Μανόλης Ανδρόνικος: Το μέγιστο και άρρητο θαύμα
Το μόνο που δεν έχουμε δικαίωμα να επιχειρούμε πια είναι να ξεγελάσουμε τα παιδιά μας
Είναι κοινός τόπος στους ανθρώπους της ώριμης ηλικίας να επικρίνουν τη συμπεριφορά των νεοτέρων και να επιχειρούν συγκρίσεις με τη δική τους νεότητα, όταν όλα, κατά τη γνώμη τους, ήταν καλύτερα· και η ζωή και τα ήθη και ο πολιτισμός, ακόμα και η φύση. Ο πρώτος που αναφέρει αυτή τη στάση ενός ηλικιωμένου, σοφού ανθρώπου, είναι ο Όμηρος. Ο Νέστορας, που είχε δει δύο γενιές ανθρώπων να περνούν και βασίλευε πια στην τρίτη, όταν αισθάνεται την ανάγκη να πάρει τον λόγο και να μιλήσει στους εξαγριωμένους από θυμό πολεμάρχους, τον Αγαμέμνονα και τον Αχιλλέα, αρχίζει την παρέμβασή του με μιαν αναδρομή. Εγώ, λέει, είμαι μεγαλύτερος κι από τους δυο σας· πρέπει να μ’ ακούσετε· γιατί έχω μιλήσει με άνδρες πολύ καλύτερούς σας, τέτοιους που δεν θα ξαναδώ. Και αναφέρεται σε παλαιότερους ήρωες, τον Πειρίθον, τον Καινέα και τον Θησέα. Αυτοί, λέει, ήταν παλικάρια που όμοιά τους δεν έχουν ξαναγίνει. Από τότε ως σήμερα κάθε γενιά επαναλαμβάνει μονότονα το ίδιο τροπάριο και φαίνεται πως το πιστεύει.
Το θέμα θα είχε ίσως φιλολογικό ή ψυχολογικό ενδιαφέρον, αν περιοριζόταν στη γνώμη του κάθε ανθρώπου, ακόμη αν προσδιόριζε την προσωπική του στάση στα προβλήματα που αναφέρονται στην ατομική του, έστω και την οικογενειακή του ζωή. Όμως, χωρίς να διεκδικώ γνώσεις κοινωνιολογικές που δεν έχω, αναρωτήθηκα πολλές φορές αν αυτή η στάση δεν προκαλεί μια ή δεν απορρέει από μια διάσταση ανάμεσα στις γενιές, που οδηγεί σε πολύ πιο βαθιές ιστορικές συνέπειες. Η μαρξιστική ανάλυση, επισημαίνοντας τις συνέπειες της οικονομικής δομής των κοινωνιών, πρόσφερε στην ιστορική έρευνα ένα νέο οπτικό πεδίο για την ερμηνεία των ιστορικών φαινομένων. Η πάλη των τάξεων θεωρείται από τους οπαδούς του ιστορικού υλισμού η κινητήρια ιστορική δύναμη που και ερμηνεύει αλλά και ωθεί πιο πέρα την ανθρώπινη ιστορία. Η διαλεκτική σύγκρουση των κοινωνικών αυτών δυνάμεων, αποτέλεσμα μιας άνισης κατανομής οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών εξουσιών, γίνεται η αιτία μιας νέας τάξης πραγμάτων, που μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι προωθεί την πορεία του ανθρώπου προς νέες μορφές κοινωνικής ζωής.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 31.3.1985, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Στη διαδικασία αυτής της πάλης των τάξεων, όσο τουλάχιστο γνωρίζω, δεν επισημαίνεται ούτε από τον ίδιο τον Marx (και τον Engels) ούτε από τους διαδόχους των κάποια διαφοροποίηση των τάξεων ανάλογα με την ηλικία. Η εργατική τάξη αποτελεί μιαν ενότητα, μέσα στην οποία εντάσσονται όλοι οι εργάτες, και η αστική τάξη μιαν άλλη ανάλογη ενότητα, ανεξάρτητα από την ηλικία των μελών τους. Ο εργάτης των 20 χρόνων ενεργεί όπως ο σύντροφός του των 60 χρόνων, και το ίδιο συμβαίνει με την κυρίαρχη τάξη. (Ένα σημαντικό ρήγμα στη μονολιθική αυτή εκτίμηση έχει προκαλέσει, βέβαια, το φεμινιστικό κίνημα, που όμως θα το παραμερίσω αυτή την ώρα.) Ίσως αυτό το γενικό σχήμα να επιτρέπει μεθοδολογικά τη σύλληψη συνολικών εκτιμήσεων και ιστορικών συμπερασμάτων μακροσκοπικών. Όμως, όταν πλησιάσουμε την ιστορική πραγματικότητα κάπως πιο κοντά, θα διακρίνουμε πως τα «σύνολα» που εκφράζονται με τις αφηρημένες αυτές έννοιες απαρτίζονται από «υποσύνολα» και ομάδες που πολύ συχνά ενεργούν ανταγωνιστικά μεταξύ τους και κάποτε συντελούν σε μιαν απροσδόκητη ώσμωση ανάμεσα στα μέλη των συγκρουόμενων συνόλων.
Για να μιλήσω πιο συγκεκριμένα: τα «σύνολα» που αποκαλούμε κοινωνικές τάξεις αποτελούνται από άτομα διαφορετικής ηλικίας, που είναι αδύνατο να σκέφτονται και να ενεργούν όλα με τον ίδιο τρόπο, όπως απλουστευτικά το υποθέτουμε όταν τα εντάσσουμε στην ίδια τάξη. Ακόμη και αν τους κρίνουμε με οικονομικά κριτήρια, οι νέοι έχουν βασικές διαφορές από τους ηλικιωμένους της ίδιας τάξης. Οι διαφορές γίνονται πολύ πιο ουσιαστικές και πιο έντονες, όταν σκεφθούμε τις ανάγκες της κάθε ηλικίας και την επακόλουθη προτεραιότητα που θέτουν στους στόχους των.
Η ίδια η βιολογική διαφορά των δύο οργανισμών, του παλιού και του νέου, τους οδηγεί σε διαφορετική θεώρηση του κόσμου και σε ανταγωνιστική στάση μέσα στη ζωή. Ο νέος κινείται προς τα εμπρός, ο ηλικιωμένος, όταν δε γυρίζει πίσω, προσπαθεί να συγκρατήσει το παρόν, αυτό που του εξασφαλίζει την ύπαρξή του, να συντηρήσει όσα κατόρθωσε να αποχτήσει. Η συντηρητική στάση είναι αυτονόητη για τον άνθρωπο μιας κάποιας ηλικίας, αφού αποτελεί συνάρτηση της συντήρησης της ίδιας του της ύπαρξης, που με τα χρόνια έχει εξαντλήσει πολλές από τις πιο ζωτικές δυνάμεις της και οδεύει προς την αναπόφευκτη φθορά. Είναι απόλυτα κατανοητή η στροφή των ώριμων προς το παρελθόν, προς την περίοδο εκείνη της ζωής τους «που είχαν και δύναμη και λόγο και ομορφιά». Η νοσταλγία των χρόνων εκείνων δεν αποτελεί συναισθηματική κατάσταση φευγαλέα και ρομαντική· αποτελεί ανάγκη βιολογική για να δικαιώσει ολόκληρη την ανθρώπινη ζωή, που τώρα μόλις διαπιστώνει ο ώριμος πως είναι τρομακτικά σύντομη και αφάνταστα ωραία.
Και ενώ ο ώριμος άνθρωπος κινείται προς τα περασμένα, ωραιοποιώντας καθετί που συνδέεται με τη δική του ωραία περίοδο της νιότης, ο νέος ατενίζει μπροστά το μέλλον και πιστεύει πως μπορεί και πρέπει να το κάνει καλύτερο από το παρόν. Ο νέος, με ακέραιες όλες τις δυνάμεις του, πιστεύει πως έχει τη δύναμη και την υποχρέωση να καταχτήσει τον κόσμο που ανοίγεται μπροστά στα έκπληκτα μάτια του. Και προπάντων νιώθει πως μπορεί και πρέπει να ζήσει αυτό που λέγεται ζωή, πρώτα και κύρια να ερωτευθεί. Το μέγιστο και άρρητο θαύμα, που κατορθώνει να ανανεώσει αδιάκοπα την ίδια τη ζωή, που οδηγεί από το εγώ στο εσύ και πιο πέρα στο εμείς, αυτό που προσπάθησε να μας μεταδώσει ο Πλάτων μόνο με μύθους, στο «Συμπόσιο» και στον «Φαίδρο», την ερωτική έξαρση ως έσχατο βιολογικό σκοπό και πνευματική κατάχτηση, αυτό το αντίπαλο του θανάτου ανθρώπινο στοιχείο, το ζει και το χαίρεται μονάχα ο νέος άνθρωπος στη διονυσιακή του μέθη.
Και ενώ ο άνθρωπος φτάνει σε μια βιολογική πληρότητα αμέσως ύστερα από την εφηβεία του και τη διατηρεί ως τα χρόνια της ακμής του, η ανθρώπινη κοινωνία έχει οργανωθεί με τέτοιον τρόπο, ώστε η εξουσία, κάθε μορφής εξουσία, οικονομική, κοινωνική, πολιτική, πνευματική, να βρίσκεται στα χέρια των ανθρώπων που έχουν ξεπεράσει αυτό το στάδιο. Οι αποφάσεις ανήκουν σ’ αυτούς που έχουν την ωριμότητα και την πείρα, όπως λέμε. Ξεχνούμε όμως πως οι αποφάσεις αυτές αφορούν ουσιαστικά τους άλλους, αυτούς που θα υποχρεωθούν να τις εκτελέσουν και να ζήσουν σύμφωνα μ’ αυτές.
Εμείς οι ώριμοι είμαστε τόσο σίγουροι για τη σοφία μας και την ορθότητα της κρίσης μας, ώστε θεωρούμε αστεία τη σκέψη πως θα μπορούσαν να αποφάσιζαν για μας οι νέοι των τριάντα χρόνων. Άλλοτε συνειδητά και άλλοτε χωρίς, ίσως, να το συνειδητοποιούμε οι ώριμοι ενεργούμε εξουσιαστικά προς τους νεότερους, αρχίζοντας από την οικογένεια και καταλήγοντας στην πολιτεία. Και είναι ολότελα φυσική η αντιεξουσιαστική αντίδραση των νέων που εκδηλώνεται και σε προσωπικό επίπεδο απέναντι στο άμεσο περιβάλλον τους και σε ιδεολογικό και πολιτικό απέναντι σε όλες τις μορφές του κατεστημένου των ώριμων. Όσο αιφνιδιάζονται οι γονείς με την αντίδραση των παιδιών τους, άλλο τόσο αιφνιδιάζονται και οργανισμοί, κομματικοί λ.χ., που βρίσκονται κάθε τόσο αντιμέτωποι με τις νεολαίες που ανήκουν σ’ αυτούς.
Έτσι αιφνιδιάστηκαν όλοι με τον Μάη του ’68 στη Γαλλία και στην υπόλοιπη Ευρώπη, και στη συνέχεια εμείς εδώ με την «ανταρσία» της νεολαίας στα Πανεπιστήμια ύστερα από το 1974. […]
Τις ημέρες αυτές, που εμείς οι ώριμοι συζητούμε, άλλοτε ψύχραιμα, συχνότερα όμως όχι, για το μέλλον αυτού του τόπου, ας μην ξεχνούμε πως δίπλα μας υπάρχουν οι νέοι, που μας αντικρίζουν με κριτικό μάτι και πολλή δυσπιστία, αυτοί που νοιάζονται για το μέλλον τους, που σημαίνει το μέλλον αυτού του τόπου, και αδιαφορούν, έστω από άγνοια, για το δικό μας παρελθόν, τα χαμένα όνειρά μας ή τις ανεκπλήρωτες ελπίδες μας. Και αν κάτι απομένει μέσα μας από τη νεανική μας πίστη και τιμιότητα, θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε πως το μόνο που δεν έχουμε δικαίωμα να επιχειρούμε πια είναι να ξεγελάσουμε τα παιδιά μας. Γιατί αυτά θα γελάσουν μαζί μας, αν δεν μας κλάψουν.
*Επιφυλλίδα του αειμνήστου Μανόλη Ανδρόνικου, που έφερε τον τίτλο «Η πάλη των γενεών» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 31 Μαρτίου 1985.
Ο διαπρεπής αρχαιολόγος, πανεπιστημιακός και διανοούμενος Μανόλης Ανδρόνικος γεννήθηκε στην Προύσα της Μικρασίας στις 23 Οκτωβρίου 1919 και απεβίωσε στη Θεσσαλονίκη στις 30 Μαρτίου 1992.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις