Ένας από τους πλουσιότερους διαλόγους του πλατωνικού corpus όσον αφορά τα ζητήματα που τίθενται, αλλά και τη συνακόλουθη προβληματική που διατυπώνεται από τους συνομιλητές, είναι ο Κρατύλος, που έχει χαρακτηριστεί ως το ευαγγέλιο της ετυμολογίας, της αλήθειας των λέξεων. Στο έργο αυτό ελέγχεται κατ’ αρχήν η ορθότητα των ονομάτων (η ορθή έννοια των ονομασιών), ερευνάται η διαρκώς μεταβαλλόμενη γλώσσα και φανερώνεται η σχέση μεταξύ της γλώσσας και της αληθούς γνώσης των πραγμάτων.

Στην αρχή του έργου εξετάζεται η σχέση των λέξεων με τα πράγματα. Ο ηρακλείτειος φιλόσοφος Κρατύλος, πρώτος δάσκαλος του Πλάτωνος, υποστηρίζει ότι για κάθε πράγμα υπάρχει ένα όνομα που έχει δοθεί από τη φύση (κατ’ επέκταση, ότι η ορθότητα του ονόματος υπάρχει από τη φύση μέσα σε καθένα από τα όντα), ενώ ο παρμενίδειος φιλόσοφος Ερμογένης ισχυρίζεται από τη δική του πλευρά ότι η φύση δεν έχει προσδιορίσει κανένα όνομα σε κανένα πράγμα, καθώς και ότι οι λέξεις μιας γλώσσας είναι αποτέλεσμα συνήθειας και σύμβασης, καθώς καθορίζονται από τους ανθρώπους κατόπιν κοινής συμφωνίας και συναίνεσης. Ο Σωκράτης καλείται να τοποθετηθεί επί του θέματος, εάν δηλαδή η γλώσσα γεννήθηκε φύσει (Κρατύλος) ή νόμω (Ερμογένης).

Στο πλαίσιο της σχετικής έρευνας που διεξάγεται από τον Σωκράτη –ερμηνεύει ονόματα, έννοιες και γράμματα της ελληνικής γλώσσας, καταδεικνύοντας την πανάρχαια προέλευσή τους– αναδεικνύεται η προβληματικότητα των δύο ακραίων θέσεων που προαναφέρθηκαν ως προς την κατασκευή των ονομάτων. Ο μέγας φιλόσοφος δεν υιοθετεί την αντίληψη περί της άμεσης παραγωγής των ονομάτων από τη φύση των πραγμάτων, αλλά δεν αποδέχεται και την πεποίθηση ότι είναι δυνατή η απόσπαση της φύσης αυτής από τις λέξεις. Με άλλα λόγια, ισχυρίζεται πως, μολονότι υπάρχει στη σύσταση των ονομάτων ένα μέρος συνθήκης, δεν είναι όλα στη γλώσσα αποτέλεσμα μιας συμφωνίας των ανθρώπων, βάσει της οποίας αποφάσισαν όλως τυχαίως να αποκαλούν έτσι τα πράγματα και όχι αλλιώς.

Ξεχωριστό ενδιαφέρον και πολλές δυσκολίες από απόψεως κατανοήσεως παρουσιάζει το μεγάλο τμήμα του διαλόγου με τις ετυμολογίες, καθώς στο ετυμολογικό παιχνίδι εμπλέκονται αξιοσημείωτες γλωσσοϊστορικές και γλωσσοφιλοσοφικές γνώσεις (θεωρείται ότι εδώ αποκαλύπτεται το φιλοσοφικό υπόβαθρο της ελληνικής γλώσσας και τίθενται τα θεμέλια της φιλοσοφίας της γλώσσας).

Ο διάλογος οδηγείται προοδευτικά στην απόρριψη της θεωρίας για τη σταθερή ροή και στην αναγνώριση αμετάβλητων εννοιών, που –αυτές και μόνο– καθιστούν δυνατή τη γνώση και την ονοματοθεσία. Αυτό που προτείνεται τελικά είναι να μην αρχίζουμε από τα ονόματα, αλλά από τα ίδια τα πράγματα, τα οποία πρέπει και να μαθαίνουμε και να ερευνούμε.

*Στη φωτογραφία του παρόντος άρθρου, ο «Κρατύλος» του Πλάτωνος (έκδοση της Πολωνικής Ακαδημίας Επιστημών, 1990).

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος Α’)

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος Β’)

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος Γ’)

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος Δ’)

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος Ε’)

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος ΣΤ’)

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος Ζ’)

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος Η’)

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος Θ’)

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος Ι’)

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος ΙΑ’)

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος ΙΒ’)

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος ΙΓ’)

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος ΙΔ’)

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος ΙΕ’)

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος ΙΣΤ’)