Τις επόμενες μέρες έχουμε αρκετές κινητοποιήσεις εργαζομένων. Στους ναυτεργάτες, στα σχολεία, τον Νοέμβρη υπάρχει και πανεργατική απεργία. Έχουν προηγηθεί κινητοποιήσεις των διανομέων και των νοσοκομειακών γιατρών (που επιφυλάσσουν πάντα «θερμή» υποδοχή στον υπουργό Υγεία Άδωνι Γεωργιάδη).

Ξέρω τι θα μου πείτε: ότι όλα αυτά είναι απλώς κάποιες συνδικαλιστικές κινήσεις.

Οι κυνικοί μπορεί και να πουν ότι αυτά τα κάνει η «συνδικαλιστική γραφειοκρατία» για να δικαιολογήσει την ύπαρξή της.

Παρότι δεν έχω καμία διάθεση να αμφισβητήσω όποιον υποστηρίζει ότι το συνδικαλιστικό κίνημα βρίσκεται εδώ και καιρό σε κρίση και δεν έχει ανακάμψει από τα χτυπήματα που δέχτηκε στην περίοδο των μνημονίων, την ώρα που δεν έχει καταφέρει να βρει τρόπο να επικοινωνήσει με νεότερες γενιές, πιστεύω ότι δεν θα πρέπει να υποτιμήσουμε τη δυσαρέσκεια των εργαζομένων.

Γιατί μπορεί να έχει υποχωρήσει η ανεργία και να έχουν αυξηθεί οι ονομαστικοί μισθοί, εντούτοις η αύξηση του κόστους ζωής είναι αναλογικά πολύ μεγαλύτερη, τόσο ως αύξηση των τιμών βασικών προϊόντων όσο και ως αύξηση του κόστους ζωής.

Αυτό δημιουργεί τη διαρκή αίσθηση ότι ο μισθός τελειώνει πολύ πριν τελειώσει ο μήνας.

Την ίδια ώρα οι εργαζόμενοι αντιλαμβάνονται ότι δεν παίρνουν το μερίδιο που τους αναλογεί από την όποια οικονομική ανάπτυξη.

Βλέπουν κερδοφορίες, βλέπουν αυξημένες αποτιμήσεις, αλλά δεν βλέπουν ανάλογη βελτίωση στο δικό τους μισθό.

Ακόμη χειρότερα βλέπουν αρκετές από τις καινούριες θέσεις εργασίας να είναι σε κλάδους που δεν προσφέρουν ιδιαίτερα καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας.

Και βέβαια οι εργαζόμενοι δικαιολογημένα λένε ότι τα μνημόνια και η επιτήρηση τελείωσαν εδώ και χρόνια αλλά το καθεστώς για τις συλλογικές συμβάσεις δεν έχει επιστρέψει εκεί που ήταν.

Ούτε εμπνέουν αισιοδοξία οι εξαγγελίες για περίπλοκους μηχανισμούς υπολογισμού του κατώτατου μισθού όταν η κοινή λογική λέει ότι αυτό που χρειάζεται είναι πραγματικές αυξήσεις που να καλύπτουν την αύξηση του κόστους ζωής αλλά και σταδιακά να βελτιώνουν τη θέση των εργαζομένων.

Από την άλλη, ακόμη και στο δημόσιο, όπου υποτίθεται ότι οι εργαζόμενοι ήταν κυρίως ικανοποιημένοι επειδή έχουν σίγουρη εργασία, φαίνεται ότι τα πράγματα δεν πάνε τόσο καλά. Γιατί ναι μεν η μονιμότητα προστατεύει από την ανασφάλεια, όμως την ίδια στιγμή οι μισθοί που παίρνουν, ιδίως οι πιο εξειδικευμένοι εργαζόμενοι του δημοσίου, όπως οι γιατροί, συχνά μοιάζουν κοροϊδία σε σχέση με το είδος της εργασίας και της επιστημονικής εξειδίκευσής τους. Δεν είναι τυχαίο ότι έχουμε φτάσει στο σημείο θέσεις να προκηρύσσονται και να μην καλύπτονται.

Όλα αυτά, σε όποιον μπορεί να αντιληφθεί πώς διαμορφώνονται κοινωνικές δυναμικές δείχνουν πόσο λανθασμένη θα ήταν μια εκτίμηση ότι έχουμε ξεμπερδέψει με το ενδεχόμενο μεγάλων αγώνων και από τη μεριά των εργαζομένων. Πόσο μεγάλων και πόσο έντονων, αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να πει κανείς, αλλά ούτε μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο.

Και τότε θα μιλάμε για ένα διαφορετικό τοπίο.

Γιατί μπορεί να συνηθίζουμε να έχουμε το βλέμμα στραμμένο στο πολιτικό σκηνικό και στα προβλήματα που υπάρχουν με την κατάσταση της αντιπολίτευσης, αλλά δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι υπάρχει πάντα και η κοινωνική αντιπολίτευση.

Και δεν ξέρω εάν θα είναι πιο αποτελεσματική, σίγουρα όμως θα είναι πιο δυναμική.