Ο θάνατος του Καστοριάδη έδωσε αφορμή να εκφραστούν ποικίλα σχόλια για ένα σημαντικό όσο και αμφιλεγόμενο έργο. Έτσι, από τη μια μεριά, το πνευματικό κατεστημένο, ιδιαίτερα στη Γαλλία, εξέφρασε αβασάνιστα τον θαυμασμό του για το έργο του, χωρίς καμμία βαθύτερη κατανόηση του αντι-καθεστωτικού του νοήματος, συνήθως με βάση τα αντι-μαρξιστικά και αντι-σοβιετικά στοιχεία του έργου του. Από την άλλη μεριά, τμήμα της μαρξιστικής Αριστεράς, ιδιαίτερα της τροτσκιστικής, είτε απέρριψε το έργο του ολοκληρωτικά, με βάση τις συντηρητικές πολιτικές και ιδεολογικές θέσεις που βρίσκουν σε αυτό, είτε αντιπαρέβαλε τον ύστερο «ανθρωπιστικό» χαρακτήρα του έργου του με την παλαιότερη επαναστατική σκέψη του.

Παρόμοιες τάσεις παρουσιάστηκαν και στη γενέτειρά του. Έτσι, από τη μια μεριά, πρώην αριστεροί διανοούμενοι, οι οποίοι σήμερα έχουν κατασκευάσει ένα είδος ιδεολογικής «σούπας» που αναμιγνύει χριστιανισμό και ηθική με τον εθνικισμό, δεν έκρυβαν την οργή τους εναντίον ενός στοχαστή ο οποίος έδειξε με αποτελεσματικό τρόπο (σε αντίθεση με μερικούς σύγχρονους αναρχικούς του αγλλοσαξονικού κόσμου) τη θεμελιακή ασυμβατότητα μεταξύ σπιριτουαλισμού γενικώς, θρησκείας και εθνικισμού, από τη μια πλευρά, και αυτονομίας, πραγματικής δημοκρατίας και απελευθερωτικού προτάγματος από την άλλη. Εξ άλλου, στα πάμπολλα αφιερώματα για τον συγγραφέα, κατά κανόνα, αποσιωπάται ο αντικαθεστωτικός χαρακτήρας της πολιτικής σκέψης του. […]


Όπως συμβαίνει συνήθως με τους μεγάλους στοχαστές, νομίζω ότι το πρώιμο έργο του Καστοριάδη πρέπει να διαχωριστεί από το ύστερο έργο του. Το πρώιμο έργο του στόχευε στην εμβάθυνση του σοσιαλισμού (εργατική αυτοδιεύθυνση κ.λπ.) και στην παράλληλη κριτική αυτού που ο ίδιος θεωρούσε «παραδοσιακό» ή μη επαναστατικό στοιχείο στη μαρξιστική σκέψη (ιστορικοί «νόμοι» της κοινωνικής ανάπτυξης κ.λπ.). Αντίθετα, στο ύστερο έργο του, υπερβαίνοντας όχι απλώς τον μαρξισμό αλλά με μια έννοια το ίδιο το σοσιαλιστικό πρόταγμα, στόχευε σε μια ερμηνεία της φιλοσοφίας και της δημοκρατίας με βάση την κεντρική έννοια της ατομικής και συλλογικής αυτονομίας. Κοινωνική αυτονομία, για τον Καστοριάδη, σημαίνει ότι η κοινωνία όχι μόνο θέτει τους δικούς της νόμους, αλλά και αναγνωρίζει αυτήν ως πηγή των νόμων της. Παρόμοια, ατομική αυτονομία σημαίνει ότι το άτομο θέτει τους δικούς του νόμους, εν πλήρει συνειδήσει και έχοντας επίγνωση των επιθυμιών και αληθινών αναγκών του. Με αυτήν την έννοια, αυτονομία σημαίνει την απεριόριστη αμφισβήτηση του νόμου και των θεμελίων του, καθώς και την ικανότητα του πράττειν, του ποιείν και του θεσμίζειν. […]

Στην προβληματική του Καστοριάδη, η ιστορία είναι μια φαντασιακή δημιουργία, η περιοχή στην οποία εκδιπλώνεται η ανθρώπινη δημιουργία, ενώ η ίδια η δημοκρατία, και φυσικά η φιλοσοφία, δεν είναι προϊόντα κάποιας ιστορικής εξελικτικής διαδικασίας, αλλά, αντίθετα, είναι δημιουργίες, οι οποίες αντιπροσωπεύουν μια ρήξη με τη θεσμισμένη παράδοση. […]


Ο Κορνήλιος Καστοριάδης

Μολονότι, όμως, ο Καστοριάδης δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι οι φαντασιακές σημασίες δεν δημιουργούνται εκ του μηδενός («η θεσμίζουσα κοινωνία, ανεξάρτητα από το πόσο ριζοσπαστική μπορεί να είναι η δημιουργία της, πάντοτε λειτουργεί με αφετηρία το ήδη θεσμισμένον και στη βάση του ήδη υπάρχοντος»), επικρίνει τον Μαρξ, διότι ο τελευταίος έβλεπε τον ρόλο του φαντασιακού περιορισμένο, στη διάρκεια ολόκληρης της περιόδου της σπάνεως από την προϊστορία μέχρι τον κομμουνισμό, συγκεκριμένα, σαν λειτουργικό, σαν έναν «μη οικονομικό» κρίκο της «οικονομικής» αλυσίδας.

Όμως, εάν ο Μαρξ περιόριζε τη σημασία του φαντασιακού, θα μπορούσε κανείς, αντίστοιχα, να ερμηνεύσει μερικές, επιφανειακά ανεξήγητες και κάθε άλλο παρά ριζοσπαστικές, θεωρητικές ή πολιτικές θέσεις του Καστοριάδη με βάση την από μέρους του υπερτίμηση του φαντασιακού στοιχείου στην ιστορία και τη συνακόλουθη υποτίμηση των «συστημικών» στοιχείων. Παραδείγματος χάριν, πρόσφατα υποστήριξε τη θέση ότι ο καπιταλισμός σήμερα στρέφεται εναντίον της ίδιας του της «λογικής», όταν, απελευθερώνοντας και απορρυθμίζοντας τις αγορές, μετατρέπει την παγκόσμια οικονομία σε ένα «πλανητικό καζίνο». Έτσι, ξεκινώντας από την υπόθεση ότι σήμερα κανένας δεν ελέγχει την οικονομία, εξάγει το συμπέρασμα (που θεωρώ εσφαλμένο) ότι «κανένας δεν μπορεί να πει σήμερα ότι η λειτουργία της οικονομίας εκφράζει σαφώς καθορισμένα συμφέροντα, αν όχι συγκεκριμένων καπιταλιστών, της καπιταλιστικής τάξης, γενικά, εφόσον αυτό που συμβαίνει τη στιγμή αυτή, με το χάος που επικρατεί στην παγκόσμια οικονομία, δεν είναι προς το συμφέρον της καπιταλιστικής τάξης, αλλά απλώς εκφράζει την ανικανότητά της στο να διευθύνει το ίδιο της το σύστημα». Όμως, θα μπορούσε κανένας να αντιτάξει τη θέση ότι το σημερινό «χάος» της παγκόσμιας οικονομίας είναι στην πραγματικότητα αναπόφευκτο αποτέλεσμα της απελευθέρωσης των αγορών και ιδιαίτερα των αγορών κεφαλαίου, η οποία όχι μόνο δεν είναι ανεπιθύμητη, αλλά ικανοποιεί πλήρως τις ανάγκες της σημερινής διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς.

[…]


Ανάλογα, θα μπορούσε κανείς να επικρίνει τη θέση του Καστοριάδη για την υποτιθέμενη αυτονομία της σημερινής τεχνο-επιστήμης.

Εξ ίσου αμφιλεγόμενες είναι οι πολιτικές θέσεις του Καστοριάδη σε σχέση με τα Δεκεμβριανά, που σηματοδότησαν την αρχή του εμφυλίου πολέμου και τα οποία είχε χαρακτηρίσει ως απόπειρα πραξικοπήματος από το ΚΚΕ, ή, αντίστοιχα, σε σχέση με τη Σοβιετική Ένωση, την οποία είχε χαρακτηρίσει ως τη μόνη Υπερ-δύναμη, που «διεξάγει, και έχει τη δυνατότητα να διεξάγει αυτήν τη στιγμή, μια επιθετική πολιτική». Μια Υπερ-δύναμη, η οποία υποτίθεται ότι μεταπολεμικά ανέτρεψε την «ισορροπία» του συσχετισμού δυνάμεων και δημιούργησε μια μαζική ανισορροπία υπέρ αυτής σε μια κατάσταση «που είναι πρακτικά αδύνατο να επανορθωθεί για τους Αμερικανούς». Είναι φανερό ότι η θέση αυτή, που διατυπωνόταν στις αρχές της δεκαετίας του 1980, δεν είχε σχεδόν καμμία σχέση με την πραγματικότητα (μολονότι, βέβαια, έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης από τα δυτικά κατεστημένα —για προφανείς λόγους— στην ψυχροπολεμική ρητορική τους). Ιδιαίτερα, μάλιστα, εάν πάρει κανείς υπ’ όψιν ότι την ίδια ακριβώς στιγμή η αμερικανική άρχουσα ελίτ στραγγάλιζε κυριολεκτικά την αντίστοιχη σοβιετική ελίτ μέσω του ανταγωνισμού των εξοπλισμών — ενός ανταγωνισμού που συνέβαλε αποφασιστικά στην κατάρρευση του «υπαρκτού» σοσιαλισμού.


Επίσης, μολονότι η κριτική της ολοκληρωτικής γραφειοκρατίας στις χώρες του «υπαρκτού» σοσιαλισμού είναι βασικά ορθή, θα μπορούσε κανείς να διαφωνήσει με τη στάση του Καστοριάδη, που αγνοούσε εντελώς το γεγονός ότι οι χώρες αυτές είχαν επιτύχει (έστω σε πολύ χαμηλό επίπεδο) την κάλυψη των βασικών αναγκών των πολιτών τους (απασχόληση, υγεία, εκπαίδευση, στέγαση, επισιτισμός). Πράγμα που έκανε τραγικά φανερό η σημερινή καταστροφική οπισθοδρόμηση στην κάλυψη των αναγκών αυτών, ως αποτέλεσμα της ενσωμάτωσης της Ανατολικής Ευρώπης στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ο Καστοριάδης, στην ερώτηση εάν οι δυτικές «φιλελεύθερες ολιγαρχίες» ήταν προτιμητέες σε σχέση με τις ολοκληρωτικές γραφειοκρατίες στην Ανατολή ως βάσεις στον δρόμο για μια αυτόνομη κοινωνία, πάντα εξέφραζε την ανεπιφύλακτη προτίμησή του για τις πρώτες. Την προτίμηση αυτή τη στήριζε στο (ορθό) επιχείρημα ότι τα δυτικά καθεστώτα εμπεριείχαν «σπέρματα αυτονομίας», τα οποία είχαν δημιουργηθεί μέσα από τους μακρόχρονους κοινωνικούς αγώνες που αναπτύχθηκαν στη μετα-μεσαιωνική περίοδο. Όμως, το ερώτημα που ανακύπτει εδώ είναι κατά πόσον το συμπέρασμα αυτό είναι ακόμη βάσιμο σήμερα, όταν η νεοφιλελεύθερη συναίνεση στη Δύση, στην ουσία, αποδιαρθρώνει το κράτος πρόνοιας, το οποίο λειτουργούσε ως υλική βάση για την ανάπτυξη του προτάγματος της αυτονομίας, ενώ συγχρόνως υπονομεύει με επιτυχία τα ιστορικά σπέρματα αυτονομίας (εργατικά δικαιώματα, συνθήκες εργασίας, ατομικές ελευθερίες κ.λπ.).

[…]


Συμπερασματικά, παρά τις οποιεσδήποτε αμφιλεγόμενες θέσεις, το καστοριαδικό έργο συνιστά […] βασικό στοιχείο για την ανάπτυξη ενός νέου απελευθερωτικού προτάγματος. Σίγουρα, όμως, το έργο αυτό δεν προσφέρεται για τη διατύπωση ενός νέου δόγματος, πράγμα που εξ ορισμού αποκλείει η καστοριαδική αντίληψη της αυτονομίας και η συνακόλουθη αντίληψη της δημοκρατίας. Η συμβολή του στην αυτόνομη-δημοκρατική παράδοση υπήρξε αποφασιστική και η κριτική που άσκησε στη χαμπερμασιανή αντίληψη της δημοκρατίας (ιδιαίτερα του συρμού σήμερα στην «Αριστερά») ως συνόλου διαδικασιών και όχι ως πολιτεύματος ήταν σαρωτική.

*Αποσπάσματα από κείμενο του Τάκη Φωτόπουλου, που έφερε τον τίτλο «Ο Καστοριάδης και η δημοκρατική παράδοση» και είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό Νέα Κοινωνιολογία το φθινόπωρο του 2000 (τεύχος 31).

O πολιτικός φιλόσοφος και συγγραφέας Τάκης Φωτόπουλος γεννήθηκε στη Χίο στις 14 Οκτωβρίου 1940.


Σπούδασε Νομικά και Πολιτικές και Οικονομικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στα Οικονομικά στο Λονδίνο (London School of Economics).

Διετέλεσε καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Βορείου Λονδίνου από το 1969 έως το 1989.


Στο πλούσιο συγγραφικό έργο του Φωτόπουλου περιλαμβάνονται δεκάδες βιβλία και εκατοντάδες άρθρα στην ελληνική και σε άλλες γλώσσες.