Στις 16 Οκτωβρίου 1888, σε ένα ξενοδοχείο του Mανχάταν, στην πόλη της Νέας Υόρκης, γεννήθηκε ο Ευγένιος Ο’Νηλ (Eugene O’Neill), ένας από τους κορυφαίους θεατρικούς συγγραφείς του 20ού αιώνα.

Ο αποκληθείς και πατέρας του σύγχρονου αμερικανικού θεάτρου, γιος τού ιρλανδικής καταγωγής διάσημου ηθοποιού Τζέιμς Ο’Νηλ (James O’Neill) και της Έλλα Κουίνλαν (Mary Ellen Ella Quinlan), διήγαγε στις πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα έναν ταραχώδη βίο εντός και εκτός Ηνωμένων Πολιτειών.


«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 27.7.1957, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Κυνηγώντας το προσωπικό του όνειρο, και έχοντας επίγνωση της θεατρικής πραγματικότητας και των υψηλών προσδοκιών του αμερικανικού θεάτρου εκείνη την περίοδο, ο Ο’Νηλ άρχισε να γράφει το φθινόπωρο του 1913.

Έργο του Ο’Νηλ («Πλέοντας ανατολικά για το Κάρντιφ», Bound East for Cardiff, μονόπρακτο γραμμένο την άνοιξη του 1914) ανέβηκε πρώτη φορά από θίασο της Νέας Υόρκης το φθινόπωρο του 1916.


Στο Μπρόντγουεϊ ο Ο’Νηλ πρωτοεμφανίστηκε το 1920 με το έργο «Πέρα απ’ τον Ορίζοντα» (Beyond the Horizon), με το οποίο έμελλε να κερδίσει πρώτη φορά το βραβείο Πούλιτζερ.

Ύψιστη τιμητική διάκριση για τον Ο’Νηλ υπήρξε το Νομπέλ Λογοτεχνίας, το οποίο απέσπασε το 1936.

Στα σημαντικότερα δημιουργήματά του συγκαταλέγονται τα έργα του «Ο Μαλλιαρός Πίθηκος» (The Hairy Ape, 1922), «Άννα Κρίστι» (Anna Christie, 1922, βραβείο Πούλιτζερ), «Πόθοι Κάτω από τις Λεύκες» (Desire Under the Elms, 1924), «Παράξενο Ιντερμέτζο» (Strange Interlude, 1928, βραβείο Πούλιτζερ), «Το Πένθος Ταιριάζει στην Ηλέκτρα» (Mourning Becomes Electra, 1931), «Ο Παγοπώλης Έρχεται» (The Iceman Cometh, 1939) και «Το Μεγάλο Ταξίδι της Μέρας Μέσα στη Νύχτα» (Long Day’s Journey into Night, 1956).


Ο Ευγένιος Ο’Νηλ απεβίωσε στη Βοστώνη στις 27 Νοεμβρίου 1953.

Στο σπουδαίο δραματουργό ήταν αφιερωμένη μια επιφυλλίδα που είχε συντάξει ο λογοτέχνης και ακαδημαϊκός Ηλίας Βενέζης (1904-1973), μισόν περίπου χρόνο πριν από το θάνατό του. Έφερε τον τίτλο «Η μοίρα του Ο’Νηλ» και είχε δημοσιευτεί στο «Βήμα» την Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 1973. Σε αυτή διαβάζουμε τα εξής:


«Ο Ευγένιος Ο’Νηλ μού μίλησε αμέσως για την Ελλάδα, που της χρωστούσε κι αυτός, κι ο κόσμος όλος, την αγάπη για τη γνώση. Τον άνθρωπο τον ανακάλυψαν οι Έλληνες, μου είπε: ο Όμηρος και ο Αισχύλος. Και το τι, αληθινά, είναι ευτυχία στον άνθρωπο, οι Έλληνες πάλι μας το έδειξαν με την τέχνη τους και, πρώτα απ’ όλα, με την τραγωδία.

Οι αρχαίοι Έλληνες θεμελίωσαν το εξυψωτικό στοιχείο της τραγωδίας. Μ’ αυτό επεχείρησαν και στέριωσαν μια βαθύτερη κατανόηση της ζωής. Στην τραγωδία έβρισκαν το μέσον που τους λύτρωνε απ’ το κενό της καθημερινής ζωής και τους ένωνε με τους πλατειούς, αιώνιους νόμους και τον ρυθμό του σύμπαντος».


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 6.2.1973, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Αυτά αφηγείται στο βιβλίο του «Εμπειρική Θεατρική Παιδεία» ο Αλέξης Μινωτής για την πρώτη συνάντησή του με τον μεγάλο Αμερικανό δραματουργό Ευγένιο Ο’Νηλ. Η φιλία τους με την Κατίνα Παξινού (σ.σ. επέπρωτο να φύγει από τη ζωή λίγες ημέρες μετά τη δημοσίευση του άρθρου του Βενέζη, στις 22 Φεβρουαρίου 1973) και με κείνον άρχισε όταν ο Ο’Νηλ έκαμε μόνος του την απροσδόκητη εκλογή: όταν ζήτησε την Κατίνα Παξινού να παίξη τον ρόλο της Κριστίν Μάνον στην κινηματογραφική διασκευή του έργου του «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα». Την είχε δει σε μερικές ταινίες, που είχε παίξει η Ελληνίδα, κι έβρισκε πως αυτή ήταν η κατάλληλη να ενσαρκώση την σύγχρονη Κλυταιμνήστρα.

Όταν αυτά γίνονταν, ήδη ο Ο’Νηλ είχε χτυπηθή ανελέητα απ’ την επάρατο αρρώστια.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 6.2.1973, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Αφηγείται πάλι ο Αλέξης Μινωτής: «Έφυγα για την Καλιφόρνια την επομένη, αλλά δεν είχε περάσει μήνας που λαβαίναμε απ’ την κυρία Ο’Νηλ την κακή είδηση πως η κατάστασή του είχε χειροτερέψει και πως οι γιατροί τού ζητούσαν να εγκαταλείψη κάθε μελλοντικό σχέδιο για εργασία και να μπη στο Νοσοκομείο. Έμεινε από τότε, όλα αυτά τα χρόνια, σ’ ένα θεραπευτήριο, στο Marblehead της Μασαχουσέτης, σε μια αβάσταχτη απομόνωση, στο μαρτύριο της αναμονής του θανάτου — της μόνης πια ελπίδας… Ούτε στη γυναίκα του, όπως έγινε γνωστό, δεν επέτρεπε για ένα διάστημα να τον βλέπη, και της ζήτησε να φύγη. Είχε μεταβληθή σε φάσμα, ήταν μόνος, ζωντανός-νεκρός. Ζύγιζε, όπως μου είπαν οι νοσοκόμες αργότερα, κάπου 90 λίβρες, δηλαδή κοντά στα 45 κιλά. Ένας τρέμων σκελετός, με πλήρη διανοητική διαύγεια ωστόσο, πράγμα που έκανε ακόμα τραγικώτερη την αγωνία του μακάβριου αυτού μακροχρόνιου τέλους. Το πρόσωπό του είχε μεταβληθή, λέει, σε μια μάσκα από μεμβράνη, με τα μεγαλωμένα κατάμαυρα μάτια, σαν δυο χαίνοντα βαθειά, πηχτά σκοτάδια».


Στην ώρα του μαρτυρίου του τού έφεραν το μήνυμα: ο γιος του, παλικάρι 34 ετών, καθηγητής της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Yale, είχε αυτοκτονήσει. Ο Ο’Νηλ θρήνησε το παιδί του, ύστερα προσπάθησε να στυλωθή. Ψιθύρισε στη γυναίκα του τον σπαραχτικό λόγο: «Ζωή δίχως τραγωδία είναι ανάξια για έναν άντρα».


Θυμάμαι τη νειότη μας, στον καιρό ανάμεσα στους δυο παγκοσμίους πολέμους, όταν πρωτοείδαμε στην Ελλάδα έργα του Ο’Νηλ. Το πρώτο ήταν οι «Πόθοι κάτω απ’ τις λεύκες». Η Κατίνα Παξινού, ο Αιμίλιος Βεάκης, ο Αλέκος Μινωτής ήταν οι πρωταγωνιστές. Σκηνικά του Κλώνη, ενδυμασίες του Αντώνη Φωκά. Τη μετάφραση την είχαν κάμει η κυρία Παξινού και ο Μινωτής. Λίγο αργότερα το Εθνικό Θέατρο, με σκηνοθέτη τον Φώτο Πολίτη, εδίδασκε την «Άννα Κρίστι». Πρωταγωνιστές οι ίδιοι, πρώτοι τρεις διδάξαντες, και η Σαπφώ Αλκαίου. Μερικά χρόνια αργότερα, πάλι το Εθνικό, το «Πέρα απ’ τον ορίζοντα».


Έτσι πρωτογνωρίζαμε στην Ελλάδα τον Ευγένιο Ο’Νηλ. Σπάνια έφτανε στον τόπο μας έργο συγχρόνου τόσο ζεστό από ζωή, με τόση ενάργεια και πειθώ. Αισθανόμαστε να το διαπερνά ένας δριμύς αέρας πάθους και αλήθειας, οι αρμοί της ζωής γίνονταν ένα με τους αρμούς της ποίησης, όπως σε κάθε αυθεντικό έργο τέχνης. Καταλαβαίναμε αυτό το θέατρο όχι ως αναψυχή, αλλά ως βοήθεια. Καλύτερος τίτλος δεν γίνεται από αυτόν. Παραείχαμε διαποτισθή με την ιδέα πως πολλά μπορείς να περιμένης από ένα έργο τέχνης εκτός από αυτό: απ’ το να είναι χρήσιμο. Κι’ εμείς, η κατακρεουργημένη —όχι μόνο ψυχικά, αλλά και σωματικά— γενιά του πρώτου παγκοσμίου πολέμου βλέπαμε πως, αντιθέτως, είχαμε ανάγκη ν’ ακουμπήσουμε στα έργα της φαντασίας, στην ανίχνευση του πάθους και του πόνου και του ενστίκτου και της αρετής που πραγματοποιείται μέσω τους, για να βρούμε δύναμη και εγκαρτέρηση και ελπίδα. Γυρεύαμε να ξαναβρούμε την αίσθηση του ανθρώπου που είχε λαβώσει ο πόλεμος. Ας λέγουν ό,τι θέλουν οι αισθητικοί. Εμείς στην τέχνη, στα έργα της φαντασίας και του χρώματος και των ήχων γυρεύαμε βοήθεια. Θέλαμε ν’ ακούσουμε μια φωνή, πολλές φωνές, που να μας πείσουν όχι για το τι είναι ή ποια είναι η αλήθεια του κόσμου, αλλά ποια είναι η αλήθεια η δική μας. Γυρεύαμε να λυτρωθούμε μέσω της τέχνης γνωρίζοντας τον εαυτό μας, όχι τους άλλους. Κι’ όταν βρίσκαμε τέτοια φωνή, τη λατρεύαμε.


Έτσι αγαπήσαμε και στην Ελλάδα την συγκλονιστική φωνή του Αμερικανού δραματουργού. Η φωνή ηχούσε σωστά, με πειθώ. Ερχόταν από έναν κόσμο ενστίκτου και πάθους. Πολλοί καμώνονται τους ανθρώπους του πάθους, γράφοντας ή λέγοντας. Όμως το φωνάζουν από μακριά: το πάθος είναι τακτοποιημένο στο μυαλό τους και στο συρτάρι τους, το ανασύρουν όποτε το νομίζουν χρήσιμο και θαρρούν πως ξεγελούνε τους άλλους και τον εαυτό τους. Στον Ο’Νηλ το πάθος ήταν μες στο αίμα του, το βεβαίωνε η απίστευτη περιπέτεια της ζωής του και της οικογένειάς του, που βιογραφήθηκε μες στο ύστατο τραγικό έργο του «Ταξίδι μακρινής μέρας μέσα στη νύχτα». «Η εργασία μου είναι αξεχώριστη απ’ τη ζωή μου» είπε στον Μινωτή. «Δεν έχω γράψει ούτε μια γραμμή που δεν ήταν ο καρπός προσωπικής μου πείρας». Η περίπτωση του Ο’Νηλ επιβεβαίωνε τον νόμο: το κάθε τι εδώ πληρώνεται. Δεν γίνεται έργο τέχνης χωρίς αγρύπνια και πόνο.


Ο Ο’Νηλ πλήρωσε ως το τέλος. Καταρρακωμένος απ’ την αρρώστια, ανήμπορος να γράψη γιατί τα δάχτυλά του τρέμαν, έζησε χρόνια ζωντανός-νεκρός, έχοντας ωστόσο κατακάθαρο το μυαλό του. Μόνος, τραγικός ήρωας, αυτός που θέλησε να ταυτίση το τραγικό πνεύμα των Ελλήνων με τον σύγχρονό του κόσμο. Τριγυρισμένος απ’ τα φαντάσματα των ηρώων του, με την ψυχρή γεύση της δόξας, τράβηξε για την τελευταία περιπέτεια της σιωπής.

[…]