Η Bίρα είναι μια 38χρονη ανύπαντρη μητέρα από την Ινδία, μοδίστρα σε ένα εργοστάσιο ρούχων στη Μπανγκαλόρ, που λειτουργεί στους ξέφρενους ρυθμούς της γρήγορης μόδας και για λογαριασμό ξένων εταιρειών ένδυσης, κυρίως στην Ευρώπη.

«Πολλά πρωινά», λέει, «μισώ να σηκώνομαι από το κρεβάτι και να πηγαίνω στη δουλειά, στη σκέψη ότι θα πρέπει να αντιμετωπίσω τον διευθυντή μου και οτιδήποτε άλλο τρομακτικό θα προκύψει στη διάρκεια της ημέρας».

Το γεγονός ότι η Βίρα ανήκει στους Ντάλιτ, την κατώτερη κοινωνική κάστα στην Ινδία, την καθιστά εύκολο στόχο σεξιστικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας.

Αν και το κατήγγειλε στην αρμόδια εσωτερική υπηρεσία της εταιρείας, δεν έχει ληφθεί ούτε ένα μέτρο για την προστασία της.

Τουναντίον, αναφέρει, δέχεται απειλές εντός ενός ανδροκρατούμενου συστήματος στα ανώτερα κλιμάκια διοίκησης.

Η 42χρονη Καβίτα, επίσης Ντάλιντ και ράφτρα, εργάζεται σε ένα άλλο εργοστάσιο στην Καρνατάκα.

Πάσχει από επίμονες λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος, επειδή αναγκάζεται να μην πηγαίνει στην τουαλέτα λόγω των εντατικών ρυθμών εργασίας.

Η 48χρονη Σίμα, επίσης ράφτρα, εργάζεται έναντι 140 δολαρίων το μήνα σε μια βιοτεχνία φασόν στο Γκουραγκόν.

Πρόσφατα διαπίστωσε ότι ο εργοδότης της δεν έχει καταβάλει εδώ και έξι χρόνια τις ασφαλιστικές εισφορές για υγειονομική περίθαλψη και συνταξιοδότηση, που παρακρατεί κάθε μήνα από τον μισθό της.

«Μου είπαν ότι τα χρήματα δεν μπήκαν ποτέ, επειδή το όνομά μου στην κάρτα εργασίας ήταν λάθος», αναφέρει.

«Πού πήγαν τα λεφτά;» ρωτά με απόγνωση τους δημοσιογράφους του ινδικού ανεξάρτητου ειδησεογραφικού ιστόπου The Wire, στο πλαίσιο έρευνας με την υποστήριξη της ευρωπαϊκής ΜΚΟ Journalism Fund.

Τα περιστατικά μιας πολυεπίπεδης εκμετάλλευσης εκατομμυρίων εργαζομένων στη βιομηχανίας γρήγορης μόδας στην Ινδία πολλαπλασιάζονται, παρά τις νέες νομικές δικλείδες.

Πολλά από τα θύματα είναι μάλιστα ανήλικα κορίτσια, που αποτελούν σημαντικό κομμάτι του εργατικού δυναμικού στις εξωχώριες αναθέσεις ραφής ρούχων στην Ινδία.

Ώρα διαλείμματος για εργαζόμενες σε εργοστάσιο ραφής ρούχων στην Ινδία (Reuters)

Παιδική εργασία «κάτω από το χαλί»

Ο όρος «Sumangali» σημαίνει «ευτυχισμένες νύφες» στη γλώσσα των Ταμίλ.

Όχι τυχαία, αυτή η λέξη χρησιμοποιήθηκε επιλεκτικά από τη βιομηχανία ενδυμάτων στο Ταμίλ Ναντού και την Καρνατάκα, δύο από τις ομόσπονδες πολιτείες που έχουν τα περισσότερα εργοστάσια ενδυμάτων στην Ινδία.

Απασχολούν κορίτσια ηλικίας 14 έως 18 ετών -κυρίως με  υπόβαθρο Ντάλιτ- χωρίς να λογοδοτούν για την παράνομη παιδική εργασία.

Εκμεταλευόμενες τη γραφειοκρατική… δημιουργική ασάφεια, οι εταιρείες γρήγορης μόδας που λειτουργούν στα εδάφη τους υποτίθεται ότι προσφέρουν στα ανήλικα κορίτσια… ευκαιρίες αποκατάστασης.

Τους δίνεται η υπόσχεση ότι θα λάβουν εφάπαξ ποσό 597 έως 1.195 δολαρίων -αρκετό για να πληρώσουν για τους γάμους τους- συν δώρα σε χρυσό και σε οικιακές αποσκευές, υπό την προϋπόθεση ότι θα εργαστούν 3-4 χρόνια στους εργοστάσια της δυτικής γρήγορης μόδας.

Η πραγματικότητα είναι ωστόσο διαφορετική.

Υπάρχουν πολυάριθμες καταγγελίας βιασμού, σεξουαλικής παρενόχλησης και εμπορίας παιδιών.

Η μαρτυρία της Νίσα είναι ενδεικτική. Ήταν 14 ετών, όταν μια ηλικιωμένη γυναίκα από το χωριό της της πρότεινε μια τέτοια θέση εργασίας, με αμοιβή 2 δολάρια την ημέρα.

«Μας υποσχέθηκε ότι θα διασκεδάσουμε πολύ στο εργοστάσιο και θα πάρουμε πολλά δώρα κατά τη διάρκεια των φεστιβάλ, εκτός από έναν καλό μισθό», περιγράφει.

Η πραγματικότητα ήταν εντελώς διαφορετική.

Οι συνθήκες εργασίας ήταν εξοντωτικές και με μειωμένες απολαβές λόγω έλλειψης προϋπηρεσίας.

Υπήρχε χρέωση 300 ρουπίες (3,60 δολάρια) την εβδομάδα για διατροφή.

Έμενε δε σε ξενώνα γυναικών, όπου έπρεπε να μοιράζεται ένα μικροσκοπικό δωμάτιο με άλλες οκτώ γυναίκες.

«Μέχρι το τέλος του μήνα, κέρδιζα μόνο 30 δολάρια», λέει.

Σύντομα, δε, ο ιδιοκτήτης του εργοστασίου άρχισε να κακοποιεί σεξουαλικά ορισμένα από τα εργαζόμενα κορίτσια…

«Φοβόμασταν ότι θα έκανε το ίδιο και με εμάς», περιγράφει η Νίσα.

Πέραν αυτού, τονίζουν ειδικοί, η απασχόληση ανηλίκων κερδίζει έδαφος γιατί «εργάζονται σκληρά, ταχύτερα και δεν έχουν μισθολογικές απαιτήσεις», εν μέσω φτώχειας, αναλφαβητισμού και άγνοιας.

Εργαζόμενες γυναίκες σε βιομηχανίες φασόν για λογαριασμό ξένων εταιρειών στην Ινδία (REUTERS/Mohammad Ponir Hossain)

Πατριαρχική κουλτούρα, απάνθρωπες συνθήκες

Δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων στον κόσμο, η Ινδία είναι ένας σημαντικός παραγωγός ενδυμάτων για τη Δύση.

Η εγχώρια βιομηχανία ενδυμάτων είναι μια αγορά αξίας περίπου 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων, απασχολώντας 51 εκατομμύρια ανθρώπους επισήμως.

Ανεπίσημα, εκτιμάται ότι αφορά επιπλέον 68 εκατομμύρια απασχολούμενους στη «μαύρη» εργασία.

Οι γυναίκες αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό του εργατικού δυναμικού – πάνω από το 90%- με μέσο μηνιαίο εισόδημα τα 124 δολάρια.

Σχεδόν τέσσερις φορές κάτω από τα επίπεδα διαβίωσης, τουτέστιν.

Η εξήγηση κατά την Εργατική Ένωση Ενδύματος της Ινδίας (GLU) είναι η πατριαρχική κουλτούρα.

«Οι άνδρες καταλαμβάνουν όλες τις ανώτερες θέσεις, συμπεριλαμβανομένων διευθυντικών πόστων, θέσεων εποπτών ή προϊσταμένων», εξηγεί ο γενικός γραμματέας της.

Αυτό μεταφράζεται σε παρενόχληση στο χώρο εργασίας, και όχι μόνο, επισημαίνει.

«Εάν η παραγωγή καθυστερήσει», παρατηρεί, «οι εργαζόμενες γυναίκες θα τιμωρηθούν με απομόνωση, αναστολή εργασίας ή αναγκαστική απόλυση».

Κατά τη Δρ. Σαντσίτα Μπάνερτζι Σαξένα, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεϊ και ερευνήτρια των αλυσίδων εφοδιασμού στην Ασία, ο λόγος που η έμφυλη βία εμφανίζεται τόσο συχνά και δεν βελτιώνεται οφείλεται στο «επιχειρηματικό μοντέλο της βιομηχανίας της μόδας».

«Η πίεση που ασκούν οι εταιρείες στους προμηθευτές τελικά καταλήγει στις γυναίκες του εργατικού δυναμικού», επισημαίνει, «αναγκάζοντάς τις σε εργασία με απάνθρωπο ωράριο».

Προϋπάρχον της COVID-19, το φαινόμενο καταγγέλλεται ότι έλαβε ανεξέλεγκτες διαστάσεις από την πανδημία και τούδε.

«Εάν μια ράφτρα δεν πετύχει τον ημερήσιο στόχο παραγωγής», λέει χαρακτηριστικά η Καβίτα, «οι διευθυντές είτε δεν επιτρέπουν στους άλλους εργάτες να φύγουν από τις εγκαταστάσεις μέχρι να επιτευχθεί, είτε απειλούν με απόλυση».

Σε αυτό το πλαίσιο, προκειμένου να «ανταποκριθούν στις ποσοστώσεις», πολλοί από τους 4.000 συναδέλφους της στο εργοστάσιο στην Καρνατάκα περνούν τα δύο προγραμματισμένα διαλείμματα στη βάρδια -10 λεπτά για τσάι και 20 λεπτά για  μεσημεριανό -περιμένοντας στη σειρά για χρήση της τουαλέτας…

Εργάτριες ράβουν πουκάμισα σε εργοστάσιο στο νότιο κρατίδιο Άντρα Πραντές της Ινδίας (REUTERS/Samuel Rajkumar)

Νομότυπη υποκρισία, στον βωμό των εταιρικών κερδών

Σε ισχύ από τον περασμένο Ιούλιο, η οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης  για τη δέουσα επιμέλεια ως προς την εταιρική βιωσιμότητα (CSDDD) χαιρετίστηκε ως σημαντικό μέτρο για τη λογοδοσία των επιχειρήσεων, τόσο εντός όσο και εκτός της ΕΕ.

Αντίκειται σε εμπορικές συναλλαγές και συνεργασίες που υπόκεινται σε τυχόν παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ως προς τις εργασιακές πρακτικές και το περιβάλλον σε ολόκληρη την εφοδιαστική αλυσίδα.

«Συνεχίζει ωστόσο να είναι πολύ δύσκολο να δούμε αν αυτοί οι νόμοι θα οδηγήσουν σε πραγματική αλλαγή στην πράξη», παρατηρεί η Νάντιτα Σιβακουμάρ, ερευνήτρια για τα εργασιακά δικαιώματα και ακτιβίστρια που συνεργάζεται με πολλά συνδικάτα εργατών στη βιομηχανία ενδυμάτων στην Ινδία.

«Αυτό που παρατηρούμε επί του παρόντος είναι μια αύξηση των ενδιάμεσων πρακτορείων», επισημαίνει, «πρωταρχικός ρόλος των οποίων είναι να βοηθήσουν τις εταιρείες να συμμορφωθούν με αυτούς τους νέους νόμους».

Αλλά «η πρόκληση είναι εάν θα προωθήσουν πραγματικά την πρόσβαση των εργαζομένων σε ένδικα μέσα και θα διευκολύνουν τον ουσιαστικό διάλογο μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών», τονίζει, «ή εάν αν θα γίνουν ένα άλλο στρώμα γραφειοκρατίας, που θα επιτρέπει στις ξένες φίρμες να ελέγχουν τα πλαίσια συμμόρφωσης, χωρίς να αντιμετωπίζουν τα βασικά ζητήματα στις αλυσίδες εφοδιασμού τους».

Προσώρας οι καταγγελίες των εργαζομένων πέφτουν στο κενό…