Το Σάββατο το πρωί στις 17 του Νοέμβρη, και ενώ ακόμη η Αθήνα συγκλονιζόταν από το δράμα του Πολυτεχνείου, ο εργάτης Νικόλαος Μαρκούλης, 24 χρονών, περνούσε από την πλατεία Βάθης, προσπαθώντας να φθάσει στο εργοστάσιο που δούλευε. Η γυναίκα του, 20 χρονών, ήταν έγκυος και έπρεπε να βγει το μεροκάματο.

Ξαφνικά μια ριπή τον έριξε χάμω. Τρεις μέρες αργότερα ο Μαρκούλης πέθανε στο Ρυθμιστικό από τη δολοφονική ριπή. Τρεις μήνες αργότερα γεννήθηκε το παιδί που δεν πρόλαβε να γνωρίσει. Χθες το κοριτσάκι του, 18 μηνών, η νεαρή μάνα του και γυναίκα του θύματος, καθώς και οι γονείς του Μαρκούλη, είχαν καταλάβει μια σειρά από καρέκλες στο ακροατήριο του Πενταμελούς Εφετείου. Η παρουσία τους ήταν ένα ύστατο μνημόσυνο στη μνήμη του γιου και συζύγου, που πήγε αδικοχαμένος από τις σφαίρες των δικτατόρων.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 17.10.1975, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Η γυναίκα του θύματος, Γεωργία, είναι μάρτυρας κατηγορίας. Οι γονείς του κατέβηκαν από τη Θεσσαλονίκη, όπου ζουν, για να παρακολουθήσουν τη δίκη. Μόνη τους ικανοποίηση τώρα πια, όπως μας είπε η μητέρα του, είναι να δουν τους υπεύθυνους να στηθούν στον τοίχο.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 17.10.1975, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

«Ο γιος μου πήγαινε στη δουλειά του για να βγάλει το μεροκάματο. Τι τους έφταιγε και τον θερίσανε; Η γυναίκα του τον έχασε και δεν ήξερε πού να τον βρει. Έτρεχε με την κοιλιά στο στόμα να ρωτάει από δω και από κει πού είναι ο άντρας της. Δυο μέρες αργότερα ένας γείτονας πήγε σπίτι και της είπε ότι ο άντρας της πεθαίνει στο Ρυθμιστικό. Ο γείτονας αυτός πήγε να δει τη γυναίκα του εκεί και ανακάλυψε το γιο μου, που αργοπέθαινε σ’ ένα κρεβάτι. Μόλις τον είδαν οι γιατροί να τον πλησιάζει, έτρεξαν να τον απομακρύνουν. Εκείνος όμως πρόλαβε να του πει: Κυρ Γιώργη, είμαι ο Νικόλας. Πες στη γυναίκα μου να μην ανησυχεί».


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 17.10.1975, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Η κυρία Πασχαλίνα Μαρκούλη σταματάει από λυγμούς. Με κόπο συνεχίζει την τραγική αφήγησή της.

«Μας ειδοποίησε αμέσως και κατεβήκαμε από τη Θεσσαλονίκη. Τον προλάβαμε ζωντανό. Το καταλάβαμε όμως πως θα πέθαινε. Είχε χτυπηθεί άσχημα στην κοιλιά και στο στομάχι. Τα μόνα λόγια που μπόρεσε να πει ήταν: Πατέρα, ένας μόνιμος λοχίας με έφαγε. Πρόσεξε τη γυναίκα και το παιδί. Οι γιατροί μάς έδιωξαν και αναγκαστήκαμε να φύγουμε. Τα ξημερώματα της επομένης μάς ειδοποίησαν ότι πέθανε. Εγώ όμως και ο άντρας μου πιστεύουμε ότι υπεύθυνοι για τον θάνατο είναι και αυτοί μέσα στο Ρυθμιστικό. Ο άντρας μου είναι νοσοκόμος και ξέρει από αυτά. Αυτοί τον αποτελειώσανε εκεί μέσα».


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 17.10.1975, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Η μητέρα του άτυχου εργάτη αρχίζει ξανά να δακρύζει, καθώς απαριθμεί τα βάσανά της. Η νεαρή χήρα, που δεν την κάνει κανείς πάνω από 17 χρονών, μαυροντυμένη, καλείται σαν μάρτυρας από τον Πρόεδρο. Σηκώνεται για να πλησιάσει στην έδρα.

«Την βλέπετε πόσο αδύνατη είναι; Δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα. Αν δεν είμαστε και εμείς λίγο να την βοηθάμε αυτή και το παιδί… Μακάρι να τους στήσουνε στον τοίχο. Τι τους έφταιγε το παιδί μου;»


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 17.10.1975, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Και κάτι ακόμα. Το μικρό κοριτσάκι, που ανύποπτο τριγύριζε στο διάδρομο του δικαστηρίου, γεννήθηκε 3 μήνες μετά τη δολοφονία του πατέρα του. Το βάφτισαν Νικολέττα για να θυμούνται το όνομά του…


Τα ανωτέρω είναι ένα μικρό απόσπασμα από το ρεπορτάζ του «Βήματος» για τη Δίκη του Πολυτεχνείου, που είχε αρχίσει σε ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα των φυλακών Κορυδαλλού πριν από 49 ακριβώς χρόνια, την Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 1975 (το απόσπασμα προέρχεται από το φύλλο του «Βήματος» που είχε κυκλοφορήσει την επομένη, Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 1975).


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 17.10.1975, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Πρόεδρος του Πενταμελούς Εφετείου ήταν ο Ιωάννης Κουσουλός και εισαγγελέας της έδρας ο Νικόλαος Γανώσης, ενώ στο εδώλιο του κατηγορουμένου κάθονταν, μεταξύ δεκάδων άλλων, οι άλλοτε αγέρωχοι δικτάτορες Γεώργιος Παπαδόπουλος και Δημήτριος Ιωαννίδης.