Συνέβη πριν από τρία και πλέον δισεκατομμύρια χρόνια, πριν καν εμφανιστούν οι πρώτοι πολυκύτταροι οργανισμοί: ένας διαστημικός βράχος τέσσερις φορές μεγαλύτερος από το Έβερεστ χτύπησε τον νεαρό πλανήτη, έβρασε τους ωκεανούς και άλλαξε την πορεία της εξέλιξης στη Γη.

Ο αστεροειδής S2 είχε μάζα 50 με 200 φορές μεγαλύτερη από το αντικείμενο που προκάλεσε την εξαφάνιση των δεινοσαύρων πριν από 66 εκατομμύρια χρόνια, εκτιμά μελέτη που δημοσιεύεται στο PNAS.

Η Γη διένυε τότε τον Αρχαιοζωικό Αιώνα και δεν είχε ίχνος οξυγόνου στην ατμόσφαιρα. Στις θάλασσες βασίλευαν τα βακτήρια και οι συγγενείς τους τα αρχαιοβακτήρια.

Εκείνη την περίοδο, το Ηλιακό Σύστημα ήταν ένα ακόμα ένα βίαιο μέρος και η Γη βομβαρδιζόταν συχνά από αστεροειδείς –βράχια που περίσσεψαν από τον σχηματισμό των πλανητών πριν από περίπου 4,6 δισεκατομμύρια χρόνια.

Ενδείξεις της πρόσκρουσης βρέθηκαν στο Μπάρμπερτον Γκρίνστοουν Μπελτ της Νότιας Αφρικής (Nadja Drabon/Harvard University)

Κανείς δεν γνωρίζει πού ακριβώς έπεσε ο μετεωρίτης S2. Ίχνη του, τα οποία χρονολογούνται στα 3,2 με 3,6 δισεκατομμύρια χρόνια πριν, βρέθηκαν στη βορειοανατολική Νότια Αφρική, σε μια ορεινή περιοχή που ονομάζεται Μπάρμπερτον Γκρίνστοουν Μπελτ.

Πρόκειται για μικροσκοπικά σφαιρίδια βράχου που έλιωσε κατά την πρόσκρουση, καθώς και κομμάτια του ωκεάνιου πυθμένα που εκτοξεύτηκαν στην ατμόσφαιρα.

Βράχια του θαλάσσιου βυθού παρασύρθηκαν από το τσουνάμι (Nadja Drabon/Harvard University)

«Βόμβα λιπάσματος»

Ο αστεροειδής, διαμέτρου 37-58 χιλιομέτρων, άλλαξε τον πλανήτη μέσα σε λίγες ώρες.

«Το σύννεφο εξαερωμένων πετρωμάτων και σκόνης που εκτινάχθηκε από τον κρατήρα έκανε τον γύρο της Γης και μαύρισε τον ουρανό μέσα σε λίγες ώρες» δήλωσε η Νάντια Ντράμπον του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, επικεφαλής της μελέτης.

Μικροσκοπικά σφαιρίδια λιωμένων πετρωμάτων από τη Νότια Αφρική (Nadja Drabon/Harvard University)

«Η πρόσκρουση πιθανότατα συνέβη στον ωκεανό και προκάλεσε τσουνάμι που σάρωσε τον πλανήτη, ξήλωσε τον θαλάσσιο βυθό και κατέκλυσε τις ακτές».

«Επίσης, ένα μεγάλο μέρος της ενέργειας της πρόσκρουσης μετατράπηκε σε θερμότητα, κάτι που σημαίνει ότι η ατμόσφαιρα ζεστάθηκε τόσο πολύ ώστε το ανώτερο στρώμα των ωκεανών άρχισε να βράζει».

Προφανώς, όλοι οι φωτοσυνθετικοί οργανισμοί εξοντώθηκαν από τη θερμότητα και το σκοτάδι. Πιθανότατα χρειάστηκαν αρκετά χρόνια, ή ακόμα και δεκαετίες, για να κρυώσει η ατμόσφαιρα και να επιστρέψει στις θάλασσες ο υδρατμός.

Η επικεφαλής της μελέτης Νάντια Ντράμπον, δεξιά, στη διάρκεια της αποστολής (Nadja Drabon/Harvard University)

Για τη ζωή στη Γη, πάντως, η πρόσκρουση του S2 είχε και μια καλή πλευρά. Ο αστεροειδής ήταν ένας «ανθρακούχος χονδρίτης», μια κατηγορία αστεροειδών που περιέχουν μεγάλες ποσότητες άνθρακα αλλά και φώσφορο –ένα στοιχείο απαραίτητο για τη ζωή, το οποίο μεταξύ άλλων περιλαμβάνουν τα μόρια του DNA και του RNA.

Επιπλέον, το τσουνάμι ανέμειξε το νερό ωκεανών και έφερε σίδηρο από τα βάθη στην επιφάνεια, προσφέροντας έτσι σε κάποια μικρόβια μια πολύτιμη πηγή ενέργειας.

«Φανταστείτε αυτές τις προσκρούσεις σαν βόμβες λιπάσματος» σχολίασε η Ντράμπον.

«Φαίνεται ότι η ζωή μετά την πρόσκρουση συνάντησε πραγματικά ευνοϊκές συνθήκες που της επέτρεψαν να ανθίσει».