Ο Αντώνης Σαμαράς χαιρέτησε τον Νίκο Παππά σε εκδήλωση που και οι δύο ήταν καλεσμένοι. Του χαμογέλασε, έκατσαν σε διπλανές θέσεις, και συζήτησαν μεταξύ τους σε χαλαρό τόνο. Τις ίδιες μέρες, κυκλοφόρησε ψευδώς πως ο Αλέξης Τσίπρας μίλησε με τον Ευάγγελο Βενιζέλο και του ζήτησε συγγνώμη για την Novartis -και παρότι κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ, οι δυο τους έχουν βρεθεί και έχουν κάτσει πλάι-πλάι, ήρεμα και χαλαρά, σε παρόμοια δημόσια εκδήλωση.

Πριν δέκα χρόνια, η υποψία και μόνο τέτοιων συναπαντημάτων θα ισοδυναμούσε με πολιτική αυτοκτονία για όλους τους εμπλεκόμενους.

Πριν πέντε, θα ήταν απάνθρωπο να ζητήσει κανείς έστω ένα βλέμμα από τους μεν στους δε: οι μνήμες του δεύτερου μισού της κρίσης, ο τρόπος με τον οποίο το προσωνύμιο «σαμαροβενιζέλοι» έγινε βρισιά και οι συνέπειες των επιλογών της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ δημιούργησαν χάσμα πολιτικό και προσωπικό. «Θα τους πάω μέχρι τέλους», έλεγε ο ένας. «Υπάρχουν πλέον καθαρά πολιτικά μέτωπα. Δημοκρατία και αυταρχισμός», έχει πει ο άλλος. Δεν επιστρέφεις εύκολα στα χαμόγελα μετά απ’ όσα έγιναν.

Κι όμως, επιστρέφεις κάπου. Μερικά τραύματα όντως δεν έχουν κλείσει: δεν είναι τρελό ένας πασόκος που έζησε τις κρεμάλες στο Σύνταγμα να ζητάει από έναν συριζαίο να πει συγγνώμη. Τα χρόνια που περνούν, ωστόσο, οι εξελίξεις που τρέχουν στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η πολιτική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ δύο φορές (μια το 2019 και μια το 2023) δημιουργεί τετελεσμένο. Επιτρέπει την ύπαρξη μιας κανονικότητας στην οποία δύο πολιτικοί αντίπαλοι μπορούν όχι απλώς να συνυπάρχουν στον ίδιο χώρο, αλλά και να συνομιλούν -παραμένοντας αντίπαλοι.

Ο,τι κι αν συμβεί από εδώ και πέρα, αν ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίσει να υπάρχει, δεν θα είναι ποτέ ξανά ίδιος με εκείνο το κόμμα που κάποτε καβάλησε το κύμα της αγανάκτησης και βρέθηκε, από το πουθενά, να κυβερνά την χώρα. Ακόμα κι αν κάποιος θεωρεί πως δεν δικαιώθηκαν για την επιλογή τους να συγκυβερνήσουν, ο Σαμαράς και ο Βενιζέλος δεν έχουν τίποτα να χάσουν από μια χειραψία και μια κουβέντα στο πόδι. Μόνο να κερδίσουν έχουν.

Δεν είναι οι πολιτικοί που μένουν κολλημένοι στο παρελθόν -αν και ενίοτε συμβαίνει κι αυτό, όταν το απαιτεί η συγκυρία και το αφήγημα. Είναι η κοινωνία, που μπροστά σε ένα αβέβαιο μέλλον, επιστρέφει σε σχήματα που μπορεί να αναγνωρίσει, περιμένοντας μια γκριμάτσα ή ένα στραβοκοίταγμα για να επιβεβαιώσει πως ναι, όντως, τίποτα δεν έχει αλλάξει από το 2012 ή το 2015, κι ας έχουν περάσει από τότε πέντε ζωές.

Ζητάμε από το πολιτικό σύστημα να ωριμάσει, να συνεργαστεί, όμως εμείς πρώτοι σηκώνουμε τείχος και «κόκκινες κάρτες» ακόμα και σε κοινωνικές συναθροίσεις.

Κανείς δεν ξεχνά. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν μπορεί να πάει παρακάτω.