Η λογοτεχνική αναμέτρηση με πραγματικά περιστατικά, ιδίως όταν αυτά είναι παραπάνω από τραυματικά, είναι από τα πιο δύσκολα εγχειρήματα για μια συγγραφέα. Γιατί ο κίνδυνος είναι διπλός: από τη μια η προσπάθεια λογοτεχνικότητας να καταγραφεί ως διαστρέβλωση της ιστορίας. Από την άλλη, η επιδίωξη πιστότητας στα γεγονότα ενέχει τον κίνδυνο να καταλήξει απλή καταγραφή. Η Βασιλική Πέτσα, στο τελευταίο της μυθιστόρημα, «Δεν θ’ αργήσω» κατορθώνει να αποφύγει και τους δύο κινδύνους. Και αυτό από μόνο του είναι σημαντικό, σε ένα βιβλίο που ούτως ή άλλως αποτελεί ένα αποφασιστικό βήμα λογοτεχνικής ωρίμανσης.

Και αυτό γιατί παρότι το βιβλίο της έχει ως ιστορικό φόντο – με μια σχεδόν κυριολεκτική έννοια, καθώς μέχρι την τελευταία ενότητα είναι απλώς κάτι που ξέρεις ότι υπάρχει στο παρασκήνιο χωρίς να έρχεται στο προσκήνιο – την τραγωδία στο Χίλσμπορο το 1989 και παρότι είναι η σχετική αφήγηση είναι ανατριχιαστική, αυτό δεν είναι το κεντρικό σημείο του βιβλίου.

Το κεντρικό σημείο του βιβλίου είναι το βάρος της ύπαρξης όταν αυτή σφραγίζεται ανεξίτηλα από μια τραυματική μνήμη, αλλά όταν βρίσκεται στην καμπή του πρώτου απολογισμού, σε εκείνη τη φάση όπου συνειδητοποιεί κάποιος ότι τα περισσότερα όνειρα του δεν θα τα πετύχει, αλλά παρ’ όλα αυτά έχει επιζήσει, γιατί δεν μπορεί να κάνει κάτι διαφορετικό. Αυτή την αίσθηση ότι φαινομενικά τα πράγματα πάνε καλά, αλλά ένα βάρος διαρκώς μεγαλώνει.

Η Βασιλική Πέτσα δεν μένει μόνο σε αυτό. Κατορθώνει παράλληλα να αποτυπώσει και το κοινωνικό έδαφος αυτών των εμπειριών. Διαλέγοντας ως ιστορικό ορίζοντα την εικοσαετία 1989-2009, ουσιαστικά επιλέγει ένα ιστορικό τόξο που στο ένα του άκρο έχει την ύστερη φάση της διακυβέρνησης της Μάργκαρετ Θάτσερ, όταν ήδη έχει διαμορφωθεί ένα τοπίο καταστροφής ενός ολόκληρου σύμπαντος του κόσμου της εργασίας και στο άλλο του άκρο την ύστερη φάση των «Νέων Εργατικών» όταν πια κάθε αρχική ελπίδα είχε διαψευστεί, σε μια κοινωνία που γινόταν τελικά πιο κυνική και εξατομικευμένη.

Η συγγραφέας Βασιλική Πέτσα

Μέσα σε αυτό το φόντο παρακολουθούμε τη διαδρομή του κεντρικού ήρωα και των φίλων του, τα όνειρα, αλλά και τις μετέπειτα διαψεύσεις, την αγάπη, τη φιλία αλλά και την αποξένωση, συνδυασμένη με υποδειγματική αποτύπωση μιας εργατικής καθημερινότητας που σταδιακά φθείρεται σε ένα Λίβερπουλ που αλλάζει. Μέσα σε αυτό το τοπίο ο κεντρικός ήρωας σκέφτεται και αποτιμά ότι το όνειρο του να αλλάξει «να γίνει ένας άλλος», τελικά κατέληξε σε μια ζωή που την αισθάνεται ως άχρωμη, ακόμη και εάν είχε την τύχη να επιβιώσει.

Γι’ αυτό και καταλήγει να απευθύνεται προς τον νεκρό φίλο του, αυτόν που είδε να πεθαίνει εκείνη την ημέρα. Γιατί, όπως συμβαίνει με τους επιζήσαντες τέτοιων περιστατικών το τραύμα είναι διπλό: από τη μια το βάρος της απώλειας των άλλων, από την άλλη το τραύμα της ενοχής εάν έστω και άθελα ποδοπάτησε κανέναν.

Μόνο που ταυτόχρονα μπορεί κανείς να διακρίνει ότι ο πραγματικός πόνος δεν είναι αυτό που έγινε τότε, το βάρος του τρόμου και της απώλειας, ούτε καν η αίσθηση της διάψευσης σε σχέση το πώς κανείς διαμόρφωσε τότε ελπίδες και όνειρα.

Γιατί το πραγματικό τραύμα είναι η ίδια η ζωή, η ίδια η διαρκής απόσταση ανάμεσα σε επιθυμία και πραγματικότητα, η συνεχής διασταύρωση με την απώλεια, στη μία ή την άλλη μορφή της, το αδυσώπητο πέρασμα του χρόνου ως διαρκώς χαμένη ευκαιρία, τα πρόσωπα και τα νεύματα που πέρασαν ανεπιστρεπτί, σε μια ροή που όχι μόνο δε σταματά, αλλά σε υποχρεώνει διαρκώς να τη ζήσεις.