Ἡ παιζω-γραφική σχέση τοῦ Πεντζίκη μέ τόν Συναξαριστή, μέ τό κείμενο αὐτό «τῆς ἐποχῆς τῆς μεγάλης τοῦ Βυζαντίου συνθετικῆς ἀκμῆς» (Προς εκκλησιασμό: 152), ξεκινᾶ ἤδη ἀπό τό 1993 παράλληλα μέ τήν ἀποδόμηση τῶν στέρεων βεβαιοτήτων τόσο τοῦ ἑαυτοῦ ὅσο καί τῆς ἐποχῆς του. «Χρόνια τώρα σφυρηλατήθηκα ἀπ’ αὐτή τήν αἴσθηση τῆς κονιορτοποιήσεως. Πιθανόν νά εἶναι συγγενής στόν ἄνθρωπο. Πάντως, ὅταν τό καλοκαίρι τοῦ 1933 πρωτοπῆγα στό Ἅγιον Ὄρος, διατηροῦσα εἰσέτι πολλές βεβαιότητες διά τό συμπαγές σχῆμα τοῦ ἐγώ. Ἐξαιτίας αὐτοῦ, θυμᾶμαι, ἔκλεισα ἀμέσως τόν Συναξαριστή πού εἶχα πάρει νά διαβάσω, χαρακτηρίζοντας τά γραφόμενα ὡς μωρολογίες, ὅταν συνάντησα τή φράση πώς ἕνας Ἅγιος ἀπό βρέφος ἔδειχνε ὅτι θά γινόταν εὐσεβής, ἀποποιούμενος τό μαστό τῆς μητέρας του καί νηστεύοντας κάθε Τετάρτη καί Παρασκευή» (Προς εκκλησιασμό: 83).


Ἡ ὑλική ἀποψίλωση τοῦ ἀτόμου καί ἡ διείσδυση στά μύχια τῆς ὑποστάσεώς του, ὁ μηδενιστικός ἀνεμοστρόβιλος τοῦ σκέπτεσθαι, ὁ ἀγώνας ἐνάντια στή μηχανοκρατική ἀντίληψη τοῦ ἀνθρώπου πού περιόριζε τή μνήμη στή λειτουργία τοῦ ἐγκεφάλου, ἡ καταξίωση τοῦ διαλυομένου μέσα στή λήθη καί σκόρπιου στόν ἄνεμο τῆς φθορᾶς ἀνθρώπου, ἡ ἀναζήτηση κάλλους σέ ὅλα τά ἀνωφέλευτα, ἡ παραδοχή τῆς δυστυχίας μέσω τῆς ἀγάπης, καί ἄλλες μοντέρνες καί παράδοξες τάσεις τῆς εὐρωπαϊκῆς πρωτοπορίας ὁδήγησαν τελικά τόν Πεντζίκη στόν Συναξαριστή τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὡς ἐπανεύρεση τῆς ἀγαπώσης μνήμης. «Ἡ συνεχής ἥττα ἀντίκρυ στούς ὑποστηρίζοντας σαφῶς καί μέ λογική τά περί κόσμου, μόνο καί μόνο γιά νά διατηρήσω τό παράλογο πού μέσα μου ἔνιωθα νά μεγαλώνει, ἀπειλώντας ὅλη μου τή χαρά καί τή ζωή, τήν ὥρα πού, μετά ἀπό μιά συναισθηματική κρίση, διατεινόμουν, δίχως κανείς νά μέ πιστεύει, πώς ἤμουν ἕνας πεθαμένος ἄνθρωπος, μέ πλησίαζε ὁλοένα ἐγγύτερα πρός τούς τρελλούς, πού βλέπουμε νά καταφεύγουν, ξένοι πρός τόν τριγύρω κόσμο, στό πλῆθος τῶν ναῶν καί παρεκκλησίων, πού κοσμοῦν τήν ἑλληνική γῆ. Πέρα ὅμως ἀπό κάθε φόβο, μ’ ἐνθουσίαζε στήν Ἐκκλησία ἡ καταξίωση τοῦ παραλόγου. Ἔνιωθα μέ ἱκανοποίηση ὅτι, εἰς τούς κόλπους της, ὁ καθένας μποροῦσε νά ’χει τή θέση του καί μάλιστα ἀνεξάρτητα πρός τό ὑπ’ αὐτοῦ ἐκτελούμενον ἔργο καί μόνον ἐκ τῆς προαιρέσεώς του» (Προς εκκλησιασμό: 83-84).


Στό ἐπίκεντρο τῆς καθημερινῆς του ἐργασίας, τά τελευταῖα τριάντα χρόνια τῆς ζωῆς του ὁ Ν. Γ. Πεντζίκης ἔθεσε τήν ἀνάγνωση τοῦ Συναξαριστῆ ὡς πρώτη ὕλη γιά τό λογοτεχνικό καί εἰκαστικό του ἔργο, ὄχι ὡς μιά κατά κόσμον «μανιέρα», ἀλλά ὡς ὁμολογία βαθιᾶς πίστης. Καθώς σημειώνει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Αὐστραλίας Στυλιανός, αὐτός «ὁ “ἀνυπότακτος” τοῦ ὀρθοῦ λόγου καί ἐραστής τῆς παραληρηματικῆς εὐλάβειας καί ἀκριβείας γνώριζε νά ὑποτάσσεται κάθε πρωί στίς εἰδήσεις τοῦ Συναξαριστῆ, μέ τήν πίστη καί τήν ἔκσταση τοῦ ἤδη νεκροῦ κατά κόσμον». Ἄν, ὅπως ἔλεγε ὁ Κάντ, ὁ ἄνθρωπος τῆς νεωτερικότητας ξεκινᾶ τή μέρα του διαβάζοντας τίς εἰδήσεις στήν ἐφημερίδα, ὁ Πεντζίκης ξεκινοῦσε τή μέρα του μέ τήν ἀνάγνωση ἄλλων εἰδήσεων. «Τό ν’ ἀποταθεῖς σ’ ἕναν Ἅγιο στόν καιρό μας ἀποτελεῖ μεγαλύτερη ταπείνωση ἀπό τό νά σκύβεις γιά τήν ἀπόκτηση ἀγαθῶν…» (Προς εκκλησιασμό: 174). Ὁλόκληρος ὁ Συναξαριστής εἶναι ἕνας μέγας ἐρειπιών ἀτομικῶν καταλοίπων, πού λαβαίνουν ζωή καί ἔκφραση χάρις στήν ἐκκλησία καί στό περιβάλλον της (Προς εκκλησιασμό: 115). Ἐρείπια πού μόνο ὑπέρ πάντα νοῦ συντίθενται εἰς ἑνότητα. Εἶναι ἡ ἐνταγμένη ἐκκλησιαστική μνήμη. Ἄρα, ὁ Συναξαριστής εἶναι αὐτός πού ἐκκλησιάζει σέ σύναξη ἤ καλεῖ πρός ἐκκλησιασμό. Ὁ Πεντζίκης εἶναι ὁ συναξαριστής τῆς μνήμης πού ἀρχειοθετεῖ τά σπαράγματα τοῦ κόσμου ὄχι ἁπλῶς μέ τήν κοσμική μνήμη τοῦ συλλογικοῦ ἀσυνείδητου, ἀλλά τελικά καί ἀμετάκλητα μέ μιά «μνήμη κοσμική ὑπεράνω ἀπό τόν ἄνθρωπο, μνήμη Θεοῦ». Ἡ μνήμη αὐτή δέν ἔρχεται ἀπό τόν ἀθρυμμάτιστο καθρέπτη τῆς πρώτης ἀπεικόνισης ὡς μιά πλατωνική ἰδέα ἀπό τό παρελθόν, ἀλλά ἀπό τό μυστήριο πού ἤδη εἰσῆλθε στήν ἱστορία καί τόν χρόνο ὡς ἐνεστώς τοῦ μέλλοντος στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ συναξαριστής τῆς μνήμης δέν ἀρχειοθετεῖ ἁπλῶς τίς μνημικές καταθέσεις τῆς σκόρπιας ζωῆς, ἀλλά γίνεται νοσταλγός τοῦ μέλλοντος πού θέλγεται ἀπό ἔρωτα πρός ὅλα τά κτιστά, καθώς λαμπρύνεται ἤδη ἀπό τό οἰκουμενικό φῶς τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.


Προσκύνηση τιμίων λειψάνων στο Πρωτάτο, Μάιος 1984 (πηγή: «Προς εκκλησιασμό», εκδόσεις «Ίνδικτος», Αθήνα, 2007)

Τό κείμενο τοῦ Συναξαριστῆ γέμει μαρτυριῶν ἀναλήψεως εὐθυνῶν τῆς φαινόμενης ὑπάρξεως ἀντίκρυ στόν Κύριο ἐν ὀνόματι τῆς πίστεως, ἐλπίδος καί ἀγάπης, πού μᾶς συνδέουν μαζί του, μεταμορφώνοντάς μας σ’ ὅ,τι ὑπερβαίνει τό νοῦ. Ἀντιλαμβάνεται τόν χρόνο τελείως διαφορετικά ἀπ’ ὅ,τι μέ γνώμονα τόν πρόσκαιρο ἰδιωτικό βίο. Αἰσθάνεται κανείς ὅτι πράγματι οἱ ἄνθρωποι, θεωρούμενοι ὡς ἀστέρες, διηγοῦνται Θεοῦ τήν δόξα. Κατά τόν τρόπο τοῦ Συναξαριστῆ, ἡ μνήμη τῶν πραγμάτων δημιουργεῖ ἕναν κόσμο, πού ἔρχεται σ’ ἀντίθεση πρός τόν ἄμεσα πραγματικό.

*Τα ανωτέρω συνιστούν το τελευταίο τμήμα της εξαίρετης ομιλίας (εν προκειμένω, σε αναθεωρημένη και συμπληρωμένη μορφή) που είχε εκφωνήσει στις 13 Δεκεμβρίου 2007 ο Σταύρος Γιαγκάζογλου κατά την παρουσίαση της γ’ έκδοσης (η πρώτη είχε γίνει το 1970) του βιβλίου του Ν. Γ. Πεντζίκη Προς εκκλησιασμό (εκδόσεις «Ίνδικτος») στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο.

Ο δραμινός Σταύρος Γιαγκάζογλου είναι αναπληρωτής καθηγητής του Τομέα Συστηματικής Θεολογίας (γνωστικό αντικείμενό του, η Δογματική) στη Θεολογική Σχολή του ΕΚΠΑ.


Ο Σταύρος Γιαγκάζογλου

Ο εκλεκτός πεζογράφος, ποιητής και αυτοδίδακτος ζωγράφος Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (Ν. Γ. Πεντζίκης) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 17/30 Οκτωβρίου 1908.

Ο Ν. Γ. Πεντζίκης ήταν το στερνοπούλι και το μοναδικό αγόρι της εύπορης αστικής οικογένειας του φαρμακοποιού Γαβριήλ και της διδασκάλισσας Μαίρης Πεντζίκη (μία από τις αδελφές του, η Χρυσούλα, έγινε αργότερα γνωστή ως η ποιήτρια Ζωή Καρέλλη).


Κύρια χαρακτηριστικά του πολύμορφου έργου του Πεντζίκη, ο οποίος ανήκει χρονολογικά στην περίφημη γενιά του ’30, είναι η ευρεία θεματική, η συνειρμική γραφή, η συχνή χρήση του εσωτερικού μονολόγου και της μεταφοράς, η θρησκευτική προσήλωση και η μεγάλη αγάπη του για τη γενέτειρά του.

Ο Ν. Γ. Πεντζίκης απεβίωσε στις 13 Ιανουαρίου 1993 συνεπεία καρδιακής ανακοπής.

Σημείωση: Ο Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι η μεγάλη αγιολογική και εορτολογική εγκυκλοπαίδεια, στην οποία παρουσιάζονται η ζωή και οι αγώνες των αγίων και των μαρτύρων της Εκκλησίας μας.