Νίκος Εγγονόπουλος: Στα όρια φαντασίας και πραγματικότητας
Η διαχρονία του ελληνικού πνεύματος από έναν πολίτη του κόσμου
- Τεχνητή νοημοσύνη και ωδή στο γυμνό: Αυτές ήταν οι πιο τολμηρές φωτογραφίες την χρονιά του 2024
- Πρόστιμα και επιπλέον φόροι για όσους δεν κλείσουν εκκρεμότητες μέχρι το τέλος του χρόνου
- Μαζική επίθεση με drones σε ρωσική πόλη 1.000 χλμ από τα σύνορα - Απομακρύνθηκαν κάτοικοι
- «Δεν είμαι έτοιμη να σας αφήσω» - Το αντίο της Μίλι Μπόμπι Μπράουν στο Stranger Things ήταν δακρύβρεχτο
Στις 21 Οκτωβρίου 1907 γεννήθηκε στην Αθήνα ο σπουδαίος Νίκος Εγγονόπουλος, «ο απόλυτος υπερρεαλιστής» κατά την Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ, ο καλλιτέχνης που «έκανε ποίηση ζωγραφίζοντας και δημιουργούσε εικαστική τέχνη με την ποίησή του».
«Θέατρο»
Ο Νίκος Εγγονόπουλος, «ζωγράφος το επάγγελμα», όπως χαρακτηρίζει εαυτόν στις αυτοβιογραφικές του σημειώσεις, διετέλεσε τακτικός καθηγητής (στην έδρα του Ελευθέρου Σχεδίου) του ΕΜΠ και τιμήθηκε (1966) με το Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Γεωργίου Α’ για το ζωγραφικό του έργο.
Σημαντικές διακρίσεις απέσπασε και για την ποιητική παραγωγή του (τιμήθηκε δις με το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης, το 1958 και το 1979), η οποία συνοδεύτηκε από θεωρητικά κείμενα και μεταφράσεις που δημοσιεύτηκαν σε ελληνόγλωσσα αλλά και ξενόγλωσσα περιοδικά.
«Ο Οιδίπους και η Σφιγξ»
Ο Νίκος Εγγονόπουλος απεβίωσε στις 31 Οκτωβρίου 1985 και κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη, σε αναγνώριση της θέσης του και της προσφοράς του στο χώρο των γραμμάτων και των τεχνών.
Στο φύλλο του «Βήματος» που είχε κυκλοφορήσει την Κυριακή 3 Νοεμβρίου 1985, τρεις μόλις ημέρες μετά το θάνατο του Εγγονόπουλου, ο Μάνος Στεφανίδης (διαπρεπής ιστορικός τέχνης, ομότιμος καθηγητής του ΕΚΠΑ και συγγραφέας) τον είχε αποχαιρετήσει με ένα έξοχο κείμενο, το οποίο παραθέτουμε κατωτέρω:
Σα βόγγαε η άγια αυτοκρατορία
από τα δεινά,
…………………………….
ξεκίνησε νεώτατος ο Βελισσάριος
παρέα με τον Ανδρέα τον Εμπειρίκο
να δημιουργήση
και να ζήση
Στους παραπάνω αυτοβιογραφικούς στίχους ο Εγγονόπουλος εκθέτει με ενάργεια το ξεκίνημα το δικό του και της γενιάς του «στους τελευταίους ακριβώς χρόνους της φθίνουσας περιόδου του ’30», τότε που «το έθνος λύγαε από τις επιθέσεις των βαρβάρων…» Με παρρησία ορίζει τη θέση του ποιητή μέσα στην πολιτεία. Είναι ο πολέμαρχος που θα λυτρώσει τη φυλή από τα δεινά και «έπειτα: πού τον ξέραν πού τον είδανε;» Για τον εαυτό του κρατά τη θέση του στρατηγού Βελισσάριου. Στους άλλους «τους διακονιαρέους και κλέφτες της δόξας» παραχωρεί τους ρόλους της αγνωμοσύνης και της αχαριστίας.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 3.11.1985, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ο Εγγονόπουλος απελευθέρωσε την ελληνική ποίηση από τη δουλεία του ρασιοναλισμού και τα αδιέξοδα ενός ιδεαλισμού γεμάτου ωραιοπάθεια και άκρατο μυστικισμό. Η πολυπλοκότητα του φυσικού φαινομένου και η καταλυτική πληθωρικότητα της ζωής δεν ανιχνεύονται μ’ ένα μόνο φανάρι, έναν δρόμο, ένα μονάχα μεθοδολογικό εργαλείο. Για τον λόγο αυτόν ο ίδιος μαζί με τον Εμπειρίκο απέδειξε ότι η ποίηση οφείλει πρωτίστως να είναι ανάπτυξη στίλβοντος ποδηλάτου, δηλαδή κάτι το λαμπερό, το χαρούμενο, που κινείται ελεύθερα και δεν επαναπαύεται σε στατικές μορφές· κάτι που ξέρει να γυρίζει πίσω στους χώρους της μνήμης και της εφηβείας, εκεί που κείται το «χωριό των ποδηλάτων» και η «κοιλάδα των ροδώνων». Γι’ αυτόν σκοπός του έργου τέχνης είναι η κατάργηση της μοναξιάς, η κατάκτηση της «μεταφυσικής πολιτείας» όπου δεν έχουν θέση οι τεχνοκράτες, αυτοί που «μέσα στην τύφλα απ’ ολούθε που τους περιζώνει, παραμένουνε στις κούφες πεποιθήσεις τους, ισχυρογνώμονες, πεισματωμένοι, γινατζήδες».
«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 23.12.1976, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ο υπερρεαλισμός, επανάσταση διαρκής που ξέρει να ψωμίζεται (σ.σ. εξοικονομεί τα αναγκαία προς το ζην) από το αίμα της, έχασε την περασμένη Πέμπτη τον έλληνα πρίγκιπά του. Χωρίς να υποστείλει ποτέ τη σημαία του, παρά τους εκάστοτε συρμούς, ο Εγγονόπουλος αγωνίστηκε για τη δημιουργία ενός modus vivendi, διάφορου από τον τρέχοντα. Τροχιοδρόμησε μια πορεία σε μιαν άλλη πραγματικότητα που δρα παράλληλα προς τη φυσική και απέδωσε εναργέστατα την αθέατη πλευρά του ελληνικού «τοπίου», αυτή τη θεία παραφροσύνη που ελλοχεύει ακόμη και στις πιο πεζές εκδοχές της καθημερινότητας· μια λοξή ματιά στον κόσμο που κρύβεται σαρκάζοντας πίσω από τα οποιαδήποτε πέπλα της σοβαροφάνειας και που δίνει στους άγιους το άλλοθι της αμαρτίας και στους ποιητές το σάρκωμα του έρωτα. Ορθοτομώντας τον λόγο που κυοφορείται στο παράλογο απέδωσε τη διαχρονία του ελληνικού πνεύματος όντας πολίτης του κόσμου:
«Μίρκο Κράλη, τι ζητάς;
εδώ δεν είναι παίξε γέλασε:
εδώ είναι Μπαλκάνια»
Αφίσα του Εγγονόπουλου για την έκδοση του «Ταχυδρόμου» (άνοιξη 1954)
Με την υπερρεαλιστική όραση των πραγμάτων ο Εγγονόπουλος επιδιώκει να προσεγγίσει εκείνη την Αλήθεια που αρνήθηκε να εξηγήσει ο Χριστός στον Πιλάτο. Με τους ποιητικούς του κώδικες και τις εικαστικές του εικόνες θέλει ν’ αναστήσει τα φαντάσματα που κοιμούνται, ν’ ανοίξει καταπακτές ερμητικά κλειστές, να μυήσει τους ανίδεους στους μυστικούς λειμώνες με τη γαλαντομία φεουδάρχη και με τη θηριώδη ευφορία πειρατή. Γιατί είναι κοινός τόπος ότι στον τόπο μας ο υπερρεαλισμός πάντοτε αντιμετωπίστηκε με επιφύλαξη σαν ένα ακριβό ρούχο, εξεζητημένου όμως γούστου, που διστάζουμε να το φορέσουμε γιατί φοβόμαστε τα ειρωνικά σχόλια των τρίτων. Πάντοτε οι περισσότεροι έλληνες καλλιτέχνες στάθηκαν συγκρατημένοι και συντηρητικοί, ώστε να μην αφήνονται στο ριψοκίνδυνο της υπερρεαλιστικής έκφρασης, αλλά να υποκλέπτουν κατά κάποιο τρόπο στοιχεία και σπαράγματά της για να εντυπωσιάσουν. Ο Εγγονόπουλος όμως υπερβαίνει τις αναστολές και τις φοβίες της γενιάς και της εποχής του και αποδύεται σ’ ένα διονυσιακό παραλήρημα, που όμως σφραγίζεται από την ποιότητα μιας σκέψης πρωτότυπης και βαθειάς.
«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 23.12.1976, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Στο ποιητικό και ζωγραφικό του έργο συνείρονται (σ.σ. συμπλέκονται, συνάπτονται, συσχετίζονται) φροϋδικά σύμβολα, ήρωες του ελληνικού μύθου, αλληγορικά θέματα γεμάτα υπαινιγμούς. Όλα κατατείνουν στη δημιουργία ενός χώρου ανήσυχου αλλά άκρως υποβλητικού, όπου συγχέονται τα όρια φαντασίας και πραγματικότητας και όπου η ελληνική ιστορία είναι παρούσα, ιδωμένη όμως μέσα από μιαν ιδιότυπη όσο και σαρκαστική οπτική.
Στρατηγέ
Τι ζητούσες στη Λάρισα
συ
ένας
Υδραίος;
«Ο Αλέξανδρος και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων»
Στις ζωγραφικές αφετηρίες του Νίκου Εγγονόπουλου βρίσκεται ο Giorgio de Chirico, ο Magritte, ο Max Ernst, ο Óscar Domínguez, ο Yves Tanguy, αλλά και η ιδεοκρατία του Παρθένη και το στυλιζάρισμα, η μετωπικότητα ή η μορφολογική καθαρότητα του Βυζάντιου. Τα χρώματά του φωτεινά μέχρι τα όρια της σκληρότητας, χωρίς ενδιάμεσους τόνους, χωρίς ρεαλιστικές αναφορές […] είναι τα κατάλληλα σκηνικά για να παίξουν τα ωραία γυμνά σώματα, αναφορά ασφαλώς στο αιώνιο κάλλος και τη νεότητα του ελληνικού πνεύματος, όπου στοχασμός και αισθησιακότητα πορεύονται πλάι-πλάι.
την ποίησιν ή την δόξα;
την ποίηση
το βαλάντιο ή την ζωή;
τη ζωή
…………………….
ν’ αγαπιέσαι ή ν’ αγαπάς;
ν’ αγαπώ
«Το καφενείο»
Στον Άγιο Κύριλλο του Κιέβου, ένα μοναστήρι του 12ου αιώνα, υπάρχει μια τοιχογραφία που εικονίζει τον αρχάγγελο Γαβριήλ με κόκκινο ιμάτιο και μπλε φτερά (τα βασικά χρώματα) να διπλώνει σαν ειλητάριο έναν χρυσό ουρανό. Πρόκειται για ένα θέμα παρμένο από τη «Δευτέρα Παρουσία» του Εφραίμ του Σύρου, που έχει όμως αποδοθεί με έναν τρόπο καθαρά υπερρεαλιστικό. Μια εικόνα του φυσικού κόσμου, ένα διπλωμένο ύφασμα, χρησιμοποιείται για να υπερβεί την πραγματικότητα και να την μεταπλάσει με ποιητική αυθαιρεσία. Χρησιμοποίησα αυτό το παράδειγμα για να δείξω πόσο κατανοητή είναι η θέση του Εγγονόπουλου που θεωρεί τον εαυτό του υπερρεαλιστή πριν τον υπερρεαλισμό, αφού ο τελευταίος, ως στάση ζωής και γενικότερη αισθητική και κοινωνική πράξη, δεν είναι κάτι που εφευρέθηκε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, αλλά υπήρχε ανέκαθεν.
[…]
Ο Μάνος Στεφανίδης
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις