Στις 15 Οκτωβρίου 2004 έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 81 ετών, ο Σπύρος Λιναρδάτος, διακεκριμένος δημοσιογράφος και εκλεκτός συνεργάτης του «Βήματος» (μετά το «Ριζοσπάστη» και την «Αυγή») επί σειράν ετών.


Ο Λιναρδάτος υπήρξε πρύτανης του πολιτικού ρεπορτάζ —προικισμένος γαρ με άρτια μόρφωση και υψηλού επιπέδου πολιτική κρίση—, συγγραφέας και μεταφραστής.


«ΤΑ ΝΕΑ», 7.12.1999, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Πέραν τούτων, ο κεφαλλονίτης δημοσιογράφος (είχε γεννηθεί στο Ληξούρι το 1923) διακρίθηκε για την ενεργό συμμετοχή του στους αγώνες της Αριστεράς και στον πολιτικό βίο της χώρας εν γένει.


«ΤΑ ΝΕΑ», 7.12.1999, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Χαρακτηριστικό του ήθους και της ιδιοσυγκρασίας του Λιναρδάτου είναι το ακόλουθο απόσπασμα από το βιβλίο του «Πολιτικοί & Πολιτική, 70 χρόνια αναμνήσεις – αγώνες – ντοκουμέντα» (εκδόσεις «Προσκήνιο», 1999), όπου περιγράφονται τα της αρνήσεώς του να υπογράψει, ως εξόριστος στη Μακρόνησο, δήλωση αποκήρυξης του Κομμουνιστικού Κόμματος και του κομμουνισμού:


Μετά την ομιλία, μας άφηναν ελεύθερους να κυκλοφορήσουμε στο στρατόπεδο. Αυτό επίτηδες για να υποστούμε σοκ βλέποντας τους συντρόφους μας, που ως πριν από μερικές εβδομάδες ήμαστε μαζί, να έχουν υπογράψει, να τους έχουν ντύσει και στρατιώτες. Το στρατόπεδο βούιζε από τις φωνές, τους λόγους και τις ομιλίες από τα μεγάφωνα, τα στριγγλίσματα κάποιων εμβατηρίων ή «λαϊκών» τραγουδιών. Εκείνο όμως που δεν ξεχνώ, γιατί μου προκάλεσε ρίγος, ήταν το γράμμα ενός «ανανήψαντος» που, αφού απαρνιόταν όλα τα άλλα, ιδεολογία, κόμμα του, συντρόφους του, στο τέλος αποκήρυσσε και τον αδελφό του που είχε καταδικασθεί σε θάνατο και εκτελεσθεί.


Μία νύχτα, εκεί που είχαμε αρχίσει σχεδόν να πιστεύουμε πως μας είχαν αφήσει να βράζουμε στο ζουμί μας, μας ξύπνησαν από τον ήδη εφιαλτικό ύπνο μας άγριες φωνές καννιβάλων, πέτρες και χτυπήματα με ρόπαλα στο παραπέτο της σκηνής. Υποχρεωθήκαμε να πεταχτούμε απάνω από τα κρεβάτια ή τα ράντζα και να βγούμε έξω. Μερικοί είχαν χτυπηθεί από τις πέτρες, άλλοι από τα ρόπαλα των αλφαμιτών. Θυμάμαι ότι έξω φυσούσε. Μας πίεζαν τη μια να ανέβουμε προς τα πάνω, τη μια να κατέβουμε προς τη θάλασσα. Θυμάμαι το στρατηγό Σαράφη σε μια στιγμή, σε ένα σημείο πιο ψηλά από εκεί που βρισκόμουνα εγώ, να ανεμίζουν τα μαλλιά του και το σακάκι του στον αέρα. Και τον Μανώλη Παπουτσάκη να έχει πάθει πάλι το νευρικό τικ και να κουνάει το κεφάλι του. Η νύχτα ήταν φωτεινή ή υπήρχαν και φώτα στο στρατόπεδο. Γρήγορα μας πλαισίωσαν οι αλφαμίτες και αξιωματικοί τους και άρχισαν να μας οδηγούν προς την αντίθετη κατεύθυνση του στρατοπέδου. Είχαμε σχηματίσει μια μεγάλη φάλαγγα. Τον αδελφό μου μέσα στην παραζάλη τον έχασα. Δίπλα μου είχα τον συνάδελφο και φίλο Τάκη Μιχαηλίδη.


Καθώς προχωρούσαμε προς άγνωστη για μας κατεύθυνση, έχοντας αριστερά μας τη θάλασσα, ακούσαμε από δεξιά, από το ύψωμα, όπου ήταν και κάποια γραφεία, πυροβολισμούς. Ήταν φανερό ότι ήταν εκφοβιστικοί, για να δημιουργηθεί ατμόσφαιρα. Φτάσαμε σε κάτι οικήματα που, όπως καταλάβαμε, ήταν γραφεία του τάγματος. Μας διέταξαν να καθίσουμε κάτω. Όπως θα μάθουμε αργότερα, ένα μεγάλο κομμάτι της φάλαγγας το οδήγησαν στο τσιμεντένιο υπαίθριο αμφιθέατρο που είχαν κατασκευάσει με τον ιδρώτα και το μόχθο των «ανανηψάντων» φαντάρων κάτω από το κνούτο των αλφαμιτών. Μας περνούσαν λίγους-λίγους από τα γραφεία, ενώ οι άλλοι περιμέναμε καθισμένοι στο χώμα, μέσα στην ξάστερη νύχτα του Δεκέμβρη. Τα οικήματα που αυτή τη νύχτα χρησιμοποιούσαν για «ανακριτικά» γραφεία και τόπους βασανιστηρίων, με άλλα λόγια «εθνικής αναμόρφωσης», ήταν τις άλλες ώρες και μέρες για τα συνεργεία του τάγματος. Όσην ώρα περιμέναμε τη σειρά μας, ο Τάκης ο Μιχαηλίδης μού έλεγε: «να θυμόμαστε τον Βιδάλη, να θυμόμαστε τον Βιδάλη», τον συνάδελφό μας που είχαν κατακρεουργήσει οι Σούρληδες.


Με φώναξαν και εμένα. Ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια, άκουγα από μέσα φωνές άγριες και οιμωγές. Μόλις μπήκαμε στο γραφείο, ο αλφαμίτης που με συνόδευε με έσπρωξε προς ένα γεροδεμένο έφεδρο αξιωματικό που καθόταν πίσω από ένα τραπέζι. Ο χοντρός μού ζήτησε να κάνω δήλωση, μου έτεινε και μια πέννα που αρνήθηκα να την πάρω. Τότε μου έδωσε μια δυνατή γροθιά στο πρόσωπο προς το αριστερό μάτι. Αργότερα θα εξακριβώσω ότι από εκείνο το μάτι η όρασή μου είχε μειωθεί στο ελάχιστο. Πλάι του ήταν ο βάτραχος, όπως τον έλεγα, δηλαδή έφεδρος λοχαγός, δικηγόρος Α.Ξ., που μας είχε μιλήσει κατά την είσοδό μας. Με το κυνικό ύφος του, όταν άκουσε ότι δήλωσα φοιτητής (απέφυγα το δημοσιογράφος, γιατί φοβήθηκα μεγαλύτερες εμπλοκές, απομόνωση κ.λπ.), μου είπε: «τώρα θα σε συγυρίσουν κάτι άλλοι φοιτητές». Πραγματικά ορμήσανε αμέσως εναντίον μου δύο νεαροί με ματσούκια, με έριξαν κάτω και άρχισαν να με χτυπάνε με μανία, κατά προτίμηση πίσω. Όσο αρνιόμουνα τις προτάσεις τους να υπογράψω, δυνάμωναν τα χτυπήματα. Ύστερα, με σήκωσαν και με έβαλαν να κάτσω πάνω στα πόδια ενός άλλου βαρειά χτυπημένου, με μώλωπες στο πρόσωπο, εξόριστου. Ήταν ένας μόνιμος αξιωματικός, υπολοχαγός ή κάτι τέτοιο, αντιστασιακός. Εγώ, για να μην τον βαραίνω και για να πάψουν να μας βασανίζουν, έκανα πως λιποθυμούσα και δεν μπορούσα να κρατηθώ, και έγειρα στο πλάι πέφτοντας πάνω στο ελεύθερο κομμάτι του μικρού ξύλινου καναπέ ή μπαούλου που μας είχαν βάλει.


Ύστερα από λίγο μας έδιωξαν με χτυπήματα και σπρωξιές προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που είχαμε μπει στα γραφεία-συνεργεία τώρα βασανιστηρίων. Κατέβηκα σχεδόν κατρακυλώντας μερικά σκαλιά και βρέθηκα σε κάτι σαν μικρή χαράδρα, όπου ήταν και άλλοι ήδη χτυπημένοι και αμετανόητοι, όπως μας έλεγαν. Με είχε πιάσει δυνατό ρίγος και κάτι σαν σπασμοί. Ήλθε κοντά μου ο αξέχαστος Κατράκης, ο Μανώλης, ο ηθοποιός, που είχε περάσει λίγο πριν από μένα το στάδιο αυτό της «αναμόρφωσης», και με σκέπασε με κάποιο σακάκι.

Για αρκετές ώρες συνεχίστηκε αυτό που θύμιζε λίγο αρχαία τραγωδία…

*Η κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου, όπου εικονίζεται το Β’ Τάγμα Σκαπανέων Μακρονήσου το 1948, προέρχεται από το Φωτογραφικό Αρχείο Νίκου Μάργαρη (ΑΣΚΙ/Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας).