Εμφύλιος: Ο άπελπις αγώνας
Αντεπαναστατική ενέργεια η Συμφωνία της Βάρκιζας
- Μέλος κυκλώματος που διέπραττε τηλεφωνικές απάτες ήταν η Ειρήνη – Τι λένε τα θύματα της σπείρας
- Πώς το Προσφυγικό πλήττει βαριά τη Μελόνι – Το πολιτικό φιάσκο της συμφωνίας Ιταλίας-Αλβανίας
- Ποινή φυλάκισης 51 μηνών εξαγοράσιμη και με αναστολή στον πατέρα Αντώνιο
- Κοινή αναφορά στη Βουλή από τους ανεξάρτητους βουλευτές πλησίον Κασσελάκη
Πριν από 75 χρόνια, το Σάββατο 15 Οκτωβρίου 1949, ανακοινώθηκε από το ραδιοσταθμό της «Ελεύθερης Ελλάδας» ο τερματισμός των πολεμικών επιχειρήσεων από πλευράς του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ).
Οι μέχρι τότε εμφύλιες εχθροπραξίες (1946-1949) είχαν στοιχίσει τη ζωή σε δεκάδες χιλιάδες άτομα που ανήκαν και στις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις, ενώ στον τραγικό απολογισμό έπρεπε να προστεθούν ακόμα περισσότεροι τραυματίες και αγνοούμενοι.
Στο πλαίσιο της σχετικής προκήρυξης που είχε εκδώσει η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση (ΠΔΚ), η οποία είχε συγκροτηθεί από το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ το 1947, διευκρινιζόταν ότι η λήξη των εχθροπραξιών δε σήμαινε ότι ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας καταθέτει τα όπλα.
Χρειάστηκε να παρέλθουν σχεδόν δεκατρία χρόνια και να φθάσουμε στις 23 Ιουλίου 1962, ώστε να συνοδευτεί η προαναφερθείσα παύση των επιχειρήσεων στο στρατιωτικό πεδίο από τη λήξη του Εμφυλίου και σε δικαιικό επίπεδο — τότε υπεγράφη το νομοθετικό διάταγμα 4234 από το βασιλιά Παύλο.
Στο διαβόητο Εμφύλιο ήταν αφιερωμένο ένα δισέλιδο άρθρο του «Ταχυδρόμου» που είχε κυκλοφορήσει στις 12 Μαΐου 1977. Στο σχετικό δημοσίευμα, που έφερε την υπογραφή του αειμνήστου δημοσιογράφου και συγγραφέα Βάσου Μαθιόπουλου (1928-2013), αποκαλύπτονταν πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες αναφορικά με το παρασκήνιο των εξελίξεων που οδήγησαν στον αδελφοκτόνο σπαραγμό και στις εθνοκτόνες συγκρούσεις των ετών 1946-1949.
Ο Μαθιόπουλος είχε ταξιδέψει στην τότε ενωμένη Γιουγκοσλαβία ως ειδικός απεσταλμένος του «Ταχυδρόμου», προκειμένου να συναντηθεί με κυβερνητικούς και μη παράγοντες που είχαν ζήσει —ορισμένοι εξ αυτών διαδραματίζοντας πρωταγωνιστικό ρόλο— τα δραματικά γεγονότα της εν λόγω περιόδου, που έμελλε να αποδειχθούν καθοριστικά όχι μόνο για την πατρίδα μας αλλά και για το βαλκανικό χώρο εν γένει.
Ένας από τους συνομιλητές του Μαθιόπουλου ήταν ο Σβέτοζαρ Μπουκμάνοβιτς – Τέμπο, στενός συνεργάτης του στρατάρχη Τίτο, προέδρου της Γιουγκοσλαβίας. Ο Τέμπο, τότε ένας 65χρονος συνταξιούχος που ετιμάτο από το καθεστώς ως βετεράνος, υπήρξε ο σύνδεσμος των Γιουγκοσλάβων με το ΕΑΜικό αντιστασιακό κίνημα στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής, αργότερα δε διετέλεσε αρχηγός των γιουγκοσλαβικών ενόπλων δυνάμεων, υπουργός και αντιπρόεδρος της γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης.
«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 12.5.1977, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα, ο Μαθιόπουλος συζήτησε μαζί του —παρουσία και της γυναίκας του, άλλοτε αντάρτισσας κι αυτής— επί πέντε ώρες για την Κατοχή και τον Εμφύλιο στην Ελλάδα, για τον Βελουχιώτη, τον Τζήμα και τον Σιάντο.
Με διαυγέστατη —όπως σημειώνει ο Μαθιόπουλος— μνήμη ύστερα από 34 ολόκληρα χρόνια (είχε πρωτομπεί στην Ελλάδα το 1943), ο Τέμπο είχε αποκαλύψει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα στο γνωστό δημοσιογράφο του «Ταχυδρόμου»:
Ο Στάλιν ουσιαστικά ήταν αντίθετος στον εμφύλιο πόλεμο της Ελλάδας του ’46-’49. Και δε θέλησε να βοηθήσει το κίνημα αυτό. Όσο εμείς υποστηρίζαμε την ελληνική υπόθεση εκείνη την εποχή, τόσο ο Στάλιν μάς απέτρεπε. Γιατί, προφανώς, η πολιτική μας αυτή ερχόταν σ’ αντίθεση με τη συμφωνία που είχε κλείσει με τον Τσώρτσιλ στη Μόσχα, στις 9 Οκτωβρίου του ’44. Όταν, από κοινού, έγραψαν το περίφημο χαρτάκι, πάνω στο οποίο μοιράστηκαν εκατομμύρια άνθρωποι στα Βαλκάνια, και μαζί η Ελλάδα και η Γιουγκοσλαβία. Η Ελλάδα 90% προσφέρθηκε στους Άγγλους και 10% στους Ρώσους. Όταν, το ’48, ήρθαμε σε σύγκρουση με την Κομινφόρμ, τότε ο Στάλιν εμφανίστηκε πως υποστήριζε τους Έλληνες αριστερούς στην περίοδο ’48-’49.
Πριν αρχίσει ο Εμφύλιος, δεν ξέρω αν και ποιους συμβουλεύτηκαν οι Έλληνες αριστεροί ηγέτες. Ρωτήθηκε ο Στάλιν; Εμείς; Δεν το γνωρίζω. Προσωπικά, ήμουνα τότε επιφορτισμένος με άλλα καθήκοντα και δεν ήμουν τόσο κοντά στα ελληνικά πράγματα, όπως το ’44. Αλλά ξέρω πολλές πηγές, μελέτησα αρχεία και μετείχα άμεσα σε πολλές συσκέψεις.
Ποιος έδωσε την εντολή να ξαναρχίσει, μετά τη Βάρκιζα, ο αγώνας; Αυτό πρέπει να εξακριβωθεί. Η αλήθεια είναι πως ο δεύτερος αυτός αγώνας άρχισε όχι με συμβατικό τρόπο. Και φαίνεται πως, μετά τη Βάρκιζα, είχαν στενή επαφή με τη Μόσχα οι Έλληνες.
«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 12.5.1977, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Γεγονός είναι πως η ελληνική κομμουνιστική ηγεσία, το ’46, έπεσε θύμα της πολιτικής των Μεγάλων και μπλέχτηκε στα δίχτυα, κατά κάποιο τρόπο, του Στάλιν και των Άγγλων, τη στιγμή ακριβώς που άναβε ο ψυχρός πόλεμος στην περιοχή μας. Σε κάθε περίπτωση, κι όταν άρχισαν ξανά τον αγώνα στα 1946, εμείς τους βοηθήσαμε με όλα μας τα μέσα, με ό,τι διαθέταμε: πολιτικά τους συμπαρασταθήκαμε, ηθικά τους υποστηρίξαμε, υλικά τους βοηθήσαμε, ακόμα και ψυχολογικά. Θεωρήσαμε υποχρέωσή μας να τους ενισχύσουμε, για λόγους κομματικής αλληλεγγύης και από μαρξιστική επιταγή.
Στα μάτια μας ο αγώνας τους ήταν λαϊκοαπελευθερωτικός. Ήταν οι συμπολεμιστές μας στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και είχαμε κάνει κοινούς αγώνες κατά των κατακτητών. Είχαμε πολεμήσει μαζί τις δυνάμεις του φασισμού, που είχαν κατακτήσει τις πατρίδες μας. Κι ας ισχυρίστηκε αργότερα ο Ζαχαριάδης πως οι Βούλγαροι και οι Αλβανοί τούς βοήθησαν περισσότερο. Δεν υπάρχει σύγκριση μπροστά στα όσα τους προσφέραμε εμείς από το ’46 ως το ’48.
Όταν διαφωνήσαμε ριζικά με την Κομινφόρμ, το ’48, η ελληνική κομμουνιστική ηγεσία, για να δείξει νομιμοφροσύνη στον Στάλιν, μας συκοφάντησε. Είπαν ότι χτυπήσαμε πισώπλατα τον Μάρκο και ότι παραδώσαμε τους άντρες του στους εχθρούς, Άγγλους και Αμερικανούς. Η ήττα όμως του Μάρκου, στα 1949, δεν προήλθε από το γεγονός ότι εμείς κλείσαμε τα σύνορα προς την Ελλάδα. Αλλά γιατί ο δεύτερος εμφύλιος ήταν από καταβολής καταδικασμένος σε αποτυχία. Καμία ελπίδα επιτυχίας δεν είχε εξ υπαρχής. Και τούτο, γιατί οι Έλληνες κομμουνιστές ηγέτες αγνόησαν βασικές και στοιχειώδεις επαναστατικές αρχές και δόγματα.
Μετά την προδοτική συμφωνία της Βάρκιζας δεν ήταν νοητό να ξαναρχίσει, σε ενάμιση μόλις χρόνο, καινούργιος αγώνας. Ποιος έδωσε το σύνθημα και τη διαταγή να παραδώσουν τα όπλα; Ποιος δέχτηκε τους όρους της Βάρκιζας; Αυτό θα πρέπει να εξακριβωθεί. Στη Βάρκιζα, κατά τη γνώμη μου, προδόθηκαν οι Έλληνες αντιστασιακοί μαχητές της Κατοχής. Η παράδοση των όπλων στον εχθρό έρχεται σε αβυσσαλέα αντίθεση με κάθε στοιχειώδη επαναστατική είτε μαρξιστική αρχή. Δεν μπορείς να ζητήσεις από τους μαχητές σου, που τους πήρες τα όπλα και τάδωσες στον εχθρό, να ξανασηκωθούν και να τα ξαναπάρουν. Νομίζω πως δεν υπάρχει προηγούμενο στην ιστορία. Πάντως, εγώ δε θυμάμαι κανένα. Η απόφαση αυτή, κατά τη γνώμη μου, ήταν πελώριο λάθος και αντεπαναστατική ενέργεια. Δε στηριζόταν ούτε στη μαρξιστική θεωρία ούτε στην εμπειρία. Ο Βελουχιώτης, που διαφώνησε με τη Βάρκιζα, ήταν, κατά τη γνώμη μου, η σημαντικότερη επαναστατική προσωπικότητα της Κατοχής, ο πιο γνήσιος ηγέτης που γνώρισα ανάμεσα στους Έλληνες κομμουνιστές, της περιόδου εκείνης βέβαια.
«ΤΑ ΝΕΑ», 21.3.1985, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Θα με ρωτήσετε, αφού προβλέπαμε την ήττα και το τέλος της σύρραξης του ’46-’49, γιατί αναμιχτήκαμε σ’ αυτήν. Βοηθήσαμε με όλα τα μέσα, γιατί αυτό μας επέβαλλε το καθήκον μας. Ξέραμε πως ο αγώνας δεν είχε καμιά ελπίδα. Αλλά η συναίσθηση αλληλεγγύης, η γνώση ότι και Μακεδόνες που ανήκαν τότε στην Ελλάδα αγωνίζονταν, μας επέβαλλαν τη συμπαράσταση. Στον αγώνα αυτόν —διευκρίνισε ο Τέμπο κατόπιν σχετικής ερωτήσεως του Μαθιόπουλου για τους «Μακεδόνες»— μετείχαν και Μακεδόνες που τότε ανήκαν στην Ελλάδα, αλλά τώρα βρίσκονται στη Γιουγκοσλαβία και είναι Γιουγκοσλάβοι υπήκοοι. Εκείνη τη στιγμή, όπως και στην Κατοχή, δεν μπαίνανε πολιτικά προβλήματα ανάμεσα στους Έλληνες και τους Γιουγκοσλάβους.
Ο εμφύλιος πόλεμος, τολμώ να θεωρώ, ήταν μεγάλο λάθος. Γιατί, όσο και αν υπήρχε, στα 1946, η πείρα και η αίγλη από το μακροχρόνιο απελευθερωτικό αγώνα της Κατοχής του ’41-’44, η μεγάλη απογοήτευση και πίκρα (από τη Βάρκιζα) των μαχητών δεν μπορούσαν να συνθέσουν προϋποθέσεις για άμεσο ξαναρχίνισμα της μάχης, που μόλις είχε σταματήσει.
Μου είναι πολύ δύσκολο να βγάλω ένα υπεύθυνο συμπέρασμα για τον εμφύλιο πόλεμο του ’46-’49. Πιστεύω μονάχα πως εκείνοι που τον ξεκίνησαν δεν έκαναν τις απαραίτητες εξονυχιστικές αξιολογήσεις, δεν είδαν το συσχετισμό των δυνάμεων, δεν ερεύνησαν τις αποφάσεις της Γιάλτας, δεν εκτίμησαν σωστά τις δικές τους δυνάμεις.
Θάθελα μόνο να αναφερθώ ξανά σε ένα σημείο. Η υποκρισία όσων μας κατηγόρησαν, στα 1948, σαν φασίστες —και ο Ζαχαριάδης επανέλαβε τη συκοφαντία αυτή του Στάλιν εναντίον μας— ήταν απεριόριστη. Μας κατηγόρησαν ότι κλείσαμε τα σύνορα. Δηλαδή, έπρεπε να μας λένε φασίστες κι εμείς να τους αφήνουμε να μπαίνουν στη χώρα μας; Μίλησα, για όλα αυτά τα θέματα, με τον Χρουστσώφ, στα 1961, όταν πήγα τότε στη Μόσχα, σαν αντιπρόεδρος της γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης, και υπόγραψα οικονομική συμφωνία με τη Σοβιετική Ένωση. Έμεινα έξι ώρες με τον τότε γενικό γραμματέα του ΚΚ της Σοβιετικής Ένωσης.
Τον ρώτησα: Βοηθήσατε τους Αλγερινούς ν’ απελευθερωθούν; Παραδέχτηκε πως δεν βοήθησαν. Εμείς, όμως, οι Γιουγκοσλάβοι, που μας λέτε προδότες, ρεβιζιονιστές, κάναμε το καθήκον μας. Βοηθήσατε τον Μάρκο και τον ελληνικό αγώνα; Όχι, του είπα, δεν βοηθήσατε, δεν κάνατε κυριολεκτικά τίποτα, ενώ εμείς βοηθήσαμε πέρα για πέρα. Βοηθήσαμε όλους τους απελευθερωτικούς αγώνες.
Ο Χρουστσώφ με κοίταξε κάμποση ώρα και είπε: Ναι, είναι αλήθεια, αλλά, αν είχατε μείνει στο στρατόπεδό μας, θάχατε συμβάλει στην παγκόσμια ενότητα του κομμουνιστικού κινήματος. Του απάντησα: Στρατόπεδα δε θέλουμε, τα θυμόμαστε με αποτροπιασμό από τον πόλεμο και το ναζισμό. Εμείς θέλουμε να μένουμε σε ανοιχτό ορίζοντα…
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις