«Τρομερό δράμα» χαρακτήρισε η «Ουμανιτέ» τη θλιβερή περίπτωση του Λουί Αλτουσέρ που, όπως είναι γνωστό, στραγγάλισε τη γυναίκα του Ελέν πάνω σε μια κρίση καταθλιπτικής ψύχωσης και έχει εισαχθεί σε ψυχιατρική κλινική. Το όργανο του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος αφιέρωσε στο φύλλο του της περασμένης Τρίτης (σ.σ. 18ης Νοεμβρίου 1980) ένα πρωτοσέλιδο σύντομο άρθρο εντός πλαισίου στο μεγάλο μαρξιστή φιλόσοφο. «Το έργο του συντρόφου μας Αλτουσέρ», έγραφε μεταξύ άλλων, «και ιδιαίτερα τα συγγράμματά του Για τον Μαρξ, Διαβάστε το Κεφάλαιο, Ο Λένιν και η φιλοσοφία, Απάντηση στον Τζων Λιούις, Στοιχεία αυτοκριτικής, Θέσεις, προκάλεσαν ευρύτατες διαμάχες και έξω απ’ τα σύνορά μας. Αυτό το τρομερό δράμα συγκλόνισε όλους όσοι γνωρίζουν τον άνθρωπο και το έργο του και ιδιαίτερα τους πολυπληθείς φοιτητές του με τις ποικίλες ευαισθησίες, στους οποίους η διδασκαλία του άφησε ανεξίτηλα ίχνη».

Ο Τύπος θάπρεπε να τηρήσει σιωπή. Αυτή ήταν η θέση αυτών ακριβώς των φοιτητών της Εκόλ Συπεριέρ της οδού Ουλμ που σημαδεύτηκαν ανεξίτηλα από τη διδασκαλία του φιλοσόφου-καθηγητή τους. Αντιμετώπισαν με εχθρότητα κάποιον ρεπόρτερ της ραδιοφωνίας που τους πλησίασε. «Είστε νεκροθάφτες» του είπαν με οργή. Υπάρχουν πράγματι πολύπλοκα συναισθήματα, αντιφατικά, στα οποία μπλέκουν ο σπαραγμός, ο τρόμος, η άρνηση και η λαχτάρα ταυτόχρονα να ξεχάσεις, κι αυτά είναι πράγματα που δε διατυπώνονται σε δηλώσεις προς τον Τύπο. Όπως κι ο φιλόσοφος Ζακ Ντεριντά, ο πιο πιστός ανάμεσα στους πιστούς φίλους του Αλτουσέρ, που αρνήθηκε κάθε σχόλιο. «Αξεπέραστα βαρύ…» ήταν η μοναδική κουβέντα του.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 23.11.1980, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Τι να πεις αλήθεια χωρίς να πέσεις στον κίνδυνο να περιορίσεις αυτή την τραγωδία στη μία μόνο από τις τόσες απόψεις της, τη φιλοσοφική, την ψυχιατρική, την ανθρώπινη ή τη δικαστική; Το δράμα του φιλοσόφου (η πραγματικότητα είναι σκληρή) έχει μπει στον κόσμο του αστυνομικού δελτίου. Πώς να μιλήσεις λοιπόν γι’ αυτόν; «Αξεπέραστα βαρύ…» Οι κοντινοί φίλοι του, οι μαθητές του κάθε γενιάς ξαφνιάζονται (νοιώθοντας ντροπή συνάμα γι’ αυτό τους το ανακλαστικό) που χρησιμοποιούν τον αόριστο μιλώντας γι’ αυτόν.

Και όσοι αφήνουν να τους ξεφύγει ένα ανέκδοτο της ζωής του, μερικές τρυφερές κουβέντες ή κι ένας απλός ακόμα χαρακτηρισμός, αρνούνται να δώσουν το όνομά τους, από φόβο μήπως αναφερθούν σε κάποιον επικήδειο ή μήπως δυσχεράνουν ακόμα περισσότερο την «καφκαϊκή ανάνηψη» (σύμφωνα με τα λόγια του γενικού γραμματέα της Σχολής, κ. Κλωντ Εμπέρ) του Λουί Αλτουσέρ προς τη συνειδητοποίηση της πράξης του, αν ποτέ συνέλθει από την κατάσταση της ημιαφασίας στην οποία βρίσκεται.


Το όνομα του Λουί Αλτουσέρ άρχισε να γίνεται γνωστό στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν οι εργασίες του πάνω στον Μαρξ ξεπέρασαν το μικρό κύκλο των μαθητών του της Εκόλ Νορμάλ Συπεριέρ. Η ταυτόχρονη κυκλοφορία των βιβλίων του «Για τον Μαρξ» και «Διαβάστε το Κεφάλαιο» (1965) τον καθιέρωσαν σαν τον πιο γνωστό Γάλλο μαρξιστή, τον πιο αμφιλεγόμενο, αλλά και τον διαθέτοντα τη μεγαλύτερη ακτινοβολία.

Η αλτουσερική τοποθέτηση έρχεται σε σύγκρουση τόσο με τον κοινά παραδεδεγμένο μαρξισμό όσο και με τον εκλεκτισμό που έχει επικρατήσει μεταξύ των σύγχρονών μας μαρξιστών. Μελετώντας τα κείμενα με σχολαστική μπορεί να πει κανείς επιμονή, ο Αλτουσέρ αποκαλύπτει την ύπαρξη μιας βαθειάς τομής ανάμεσα στα μαρξιστικά «κείμενα του 1844» και το μεταγενέστερο έργο του Μαρξ, όπως είναι το «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος». Και εξηγεί με ποιο τρόπο διενεργείται αυτή η τομή μέσα σ’ ένα πολυσύνθετο και αμφιλεγόμενο έργο του Μαρξ με τίτλο «Η γερμανική ιδεολογία». Πριν από την τομή αυτή, κατά τον Αλτουσέρ, ο Μαρξ δεν ήταν μαρξιστής. Μαρξιστής γίνεται απ’ τη στιγμή που την ουμανιστική και εγελιανή φιλοσοφία της νεότητάς του τη διαδέχεται μια «επιστημονική», υλιστική και ιστορική ταυτόχρονα ερμηνεία των πραγματικών κοινωνιών.


Ο Αλτουσέρ δεν σταματάει σ’ αυτή την ερμηνεία του τού Μαρξ, παρά επαναλαμβάνει και για τον ίδιο τον εαυτό του αυτήν την ίδια αρχέγονη τομή. Μ’ άλλα λόγια, βάζει τελεία και παύλα στο ουμανιστικό, φλύαρο και ιδεολογικό όραμα του κοινώς παραδεδεγμένου μαρξισμού και στήνει μια αληθινή επαναστατική πρακτική, θεμελιωμένη σε μια αυστηρή γνώση. Τα βιβλία του, συνεπώς, «Για τον Μαρξ» και «Διαβάστε το Κεφάλαιο» δεν είναι παρά δύο χοντρές πέτρες ριγμένες με δύναμη σε λιμνάζοντα νερά. Ρίχνοντάς τις, ο Αλτουσέρ μάς καλεί να διακόψουμε με όλες τις εξέχουσες φιλοσοφίες, για να τον ακολουθήσουμε επιτέλους στην πλατειά λεωφόρο που θα μας οδηγήσει στην αταξική κοινωνία.

Ο Αλτουσέρ κατηγορήθηκε ότι δίνει ένα υπερβολικά νομοτελειακό και επιστημονικό όραμα της ιστορίας, ότι υποτιμά και μειώνει το ρόλο που παίζει το άτομο, επίσης τους παράγοντες ελευθερία και ηθικές αξίες. Οι διαφωνίες αυτές προέκυψαν ασφαλώς από παρεξήγηση. Γεγονός είναι πάντως ότι ο Αλτουσέρ (ιδιαίτερα μετά από τα γεγονότα του 1968) ένοιωσε την ανάγκη να απολογηθεί. Στο έργο του «Στοιχεία αυτοκριτικής» (1974) καταγγέλλει ο ίδιος το θεωρητικισμό που διέπει τα πρώτα του βιβλία, τον υπερβολικά δηλαδή σχηματικό τρόπο με τον οποίο αντιπαραθέτει το μαρξισμό στην αστική σκέψη, την επιστήμη στην ιδεολογία, την αλήθεια στην πλάνη. Χωρίς να ξεφύγει ούτε κατά κεραία από το μαρξιστικό του ιδεώδες, του δίνει ωστόσο μια διατύπωση πιο μετριοπαθή, πιο ρεαλιστική και πιο πολιτική.


«Ο Λουί Αλτουσέρ», είπε ο επίσης μαρξιστής φιλόσοφος Ζαν Ελλενστάιν, «είναι ένας από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους της εποχής μας κι ένας από τους διαπρεπέστερους μαρξιστές, του οποίου η αξία έγκειται στο ότι έθεσε μια σειρά από ουσιαστικά θεωρητικά ερωτήματα για την κατανόηση του κόσμου μας. Μπορεί να διατυπώσει αντιρρήσεις κανείς πάνω στις απαντήσεις που ο ίδιος έδωσε σ’ αυτά τα ερωτήματα, κι αυτό ακριβώς έκανα κι εγώ. Γεγονός, ωστόσο, είναι ότι αυτός μας βοήθησε να απασχοληθούμε με τα ερωτήματα αυτά, κι αυτό είναι από πολλές απόψεις το πιο σημαντικό».


Η κατάσταση του κόσμου, η κατάσταση της σύγχρονης Γαλλίας, δεν μπορούσαν παρά να συντελέσουν στην επιδείνωση μιας ασθένειας από την οποία υπέφερε ασφαλώς πριν από αρκετά χρόνια. «Η ασθένεια αυτή», προσθέτει ο Ζαν Ελλενστάιν, «δεν οφείλεται στις εργασίες του, είναι όμως αναμφισβήτητο ότι ο θεωρητικός του στοχασμός μέσα στα όρια του σύγχρονου κόσμου μας τον τραυμάτισε βαρύτερα απ’ ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό να το αντέξει. Αλλά πώς να μη μας τραυματίσει όλους μας τη στιγμή που ανοίχθηκε ένα τέτοιο χάσμα ανάμεσα στις χθεσινές ουτοπίες και τη σημερινή πραγματικότητα; Παραμένουν ωστόσο, πριν απ’ όλα, οποιεσδήποτε κι αν στάθηκαν οι περιπέτειες μιας αρρώστιας, της οποίας δεν είναι το μοναδικό θύμα, η ποιότητα της θεωρητικής του έρευνας, η πνευματική του αδιαλλακτικότητα, η επιστημονική του εντιμότητα».

*Άρθρο αφιερωμένο στον Λουί Αλτουσέρ, που είχε δημοσιευτεί στη Le Monde και στο «Βήμα». Έφερε τον τίτλο «Ρέκβιεμ για ένα μαρξιστή φιλόσοφο» και είχε συμπεριληφθεί στο φύλλο της ελληνικής εφημερίδας που είχε κυκλοφορήσει την Κυριακή 23 Νοεμβρίου 1980.

Ο Λουί Αλτουσέρ (Louis Althusser), γάλλος μαρξιστής φιλόσοφος με διεθνή φήμη και ακτινοβολία, γεννήθηκε στην πόλη της Αλγερίας Birmandreis (νυν Bir Mourad Rais, προάστιο του Αλγερίου) στις 16 Οκτωβρίου 1918.

Ο Αλτουσέρ μεγάλωσε στην Αλγερία και στη συνέχεια υπήρξε μαθητής της École Normale Supérieure (έγινε δεκτός τον Ιούλιο του 1939).

Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου παρέμεινε αιχμάλωτος των Γερμανών από τον Ιούνιο του 1940 έως το Μάιο του 1945.


Eντάχθηκε στο κομμουνιστικό κόμμα το Νοέμβριο του 1948 και άσκησε σημαντική διανοητική επιρροή τη δεκαετία 1965-1975.

Στις 16 Νοεμβρίου 1980 ο Αλτουσέρ, σε κατάσταση τρέλας, δολοφόνησε τη σύζυγό του και γυναίκα της ζωής του, Ελέν Ριτμάν.

Ο Λουί Αλτουσέρ απεβίωσε επί γαλλικού εδάφους στις 22 Οκτωβρίου 1990.