Ελεονώρα Μιλάτσο: «Ο διχασμός στην ΕΕ επανέρχεται»
Μιλάει στα «ΝΕΑ» η ερευνήτρια στο Κέντρο Μεταναστευτικής Πολιτικής (MPC) και συνεργάτις στο Ινστιτούτο Egmont στις Βρυξέλλες
Αν δεν σταθεί η ΕΕ σταθερά στην ανάγκη κοινής προσέγγισης και εφαρμογής του νέου Συμφώνου Μετανάστευσης και Ασύλου, ακόμη και αν το σύστημα δεν είναι τέλειο, η μετανάστευση θα παραμείνει πρόβλημα και τα κράτη – μέλη θα συνεχίσουν να καταφεύγουν σε μονομερείς δράσεις ωθούμενα από εθνικές πολιτικές δυναμικές, εκτιμά στη συνέντευξή της στα «ΝΕΑ» η Ελεονώρα Μιλάτσο, ερευνήτρια στο Κέντρο Μεταναστευτικής Πολιτικής (MPC) και συνεργάτις στο Ινστιτούτο Egmont στις Βρυξέλλες.
Η μετανάστευση διχάζει για άλλη μια φορά την Ευρώπη. Γιατί δεν έχει βοηθήσει η συμφωνία για το νέο Σύμφωνο;
Αυτό που βιώνουμε μετά το καλοκαίρι και μετά τον Σεπτέμβριο ειδικότερα δείχνει τι θα «συνοδεύσει» το Σύμφωνο ή τι του λείπει. Μερικούς μήνες μετά την υιοθέτηση του Συμφώνου βλέπουμε ότι ο διχασμός έχει αρχίσει να επανέρχεται. Το περιεχόμενο του Συμφώνου φαίνεται να μην υπόσχεται αρκετά υπό μία έννοια, για να επιλυθούν οι διχασμοί.
Τον Σεπτέμβριο η Γερμανία επανάφερε τους συνοριακούς ελέγχους σε όλα τα χερσαία της σύνορα, η Ολλανδία ζήτησε ρήτρα εξαίρεσης από τους ευρωπαϊκούς κανόνες ασύλου, η Ουγγαρία απείλησε να μεταφέρει μετανάστες στο Βέλγιο ως αντίποινα σε απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για το δικαίωμα του ασύλου και η αντίδραση της Πολωνίας (να παγώσει το δικαίωμα ασύλου) είναι ίσως η τελευταία στην σειρά αυτών των αντιδράσεων που έχουν πυροδοτήσει ένα φαινόμενο ντόμινο ή μια κούρσα προς τα κάτω όσον αφορά την επιβολή του δικαιώματος στο άσυλο και την προετοιμασία για την εφαρμογή του Συμφώνου.
Ορισμένες χώρες ζητούν αυστηρότερους κανόνες μετανάστευσης και άλλες, περιλαμβανόμενης της Ελλάδας, εκφράζουν ανησυχία ότι οι μονομερείς κινήσεις θα προκαλέσουν μεγαλύτερη πίεση στα δικά τους συστήματα ασύλου. Δεν βιώνουμε την ενότητα και την σταθερή δέσμευση που χρειάζεται για να εφαρμοστεί το Σύμφωνο.
Είναι δυνατόν να επισπευσθεί η εφαρμογή του νέου Συμφώνου;
Τώρα που το Σύμφωνο έχει υιοθετηθεί θα πρέπει να εφαρμοστεί μέσω των εθνικών σχεδίων. Σε πολιτικό επίπεδο υπάρχουν αιτήματα για την επίσπευση της εφαρμογής. Το σύστημα που προβλέπεται στο Σύμφωνο είναι εξαιρετικά περίπλοκο. Απαιτεί σημαντικές διοικητικές προσπάθειες από τα κράτη μέλη για να εφαρμοστεί.
Θα πρέπει να ληφθεί αυτό υπόψη. Στο νέο Σύμφωνο υπάρχει ισορροπία μεταξύ αλληλεγγύης και καταμερισμού ευθυνών και ο RAMM, ο κανονισμός για το άσυλο και τη μετανάστευση, δεν παρακάμπτει την αρχή του κανονισμού του Δουβλίνου, που προβλέπει ότι το πρώτο κράτος – μέλος στο οποίο εισέρχεται ο μετανάστης έχει καθήκον να εξετάσει το αίτημα ασύλου.
Υπό τον νέο κανονισμό οι χώρες με εξωτερικά σύνορα θα παραμείνουν υπεύθυνες για τα αιτήματα, αλλά άλλα κράτη – μέλη που θέλουν να απελάσουν μετανάστες μπορούν να ακολουθήσουν μια πολύ πιο ελαφρά διαδικασία, στέλνοντας ειδοποίηση αντί να υποβάλουν αίτηση δέουσας διαδικασίας, που απαιτούσε, βάσει του Δουβλίνου, συμφωνία της χώρας πρώτης εισόδου.
Πώς βλέπετε τη συζήτηση για την αναθεώρηση της οδηγίας επιστροφών, οι οποίες έχουν αυξηθεί, όχι όμως ικανοποιητικά;
Η συζήτηση που έγινε στο πρόσφατο Συμβούλιο Δικαιοσύνης Εσωτερικών Υποθέσεων ήταν ακριβώς για το πώς να απλοποιήσουμε τις επιστροφές, να γίνονται γρηγορότερα, να αυξηθούν. Επικεντρώθηκε στην ιδέα που προώθησαν ορισμένα κράτη – μέλη, περιλαμβανόμενης της Ιταλίας, να δημιουργηθούν hot spots σε τρίτες χώρες κοντά σε ευρωπαϊκά σύνορα, όπου να γίνεται η διεκπεραίωση των αιτημάτων ασύλου. Μια επιλογή είναι το αλβανικό μοντέλο. Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε σε φάση διερευνητικών συζητήσεων όσον αφορά την οδηγία για τις επιστροφές,
Τι δυσκολίες υπάρχουν για τους «μεταναστευτικούς κόμβους» σε τρίτες χώρες;
Εχουμε δει τόσο από την εφαρμογή της συμφωνίας Ρουάντα όσο και στην περίπτωση αυτών στην Αλβανία, ένα μοντέλο που μόλις ξεκίνησε, σοβαρές ανησυχίες για την νομική σκοπιμότητα, πόσο μάλλον για τη συμμόρφωση με τα πρότυπα του διεθνούς και του ευρωπαϊκού δικαίου σχετικά με την πρόσβαση στο άσυλο. Τα νομικά αυτά θέματα μπορεί να έχουν έναν αντίκτυπο στην σκοπιμότητα των μοντέλων αυτών.
Υπάρχει ένα αυξανόμενα ισχυρό σπρώξιμο από ευρωπαίους ηγέτες, σχεδόν από παντού, προς την εξωτερική διάσταση της πολιτικής της μετανάστευσης. Επιδιώκουν με την εξωτερική διάσταση να αντιμετωπίσουν εσωτερικές προκλήσεις που έχουν να κάνουν με τη μετανάστευση, περιλαμβανομένης της δυσκολίας να υπάρξει αλληλεγγύη και καταμερισμός ευθυνών.
Θα συνεχίσει το Μεταναστευτικό να επανέρχεται συνεχώς στην επιφάνεια ως πρόβλημα;
Το νέο σύστημα του Συμφώνου δεν είναι τέλειο, έχει εν μέρει επικριθεί από ΜΚΟ, από οργανισμούς της κοινωνίας πολιτών, από νομικούς εμπειρογνώμονες μεταξύ άλλων, αλλά τώρα που έχει υιοθετηθεί και έχουμε εισέλθει στην φάση εφαρμογής είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι αποτελεί ευκαιρία για τα κράτη – μέλη και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς να επιτευχθεί κοινή προσέγγιση στην μετανάστευση και το άσυλο.
Η ΕΕ πρέπει να σταθεί σταθερά στην ανάγκη κοινής προσέγγισης και εφαρμογής των νέων κανόνων, ακόμη και αν γνωρίζουμε ότι το σύστημα δεν είναι τέλειο. Αντιπροσωπεύει μια ευκαιρία να δρουν τα κράτη – μέλη με ενότητα και να αποφεύγουν αυτό που βλέπουμε τώρα, το να καταφεύγουν σε μονομερείς δράσεις, ωθούμενοι από εθνικές πολιτικές δυναμικές. Αυτό προκαλεί τον κίνδυνο να δημιουργηθεί μια μόνιμη κατάσταση εξαιρέσεων, αντιστρέφει την ανάγκη για σταθερότητα και για στρατηγική αυτονομία στην ΕΕ και είναι μια σοβαρή απειλή για το δικαίωμα ασύλου στην ΕΕ και των υποχρεώσεων των κρατών – μελών βάσει του διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου.
Αρκεί η έμφαση στην εξωτερική διάσταση;
Ενώ η εσωτερική διάσταση της διαχείρισης της μετανάστευσης βασίζεται στην αρχή της αλληλεγγύης και του καταμερισμού ευθυνών, περιλαμβανομένου ενός ισχυρότερου και πιο ανθεκτικού συστήματος ασύλου, υπάρχει σταθερή τάση προς την εξωτερική διάσταση που «βλέπει» προς τις εταιρικές σχέσεις με τρίτες χώρες και παρόμοιες λύσεις προκειμένου να γίνει διαχείριση της μετανάστευσης πριν φτάσει στην ΕΕ. Αν όμως το σύστημα ασύλου δεν είναι ανθεκτικό και δεν αποδίδει αποτελεσματικά στη διαχείριση του Μεταναστευτικού, η μετανάστευση θα παραμείνει πρόβλημα για την ΕΕ.
Η μετανάστευση δεν είναι εκτός ελέγχου στην ΕΕ, στην πραγματικότητα οι αφίξεις μειώνονται το 2024. Είναι σημαντικό να καταφέρει η ΕΕ και τα κράτη – μέλη να δημιουργήσουν ένα σύστημα ασύλου σταθερό και ανθεκτικό, που λειτουργεί για την οικοδόμηση πολιτικής εμπιστοσύνης μεταξύ τους και συνεισφέρει θετικά στην στρατηγική αυτονομία. Αλλιώς θα υπάρχει σοβαρός κίνδυνος αποσταθεροποίησης μέσω εργαλειοποίησης μεταναστών από τρίτες χώρες.
Οι μονομερείς αντιδράσεις κινούνται προς την κατεύθυνση της διχόνοιας και της δυσπιστίας μεταξύ των κρατών μελών. Μονομερείς κινήσεις έγιναν το 2015 και το 2016. Δεν απέδωσαν βραχυπρόθεσμα ούτε μακροπρόθεσμα.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις