφανώς συνειδητοποίησαν -με τραγική βεβαίως καθυστέρηση και παλινωδίες που εξέθεσαν πρόσωπα και καταστάσεις – ότι ένα κόμμα της Αριστεράς δεν μπορούσε να έχει για ηγέτη κάποιον που δεν ήταν Αριστερός και οι απόψεις του συχνά θύμιζαν Τραμπ.

Καμιά αντίρρηση επί της αρχής. Κάποιες φορές έτσι πρέπει να γίνονται αυτές οι δουλειές.

Αρκεί βέβαια μετά να ξέρεις τι θα κάνεις. Να έχεις σχέδιο, κατεύθυνση, σαφές ζητούμενο.

Γιατί το πρόβλημα στον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ότι εξέλεξαν τον Κασσελάκη και μετά αποφάσισαν ότι ήταν μια καταστροφική επιλογή.

Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχουν ούτε σκεφτεί ούτε συζητήσει πώς έφτασαν σε αυτό το σημείο, δεν έχουν κάνει πραγματική αποτίμηση και αυτοκριτική, δεν έχουν ασχοληθεί με το ποια πολιτική πρέπει να ακολουθήσουν για να μπορέσει να υπάρξει ξανά μια πειστική αντιπολίτευση, δεν έχουν καν αγγίξει το ερώτημα του πώς μπορεί να υπάρξει μια υπέρβαση του ΣΥΡΙΖΑ προς την ανασυγκρότηση μιας σύγχρονης δημοκρατικής παράταξης που θα μπορούσε να δώσει ξανά ελπίδα και να εμπνεύσει τη μεσαία τάξη και τα λαϊκά στρώματα.

Με τον ίδιο τρόπο που χρόνια τώρα δεν συζητάνε πραγματικά ούτε παράγουν επί της ουσίας πολιτική, εγκλώβισμένοι όπως ήταν στη λογική του «ώριμού φρούτου» μέχρι το 2023.

Και όταν ήρθε το εκλογικό χαστούκι πέρυσι, η αντίδρασή δεν ήταν η ανασυγκρότηση και η σε βάθος ανάλυση και επανεκτίμηση της γραμμής και της στρατηγικής. Η αντίδραση ήταν μια βιαστική εκλογή ηγεσίας που έδωσε όλο το περιθώριο σε μια υποψηφιότητα όπως του Κασσελάκη να «μαζέψει το χαρτί».

Θα τα καταφέρουν τώρα;

Πολύ φοβάμαι πως όχι. Γιατί μπορεί να ολοκληρώσουν τη διαδικασία στο Συνέδριο και να πάνε σε εκλογή χωρίς τον Κασσελάκη υποψήφιο, όμως το τραύμα θα είναι ούτως ή άλλως βαθύ.

Γιατί όλο αυτό τον καιρό το πρόβλημα δεν είναι ότι υπάρχει έντονη πολιτική σύγκρουση εντός του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό μπορεί να είναι ακόμη και αφορμή για μεγαλύτερη συσπείρωση.

Το πρόβλημα είναι ότι στην κοινωνία είναι ασαφές ποιο είναι το νόημα όλων αυτών. Ποιο το επίδικο. Ποιο το πολιτικό ερώτημα που συζητούν.

Αυτό που φτάνει στην κοινωνία είναι ένας σκυλοκαβγάς με επίδικο τις καρέκλες, που απλώς επιταχύνει τη διάλυση και δημιουργώντας μια προσβλητική για την Αριστερά αντίληψη για τους λόγους σύγκρουσης απογοητεύει ακόμη περισσότερο και κάνει τους ανθρώπους να γυρνάνε την πλάτη όχι στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά στην πολιτική γενικά.

Και πρέπει να καταλάβουν ότι πλέον δεν έχουν τον Κασσελάκη ως άλλοθι. Πλέον κρίνονται για όσα όντως κάνουν, επιλέγουν, λένε.

Πράγμα που σημαίνουν ότι πρέπει να δουν τα ουσιαστικά ερωτήματα. Κοντολογίς να δουν εάν θα παραμείνουν μέρος του προβλήματος – και αυτό θα κάνουν εάν η σκέψη τους μείνει εγκλωβισμένη σε ένα μοντέλο ΣΥΡΙΖΑ που εμφανώς έχει κλείσει τον κύκλο του –, ή της λύσης του, δηλαδή της δικής τους συμβολής σε κάτι ευρύτερο και αναγκαστικά νέο. Ευθύνη που βαραίνει, προφανώς, και όσους επιμένουν να «τηρούν αποστάσεις», είτε θέλουν να το παραδεχτούν είτε όχι.