Επί μία δεκαετία σχεδόν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ασυνήθιστη ηρεμία επικρατούσε στην αμερικανική λογοτεχνία. Στη σκηνή των λογοτεχνικών περιοδικών δέσποζε η Νέα Κριτική (σ.σ. New Criticism, θεωρία της λογοτεχνίας που αναπτύχθηκε στις ΗΠΑ αρχής γενομένης από τη δεκαετία του ’30 και κατάφερε να καταλάβει κυρίαρχη θέση στη λογοτεχνική κριτική περί τα μέσα του περασμένου αιώνα). Αλλά, κάτω από τη φαινομενικά αρυτίδωτη επιφάνεια, το καζάνι έβραζε και με τη δεκαετία του ’50 εμφανίσθηκαν τα πρώτα σημάδια του κοχλασμού. Οι συγγραφείς «μπητ» (μπήτνικς) εξαπέλυσαν τις δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις τους για να μολύνουν τον καθαρό αέρα του λογοτεχνικού κατεστημένου. Κοινά τους γνωρίσματα ήταν η άσεμνη γλώσσα και η άσεμνη ζωή, το ποτό, τα ναρκωτικά, η σεξουαλική ασυδοσία. Τυπικός εκπρόσωπός τους υπήρξε ο Τζακ Κέρουακ, στον οποίον ο Τζέραλντ Νικόζια αφιέρωσε τώρα βιογραφία 767 σελίδων (Gerald Nicosia: A Critical Biography of Jack Kerouac, εκδ. Viking).


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 25.7.1985, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Η φοβερή ζωή του Τζακ Κέρουακ χωρίζεται σε δύο μέρη: το πρώτο είναι εκείνο που προηγείται του βιβλίου του «Στον δρόμο», το δεύτερο εκείνο που έπεται. Πριν από το βιβλίο ο Κέρουακ ήταν είτε μεθυσμένος είτε υπό την επήρεια ναρκωτικών είτε βουλιαγμένος στην κατάθλιψη, επειδή δεν ήταν αρκετοί εκείνοι που αναγνώριζαν τη μεγαλοφυΐα του. Μετά το βιβλίο βρισκόταν πάλι συνεχώς σε μια από τις τρεις αυτές καταστάσεις, επειδή δεν μπορούσε «να τα βγάλει πέρα με την πίεση» της επιτυχίας. Πέθανε το 1969, στα 47 του χρόνια.


Από γαλλοκαναδούς γονείς και από την ευυπόληπτη μικρή πόλη Λόουελ της Μασαχουσέτης, ο Κέρουακ δεν ήξερε αγγλικά όταν ήταν παιδί. Είχε περάσει τα 18 όταν έγινε λίγο-πολύ κύριος της δεύτερης γλώσσας του, της οποίας αργότερα επρόκειτο να αναδειχθεί τόσο λαμπρός τεχνίτης. Οι πρώτες του φιλοδοξίες ωστόσο ήταν αυτόχρημα αμερικανικές: ήθελε να γίνει ή γκάνγκστερ ή κινηματογραφικός αστέρας. Εμφανίσιμος στον τύπο του σκληροτράχηλου, ξεκίνησε ως «ο γόης του χωριού» και, αν ήταν ψηλότερος, θα μπορούσε να είχε γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Του άρεσε να αρέσει στα κορίτσια, κυρίως όμως του άρεσε να καλλιεργεί την εικόνα του: ο σκληρός τύπος που γρήγορα θα ανέβει ψηλά.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 18.9.1991, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ήταν όμως και στριμμένος ο Κέρουακ: στριμμένος επειδή ήταν φτωχός (ο πατέρας του ήταν αποτυχημένος ζωγράφος, μεθύστακας, σπαταλούσε όλα του τα λεφτά στις ιπποδρομίες, και τα τελευταία του λόγια προς τον γιο του ήταν «να προσέχεις τους αράπηδες και τους Εβραίους»), στριμμένος στα ζητήματα του σεξ, στριμμένος για την κάπως ελλιπή μόρφωσή του.


Όταν αποφάσισε ότι θα γίνει συγγραφέας, ο Κέρουακ έβαλε αμέσως τον εαυτό του μαζί με τους μεγάλους: οι αδελφές ψυχές του ήταν ο Τόμας Γουλφ, ο Τζέιμς Τζόυς και ακόμη (όταν είχε άφθονο ποτό στη διάθεσή του) ο Γουίλιαμ Σαίξπηρ. Όταν έσμιξε με τους δύο επίσης διάσημους ομοίους του, τον Άλλεν Γκίνσμπεργκ και τον Γουίλιαμ Μπάροους, ο Κέρουακ δεν δυσκολεύτηκε διόλου να πείσει τον εαυτό του ότι οι τρεις τους θα επέφεραν ηφαιστειακές αλλοιώσεις στο λογοτεχνικό τοπίο.


Αν αυτό δεν έγινε, πάντως το κίνημα «μπητ» δεν ήταν μεμονωμένο φαινόμενο. Η κατακραυγή του κοινού και των κριτικών δεν διέφερε πολύ από εκείνες που είχαν χαιρετίσει τους «φωβ» και τους «ντανταϊστές» στις αρχές του αιώνα μας. Την ίδια στάση είχαν αντιμετωπίσει και οι υπερρεαλιστές, καθώς επίσης, σε άλλο επίπεδο, ο Τζόυς, ο Μπέκετ και ο Σελίν (σ.σ. κορυφαίος γάλλος πεζογράφος του 20ού αιώνα), συγγραφείς που δεν ήταν ακριβώς άγνωστοι στους «μπητ», λέξη που ο Κέρουακ, κατά τον Νικόζια, άρχισε να τη χρησιμοποιεί το 1940, προτού ακόμη κλείσει τα 18, με τη σημασία της ενοχής και της λύπης που οδηγούν στην αυτομαστίγωση.


Ο τρόπος σκέψης και δράσης των «μπητ» κατηγορήθηκε ως «τυπικά αμερικανικός». Για την Ευρώπη όμως αυτά τα πράγματα ήταν παλιά και γνωστά. Το «μη ευθύγραμμο» ύφος γραφής που καλλιέργησε ο Κέρουακ («Στον δρόμο») είναι κάτι ανάμεσα στο «Ξύπνημα του Φίνεγκαν» (σ.σ. «Η αγρύπνια των Φίνεγκαν» του Τζέιμς Τζόυς) και στη λεγόμενη «αυθόρμητη πρόζα», πλησιέστερο προς τη δεύτερη, δεδομένου ότι ο Τζόυς είναι όλος μυαλό, ενώ ο Κέρουακ είναι όλος καρδιά.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 23.10.1969, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ένα από τα συμπεράσματα που βγαίνουν με πλήρη ενάργεια από αυτή τη βιογραφία είναι οι τρομερές ανταμοιβές της πλήρους αυτοαπορρόφησης. Χωρίς καμιά κατευθυντήρια αρχή μέσα του, χωρίς αίσθηση ελέγχου, ο Τζακ Κέρουακ ήπιε μέχρι θανάτου. Μια ανάλογη ιστορία αφηγείται και η βιογραφία του Τενεσή Γουίλιαμς από τον Ντόναλντ Σπότο. Αυτό που δένει τους δύο συγγραφείς, πέρα από την ξέφρενη πορεία τους προς την αυτοκαταστροφή, είναι η εξίσου ξέφρενη ανάγκη τους να δοθούν ολόψυχα στο γράψιμο. Ο Κέρουακ δημοσίευσε 22 βιβλία, τα οποία, όλα μαζί, αφηγούνται την ιστορία της ζωής του εξίσου καλά όσο και οποιαδήποτε βιογραφία.

*Άρθρο αφιερωμένο στο διάσημο αμερικανό συγγραφέα Τζακ Κέρουακ, μπροστάρη και ηγετική μορφή του λογοτεχνικού κινήματος «Μπητ» (Beat), που αναπτύχθηκε στις ΗΠΑ τη δεκαετία του ’50. Έφερε τον τίτλο Η φοβερή ζωή ενός «μπητ» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 25 Ιουλίου 1985.



Ο Τζακ Κέρουακ (o Jean-Louis Lebris de Kérouac, γνωστός ως Jack Kerouac), ποιητής και μυθιστοριογράφος, γεννήθηκε στο Λόουελ της Μασαχουσέτης στις 12 Μαρτίου 1922 και απεβίωσε στο Σεντ Πίτερσμπεργκ της Φλόριντα στις 21 Οκτωβρίου 1969.