Στις 23 Οκτωβρίου (10 με το παλαιό ημερολόγιο) 1901 γεννήθηκε στο Αιτωλικό ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος (Ιωάννης Παναγιωτόπουλος του Μιχαήλ), λογοτέχνης με μακρότατη και αξιοπρόσεκτη παρουσία στα ελληνικά γράμματα κατά τη διάρκεια του περασμένου αιώνα.


Η οικογένεια του Παναγιωτόπουλου εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα το 1910. Ο ίδιος σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετά την αποφοίτησή του εργάστηκε ως καθηγητής στο «Ελληνικόν Εκπαιδευτήριον Δ. Ν. Μακρή», το οποίο έμελλε να περάσει στην ιδιοκτησία του το 1938.


Ήδη από πολύ νέος ο Παναγιωτόπουλος εκδήλωσε τις πνευματικές του ανησυχίες και καλλιέργησε ευδοκίμως όλα τα είδη του λόγου. Έγραψε ποιήματα, διηγήματα, μυθιστορήματα, δοκίμια, ταξιδιωτικά και κριτικά κείμενα, μελέτες και άρθρα. Συνεργάστηκε με διάφορα περιοδικά (με τη Νέα Εστία, μάλιστα, επί σειράν δεκαετιών) και εφημερίδες (ξεχωρίζουμε την Ελευθερία), ενώ υπήρξε βασικός συνεργάτης της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας του Πυρσού.


Διετέλεσε υπουργός Πολιτισμού και Επιστημών στην πρώτη υπηρεσιακή κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1974) και τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις για το συγγραφικό έργο του και την εν γένει προσφορά του στον ελληνικό πολιτισμό (μεταξύ άλλων, με το Α’ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 1957, το Α’ Κρατικό Βραβείο Ταξιδιωτικών Εντυπώσεων το 1964 και το Α’ Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου το 1967).


Ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, ο ανήσυχος στοχαστής και προικισμένος παιδαγωγός, απεβίωσε στην Αθήνα στις 17 Απριλίου 1982.


Στις 19 Οκτωβρίου 2001, στο πλαίσιο μιας από τις εκδηλώσεις που είχε διοργανώσει η «Σχολή Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου» με αφορμή τη συμπλήρωση ενός αιώνα από τη γέννηση του διακεκριμένου λογοτέχνη, ο Θεοδόσης Πυλαρινός (τότε διδάσκων, νυν ομότιμος καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Ιονίου Πανεπιστημίου) είχε εκφωνήσει ομιλία με τίτλο «Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, ο αδικαίωτος πρωταγωνιστής».


Ο Θεοδόσης Πυλαρινός

Από την εν λόγω ομιλία προέρχονται τα ακόλουθα αποσπάσματα:


Το σκεπτικό μας πρέπει να εδράζεται πάντοτε στο αξίωμα ότι η προσωπικότητα του ανθρώπου δεν είναι μόνο ό,τι επιδοκιμάζουμε, αλλά και ό,τι κατακρίνουμε και ό,τι δεν αποδεχόμαστε και ό,τι απορρίπτουμε, τα οποία όμως, έστω και αρνητικά, συντελούν στην ιδιότυπη σύνθεση και τη διαμόρφωση της εξαιρετικής προσωπικότητάς του. Με άλλα λόγια, αν οι αντιφάσεις και οι αντιθέσεις συγκροτούν την ιδιομορφία κάθε ανθρώπου, πολύ περισσότερο ισχύει αυτό για τους πνευματικούς ταγούς.


Μέσα από τέτοιες αντιφάσεις αναδύεται η πνευματική φυσιογνωμία του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, που ακολούθησε μια δαιδαλώδη διαδρομή, σφραγισμένη από τον πόνο και την υπαρξιακή αγωνία του αυτοδημιούργητου ανθρώπου, το πείσμα του μαχητή, το πάθος του διψασμένου για ζωή, που πέρασε μέσα από τις Συμπληγάδες των σκληρών αγώνων για την οικονομική αποκατάσταση και την πνευματική ελευθερία. Η ζωή δίδαξε τον Παναγιωτόπουλο να επιζητεί ισορροπίες· ισορροπία ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη, ισορροπία στην υλική και την πνευματική διάσταση της ζωής. Τον έμαθε να σέβεται το χρόνο, οικονομώντας και συνθέτοντας το παλαιό με το νέο, να προσαρμόζεται στις εκάστοτε αλλαγές, να οδηγείται στο μέσο όρο. Οι πολλαπλές απαιτήσεις και οι υποχρεώσεις, αποτέλεσμα συνδυασμού κοινωνικών συνθηκών, αλλά και δικών του επιλογών, τον κατέστησαν εργατικό και απαιτητικό, και εν τέλει, κατά φυσική ακολουθία, πολυμερή και πολύπλευρο. Βρέθηκε εκ των πραγμάτων στις πρώτες γραμμές των μαχών, γι’ αυτό και γνώριζε να αντιστέκεται στις προκλήσεις και να πολεμά μέχρι τη δικαίωση, γνωρίζοντας ότι δεν έρχεται πάντοτε ή πλήρως αυτή.


Του έλαχε ο ιστορικός κλήρος να συγκεράσει τις παρακαταθήκες της γενιάς του ’20, τις διαπνεόμενες από τις έντονες καρυωτακικής έμπνευσης αντιθέσεις προς το κατεστημένο, με τις ανανεωτικές προτάσεις της αισιόδοξης γενιάς του ’30. Οι συγκρούσεις, για να συμπεράνουμε, αποτέλεσαν βιωματική λειτουργία για τον άνθρωπο, τον συγγραφέα, τον εκπαιδευτικό Παναγιωτόπουλο, συγκρούσεις τόσο ενδογενείς, αποτέλεσμα πάλης εσωτερικής, όσο και με τον εξωτερικό κόσμο, που συντέλεσαν στη διαμόρφωση ενός ηθικού προσώπου, αντιπροσωπευτικού της ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας, στην οποία πάντοτε πρέπει να αναγόμαστε.


«Ο καθένας πλερώνει το χούγι του» λέει χαρακτηριστικά με το στόμα ενός ήρωά του στη Χαμοζωή. Αυτό το «χούγι» πλήρωσε συνειδητά και συχνά ακριβά ο ίδιος στην αγωνιώδη προσπάθειά του να υπερβεί τον κοινό και μοιραίο άνθρωπο, όπως αποδίδεται από έναν άλλο ήρωα του ίδιου βιβλίου του με τα εξής λόγια: «[…] έτσι ήταν ο κόσμος, όλοι πορεύονταν το δρόμο τους, δεν υπήρχε μήτε το καλό μήτε το κακό, μόνο να, ο καθένας ήτανε από φυσικό του πλασμένος για να φέρνεται έτσι ή αλλιώς και τα πράγματα δεν άλλαζαν, όσο κι αν το πάσκιζαν είτε ο αρχιμαντρίτης είτε ο δάσκαλος με τη βέργα». Ο Παναγιωτόπουλος γνωρίζει καλά τη διάσταση αυτή του βιβλίου, δεν την αποδέχεται όμως, δεν συμφωνεί, και γι’ αυτό συνειδητά την υπερβαίνει, πληρώνοντας το τίμημα του σκεπτόμενου και ανθιστάμενου ανθρώπου.

[…]


Στον τάφο του έχει χαραχθεί ένα γνωστό ποίημά του, που αποδίδει με αποκαλυπτικό τρόπο το χαρακτήρα, τις πεποιθήσεις, τον ανθρώπινο αγώνα του. Μέσα από τις λέξεις του ανέρχεται η ιδιοσύστατη χαρμολύπη του, το πείσμα για αντίσταση στη μοίρα, το πάθος για ζωή· αναθρώσκει ο αιχμητής και τεθλιμμένος Παναγιωτόπουλος, ο διφυής και διαμερισμένος, ο αντιφατικός και τραγικός:

Σκύβω στο χώμα, στη μοναξιά.
Αφουγκραίνομαι τον καλπασμό των αιώνων.
Περίτρομος, αισιόδοξος, απελπισμένος.
Θέλω να πω τη στερνή «καληνύχτα».
Θέλω να πω τη στερνή «καλημέρα».
Να καρφώσω ένα βαθύ τριαντάφυλλο
στα στέρνα των κόσμων.
Να το καρφώσω και να περάσω.