Από το 2016 και μετά ο Φετουλάχ Γκιουλέν ήταν ο πλέον προβεβλημένος εχθρός του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Ήταν αυτός που ο Τούρκος πρόεδρος θεωρούσε εμπνευστή του πραξικοπήματος σε βάρος του και ενορχηστρωτή κάθε συνωμοσίας σε βάρος της τουρκικής κυβέρνησης. Μια ολόκληρη βιομηχανία διώξεων στήθηκε σε βάρος ανθρώπων που θεωρήθηκε ότι σχετίζονταν με το κίνημα του Γκιουλέν και κατηγορήθηκαν ότι είναι μέλη της FETÖ, της «Τρομοκρατικής Οργάνωσης του Φετουλάχ». Όμως, οι σχέσεις των δύο ανδρών δεν ήταν πάντα έτσι.

Σε ένα μέρος της πολιτικής διαδρομής του Ερντογάν ο Γκιουλέν ήταν ο κρίσιμος σύμμαχος. Ο λόγος ήταν ότι το δίκτυο του Γκιουλέν δεν εκπροσωπούσε μόνο μια εκδοχή του Ισλάμ συμβατή με το «εκσυγχρονιστικό» όραμα που αρχικά πρόβαλε ο Τούρκος Πρόεδρος. Είχε οικοδομήσει ταυτόχρονα με τα χρόνια –με αξιοποίηση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που έλεγχε – μια πολύ σημαντική παρουσία μέσα στον κρατικό μηχανισμό, ιδιαίτερα στη δικαιοσύνη. Δηλαδή, διέθετε αυτό που δεν είχε το ρεύμα του Ερντογάν: πρόσβαση σε ένα κράτος παραδοσιακό εχθρικό προς το «πολιτικό Ισλάμ». Ας θυμηθούμε ότι ακόμη και το 1997 ήταν ένα «μεταμοντέρνο πραξικόπημα» που ανέτρεψε την κυβέρνηση Ερμπακάν και ότι και ο ίδιος ο Ερντογάν όχι μόνο είδε το κόμμα στο οποίο ανήκε να κηρύσσεται παράνομο αλλά υπήρξε και θύμα δίωξης, υποχρεώθηκε να παραιτηθεί από δήμαρχος Κωνσταντινούπολης και καταδικάστηκε σε δεκάμηνη φυλάκιση για την απαγγελία εθνικιστικών στίχων.

Έτσι, ο Ερντογάν θα χρησιμοποιήσει την επιρροή του δικτύου του Γκιουλέν στο κράτος για να εκκαθαρίσει τον κρατικό μηχανισμό από φιλο-κεμαλικά στοιχεία με αποκορύφωμα την όπως αποδείχτηκε κατασκευασμένη κατηγορία γύρω από το «Σχέδιο Βαριοπουλα».

Όμως, σταδιακά φαίνεται ότι η σχέση αυτή επιδεινώθηκε και περάσαμε σε μια φάση ρήξης, που αποτυπώθηκαν από τη μια στην επιλογή Ερντογάν να κλείσει πολλά από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα που ήλεγχε το δικτύο του Γκιουλέν και από την άλλη την ενορχηστρωμένη από ό,τι φαίνεται από κύκλους φιλικούς προς τον Γκιουλέν σειράς διώξεων για διαφθορά σε βάρος στελεχών του κόμματος του Ερντογάν γύρω από το συναλλαγές με το ιρανικό καθεστώς που έγιναν μέσω της υπό κρατικό έλεγχο τουρκικής τράπεζας Halkbank.

Ας σημειώσουμε ότι η ρήξη με τον παραδοσιακά συνδεδεμένο με τις ΗΠΑ Γκιουλέν (ήταν πρώην ανώτερα στελέχη της CIA που κατέθεσαν υπέρ του για να αποκτήσει «Πράσινη Κάρτα») συνέπεσε με τη σταδιακή μετατόπιση της εξωτερικής πολιτικής του Ερντογάν στη διεκδίκηση ενός πιο αυτόνομου και διαφοροποιημένου από τη Δύση ρόλου, ιδίως στην περίοδο μετά την «Αραβική Άνοιξη» και την επιλογή εμπλοκής στη Συριακή εμφύλια σύγκρουση.

Ως αποτέλεσμα ήδη από το 2015 ο Γκιουλέν είχε συμπεριληφθεί στη λίστα των καταζητούμενων τρομοκρατών.

Αποκορύφωμα της ρήξης το πραξικόπημα. Χωρίς ποτέ να έχουν πλήρως γνωστά τα παρασκήνια φαίνεται το πραξικόπημα ήταν μια τελευταία προσπάθεια των κεμαλικών στοιχείων που είχαν διατηρήσει ισχυρή παρουσία στο στράτευμα μαζί με τμήματα του δικτύου του Γκιουλέν να ανατρέψουν τον Ερντογάν.

Όμως, ο Ερντογάν βγήκε νικητής από αυτή τη σύγκρουση και ούτως ή άλλως είχε ήδη επιλέξει τη συμμαχία με το ακροδεξιό εθνικιστικό MHP, ένα κόμμα με ιστορικούς δεσμούς με το «βαθύ κράτος», τις υπηρεσίες ασφαλείας και τον παραδοσιακό συνδεδεμένο με αυτές τουρκικό υπόκοσμο.

Μετά το πραξικόπημα οι διώξεις σε βάρος των γκιουλενικών εντάθηκαν και υπήρξε μια εκτεταμένη εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από όσους θεωρούνταν ύποπτοι για σχέσεις με το κίνημα του Γκιουλέν, με το AKP να εκμεταλλεύεται την όλη συγκυρία και για διώξεις σε βάρος πλήθους αριστερών πολιτών. Αλλά και να μετατοπίζει την ίδια τη λειτουργία του κράτους σε μια πολύ πιο αυταρχική «βοναπαρτική» συγκρότηση, ώστε σήμερα ο πραγματικός έλεγχος του κρατικού μηχανισμού από το AKP να είναι μεγαλύτερος παρά ποτέ.