[…]

Η Ελλάδα, ως Μητέρα Πατρίδα και ως εγγυήτρια δύναμη, έχει ευθύνες. Το ελάχιστο λοιπόν που μπορώ να κάνω εγώ, ούτε ως πρώην πρωθυπουργός , ούτε ως πολιτικός, αλλά ως απλός Έλληνας, είναι να σας πω εδώ, σήμερα, ότι είμαι στο πλάι σας. Μαζί σας. Μακριά από νέους εμπαιγμούς σε βάρος της Κύπρου ή «λύσεις» άδικες και καταστροφικές, όπως αυτές που ακούγεται ότι «μαγειρεύονται» – εκ παραλλήλου και με το Αιγαίο πλέον.

Και λύσεις συγκαλυμμένης διχοτόμησης. Που θα είναι το επόμενο βήμα της πλήρους τουρκοποίησης. Τα «ήρεμα νερά», όταν οδηγούν σε σιωπηλή αποδοχή τετελεσμένων, φέρνουν πάντα τεράστιες φουρτούνες. Για τις συνομιλίες στη Νέα Υόρκη, πριν λίγες μόνον ώρες, δεν έχω τίποτα να πω. Θα ήταν ανεύθυνο. Η λύση όμως πρέπει να είναι μία: δίκαιη και βιώσιμη. Αν δεν είναι «δίκαιη», δεν θα είναι «βιώσιμη». Αν υπογραφεί κάτι διαφορετικό, απλώς θα αποτελεί την θρυαλλίδα για την επόμενη κρίση. Κι αν δεχθούμε να υπογραφεί κάτι τέτοιο, όλους θα μας κυνηγούν οι Ερινύες.

Θέλουμε την Κυπριακή Δημοκρατία αδιαίρετη και ενιαία. Χωρίς την παρουσία του Αττίλα. Με όλους τους πρόσφυγες στα σπίτια τους. Εξάλλου, το ενιαίο κράτος της Κυπριακής Δημοκρατίας εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση ολόκληρο. […]

Στόχος μας λοιπόν δεν μπορεί να είναι να νομιμοποιηθούν τα διχοτομικά τετελεσμένα της εισβολής. Όπως και με το σχέδιο Ανάν, το να νομιμοποιήσουμε τα τετελεσμένα της εισβολής, από την πίσω πόρτα, δεν είναι λύση. Είναι πλήρης υποταγή. Και η υποταγή είναι το έσχατο όριο της παραίτησης από την πολιτική και, πάνω απ’ όλα, από την εθνική αξιοπρέπεια.

[…]

Τέρμα λοιπόν στις ουτοπίες και στους εμπαιγμούς σε βάρος του ελληνισμού. Είναι θέμα συνείδησης. Αλλά είναι, πια, και θέμα επιβίωσης. Σώζοντας την Κύπρο μας, σώζουμε την Ελλάδα μας.

Απόσπασμα από ομιλία του Αντώνη Σαμαρά, Λευκωσία, 16 Οκτωβρίου 2024.


Οι ώρες για την Κύπρο και τον ελληνισμό είναι κρίσιμες. Σταθμίζοντας την κρισιμότητα των περιστάσεων, η κυβέρνηση αποφάσισε να τοποθετηθεί με σύνεση την ώρα που έπρεπε. Η ώρα αυτή έχει φθάσει. Και η τοποθέτησή μας δεν μπορεί παρά να εκδηλώνεται με σεβασμό προς την Κυπριακή Δημοκρατία, την κυβέρνηση και τους πολίτες της.

Στις ημέρες που μεσολάβησαν από την κατάθεση του πέμπτου σχεδίου Ανάν μέχρι σήμερα αποδείχθηκε περισσότερο από ποτέ επιβεβλημένος ο σεβασμός στην πάγια αρχή της εθνικής πολιτικής για το Κυπριακό, ότι δηλαδή η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάδα συμπαρίσταται. Στην παρούσα συγκυρία, αυτό σημαίνει ότι η επίσημη Ελλάδα δεν ήταν επιτρεπτό να πάρει θέση, πριν δοθεί στους ηγέτες και τις πολιτικές δυνάμεις του κυπριακού ελληνισμού ο απαιτούμενος χρόνος, προκειμένου να διαβουλευθούν και να τοποθετηθούν υπεύθυνα, προβαίνοντας σε μία, ούτως ή άλλως, δύσκολη επιλογή.

Ο βαθύτερος λόγος για τον οποίο η στάση αυτή ήταν επιβεβλημένη αφορούσε την προστασία της εθνικής σύμπνοιας και ομοψυχίας, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος. Δεν θα ήταν ούτε ρεαλιστική ούτε ανεκτή μια στάση που θα δημιουργούσε ρήγματα μεταξύ του ελλαδικού και του κυπριακού ελληνισμού ή και αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό του πολιτικού μας συστήματος για ένα εθνικό θέμα. Πάγια θέση μου ήταν και παραμένει ότι τα εθνικά θέματα απαιτούν εθνική συνεννόηση. […]

Οι συνθήκες απαιτούν προσεκτικά σταθμισμένες επιλογές, που λαμβάνουν υπόψιν τις εκτιμήσεις, τους προβληματισμούς και τις επιθυμίες των αμέσως ενδιαφερομένων, οι οποίοι καλούνται να ζήσουν με τα θετικά ή τα αρνητικά αποτελέσματα της επιλογής τους.

Πριν πάμε στη Λουκέρνη, είχαμε ήδη εξηγήσει τους τελικούς στόχους μας. Επιδίωξή μας ήταν να συμβάλουμε στη λύση του Κυπριακού προβλήματος, μέσω της βελτίωσης του σχεδίου Ανάν και της επίτευξης ενός βιώσιμου και λειτουργικού συμβιβασμού, που θα επέτρεπε στην ελληνοκυπριακή και την τουρκοκυπριακή κοινότητα να δώσουν τα χέρια και να οικοδομήσουν στο επανενωμένο νησί τους ένα κοινό μέλλον, στηριγμένο στην αμοιβαία εμπιστοσύνη και συνεργασία τους στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Με αυτό το κριτήριο, η ελληνική πλευρά έδωσε με συστηματικότητα αυτή τη μάχη. Σε ό,τι αφορά το κοινοτικό κεκτημένο, υπάρχει βελτίωση του σχεδίου σε ορισμένα σημεία. Γεγονός, όμως, παραμένει ότι στη Λουκέρνη δεν κατέστη δυνατόν να επιτευχθεί συμφωνημένη συνολική λύση. Το τελικό σχέδιο του Γ.Γ. του ΟΗΕ αποτελεί απόπειρα συγκερασμού των διαφορετικών θέσεων των δύο πλευρών και μερικής κάλυψης της μεταξύ τους απόστασης.

Συνεργαστήκαμε στενά, και θα συνεχίσουμε να συνεργαζόμαστε εξίσου στενά, με την κυβέρνηση και την πολιτική ηγεσία της Κύπρου. Στις σημερινές συγκυρίες επιβάλλεται όλοι να ενεργήσουμε με ενότητα, σύνεση και διορατικότητα. Το σχέδιο Ανάν, όπως έχω τονίσει, έχει και θετικά στοιχεία και δυσκολίες. Οι συγκεκριμένες συγκυρίες επιβάλλουν να μην αφήσουμε τις αδικίες να μας εμποδίσουν να κοιτάξουμε μακροπρόθεσμα. Αυτό που προέχει σήμερα, αυτό που οφείλουμε να κάνουμε, είναι να δούμε ψύχραιμα πώς μπορούμε να αξιοποιήσουμε τα θετικά του σχεδίου Ανάν, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής δυναμικής.

Προσωπικά πιστεύω βαθύτατα στη δύναμη της ευρωπαϊκής πραγματικότητας. Στη δύναμή της να αμβλύνει τις όποιες δυσκολίες. Γι’ αυτό και θεωρώ ότι, μέσα στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής προοπτικής, τα θετικά σημεία μπορούν να αποδειχθούν υπέρτερα των αρνητικών.

Βεβαίως, την τελική ευθύνη για το μέλλον της πατρίδας τους την έχουν οι Κύπριοι πολίτες. Τις αποφάσεις τους θα τις σεβαστούμε απόλυτα. Και η επόμενη ημέρα του δημοψηφίσματος θα βρει την Ελλάδα αταλάντευτα εκεί όπου βρισκόταν από την πρώτη στιγμή: στο πλευρό της Κύπρου.

Σε οποιαδήποτε περίπτωση, πάντως, δεν θα εξυπηρετούσε ούτε την ελεύθερη έκφραση της γνώμης του κυπριακού λαού ούτε την εθνική ομοψυχία η άσκηση πιέσεων με στόχο τον επηρεασμό της κρίσης του. Αυτό που έχει σημασία είναι, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, να διαφυλαχθεί η ενότητα του ελληνισμού, αλλά και η προοπτική επίλυσης του Κυπριακού. Για το λόγο αυτόν, πρέπει να αποφευχθούν οι κινδυνολογίες. Η κοινή μας προσπάθεια δεν σταματά με το δημοψήφισμα, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμά του.

[…]

Δήλωση του πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή μετά τη συνεδρίαση του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών για το Κυπριακό, Αθήνα, 15 Απριλίου 2004.


Στις 24 Απριλίου (σ.σ. του έτους 2004) κρίνεται το μέλλον της Κύπρου. Από τους Ελληνοκυπρίους θα κριθεί αν θα πούνε τελικά το ΟΧΙ, νομιμοποιώντας μια για πάντα τη διχοτόμηση (τα τετελεσμένα του «Αττίλα») ή θα ανατρέψουν τα γκάλοπ και λέγοντας ΝΑΙ θα περάσουν σε μία εντελώς νέα εποχή, ως ενωμένο κράτος με κύρος στους κόλπους της Ευρώπης. Το σύνολο σχεδόν των υπεύθυνων ηγετών στην Κυπριακή Δημοκρατία και στην Ελλάδα έχουν ταχθεί σαφώς υπέρ, έπειτα από προσεκτική ανάγνωση του Σχεδίου Ανάν-5 και στάθμιση των επιπτώσεων του «όχι». Στέκομαι ιδιαιτέρως στην πολύ τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία των κ.κ. Αναστασιάδη, Κληρίδη, Βασιλείου και Μαρκίδη και στην Ελλάδα σε αυτή των κ.κ. Μητσοτάκη και Σημίτη (των δύο Ελλήνων elder statesmen). Σύμφωνη είναι στην Ελλάδα η αντιπολίτευση και, στην ουσία, και η συμπολίτευση! Και όμως… Πώς έγινε αυτή «η στραβή» που θα μας κοστίσει πολύ ακριβά; Υπάρχουν, κατά τη γνώμη μου, τρεις κύριες ερμηνείες του αδιεξόδου στο οποίο οδηγούμεθα.

Ερμηνεία πρώτη. Ο κ. Τάσσος Παπαδόπουλος έντεχνα παραπληροφόρησε εδώ και μήνες τον ελληνοκυπριακό λαό (και το ΑΚΕΛ), παραμένοντας πιστός στην πάγια απορριπτική του θέση, γνωστή από δεκαετίες. […] Ο κ. Παπαδόπουλος επιβεβαίωσε αυτό που πολλοί από μας λέγαμε την επαύριον της εκλογής του, ότι στο πρόσωπό του ο Ντενκτάς είχε βρει τον καλύτερο δυνατό σύμμαχο. Ωστόσο σε όλα αυτά υπάρχει ένα μεγάλο ερωτηματικό: πώς ήταν δυνατόν να συμπαρασύρει με τέτοια εντυπωσιακή επιτυχία τον ελληνοκυπριακό λαό και να κλονίσει ακόμη και το ΑΚΕΛ;

Ερμηνεία δεύτερη. Η διστακτικότητα της νέας ελληνικής κυβέρνησης (σ.σ. του Κώστα Καραμανλή) επέτρεψε στους απορριπτικούς στην Κύπρο να γίνουν κυρίαρχοι του παιχνιδιού. Η διστακτικότητα αυτή ωστόσο είναι, εν μέρει, κατανοητή: το «σύνδρομο Ζυρίχης», «δεν δυσαρεστούμε κανένα», «τετραγωνισμός του κύκλου» κατά την έκφραση του (σ.σ. τότε υπουργού Εξωτερικών) κ. Μολυβιάτη (βλ. «Καθημερινή», 18-4-2004)… […] Όμως εδώ υπάρχει ένα άλλο ερωτηματικό: αν είχε επικρατήσει η άποψη στους κόλπους της κυβέρνησης Καραμανλή ότι ναι μεν ήταν καλό το Σχέδιο και η επανένωση ευκταία, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό γιατί για την πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων, εδώ και χρόνια, «η μη λύση είναι λύση» (η συμβίωση με τους Τουρκοκυπρίους μόνο προβλήματα θα φέρει), τι περιθώρια είχε η Ελλάδα να πείσει τους Ελληνοκυπρίους αδελφούς; Μόνο κακοί θα γινόμασταν και χωρίς αποτέλεσμα.

Και έτσι έρχομαι στην τρίτη ερμηνεία που κανείς μπορεί να ψελλίσει μόνο με πόνο ψυχής, για να χρησιμοποιήσω μία έκφραση γνωστή στην ανάλυση του Κυπριακού: αν υπήρχε η βούληση της πλειοψηφίας μεταξύ των Ελληνοκυπρίων, όπως υπήρχε για τους Τουρκοκυπρίους, τότε κανένας Παπαδόπουλος, καμία διστακτική νέα ελληνική κυβέρνηση, κανένα άτολμο ΑΚΕΛ δεν θα είχε κάνει τη ζημιά που έκανε. Οι Ελληνοκύπριοι θα είχαν αδράξει την ιστορική αυτή ευκαιρία και θα είχαν περάσει από τον 19ο αιώνα, στον οποίο τους σέρνει ο Πρόεδρός τους, στον 21ο αιώνα, με αυτοπεποίθηση, με ένα λαμπρό μέλλον να διαγράφεται μπροστά τους ως ενωμένου κράτους στην ευρωπαϊκή οικογένεια, μίας ομοσπονδίας προτύπου για την πολυπολιτισμική ενωμένη Ευρώπη τού αύριο, από τον Ατλαντικό ως τη Μαύρη Θάλασσα.

Άρθρο-γνώμη του Αλέξη Ηρακλείδη (τότε αναπληρωτή, νυν ομότιμου καθηγητή Διεθνών Σχέσεων του Παντείου Πανεπιστημίου), που έφερε τον τίτλο «Το όχι θα νομιμοποιήσει μια για πάντα τη διχοτόμηση» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Τα Νέα» στις 21 Απριλίου 2004.


Το περίφημο Σχέδιο Ανάν απορρίφθηκε από την ελληνοκυπριακή κοινότητα στο κρίσιμο δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου 2004, και μάλιστα με συντριπτική πλειοψηφία, που άγγιξε το 76%.

Η πορεία του Κυπριακού στα μετέπειτα χρόνια είναι τοις πάσι γνωστή.