Ας μην περάσει αμνημόνευτη η τριακοστή επέτειος από την ημέρα του θανάτου του Ανδρέα Καρκαβίτσα. Αφού ουσιαστικά δεν έχουμε κλασσικούς της νεοελληνικής πεζογραφίας, έχουμε τουλάχιστον προδρόμους, τους οποίους πρέπει να τιμούμε: έτσι οι Έλληνες πεζογράφοι, τιμώντας τους παλαιοτέρους με τον προσεκτικό έλεγχο του έργου τους, θα μπορέσουν κάποτε να αναχθούν στην ενδεχόμενη τελειότητα της γλώσσας μας. Σαν σήμερα, λοιπόν, πριν από τριάντα χρόνια, απέθανε από φυματίωση, σε ηλικία πενήντα έξη ετών, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας. Οι σύγχρονοί του, που τον αγαπούσαν και είχαν συναγωνισθεί μαζί του σε αγώνες εθνικούς και σε αγώνες γλωσσικούς, τον ενεκρολόγησαν με συμπάθεια στον πρόωρο θάνατό του, και εύλογα τον ετοποθέτησαν υψηλά στην ιεραρχία της νέας ελληνικής λογοτεχνίας, κι’ ας νεκρολογούσαν κάποιον που από την άποψη της πνευματικής δημιουργίας είταν από καιρό πεθαμένος: παρατηρήθηκε κιόλας ότι από τα 1904 και πέρα η παραγωγή του παρουσιάζεται ελαττωμένη σε μέγιστο βαθμό, έτσι που να μπορούμε να θεωρήσουμε ότι με τον «Αρχαιολόγο» του σταμάτησε εκείνον τον χρόνο η δημιουργική συγγραφική του δράση. Αλλά και οι μεταγενέστερες γενιές, κι’ εκείνες με σεβασμό και με κατανόηση μελετούν το έργο του· πολύ χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι με εκλογή από τα δικά του διηγήματα εγκαινιάσθηκε πρόσφατα μία από τις τόσο γόνιμες σειρές της «Νεοελληνικής Βιβλιοθήκης» του Μανόλη Τριανταφυλλίδη.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 24.10.1952, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Πριν από λίγες ημέρες, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για διδασκαλία της νεοελληνικής σε ξένον η εκλογή αυτή από το έργο του Καρκαβίτσα, εξεφύλλισα το έργο του για να δω αν μπορεί να εξυπηρετήσει σε τέτοιο σκοπό. Βαθύτατες αλλοιώσεις έχει υποστεί η γλώσσα μας μέσα στην τελευταία πενηνταετία· αυτή είταν η πρώτη μου διαπίστωση. Και ως προς την συγκρότηση του λόγου σε ενότητες, και ως προς το λεξιλόγιο, ένα έργο σαν του Καρκαβίτσα δεν εκφράζει πλέον σήμερα την ελληνική γλωσσική κατάσταση. Νομίζω ότι περίπου έχω εκδηλώσει τις απόψεις μου στα ζητήματα αυτά: ό,τι και να μας αρέσει, ό,τι κι’ αν μας συγκινεί, δεν μπορεί να μεταβάλει την μία και βασική πραγματικότητα· ότι η λόγια γλώσσα μας εστηρίχθηκε, βέβαια, στην δημοτική παράδοση, στην παράδοση των μνημείων του λόγου της δημοτικής μας γλώσσας, αλλά εξεχώρισε εντελώς από την παράδοση εκείνην, όπως είταν, άλλωστε, επόμενο. Κι’ ακόμη κάτι άλλο: η γλώσσα την οποία εκληρονομήσαμε μέσα από το δημοτικό τραγούδι είταν κατεξοχήν γλώσσα της ζωής του υπαίθρου· η σημερινή λόγια γλώσσα έχει εντελώς ανατρέψει τις αναλογίες από την άποψη του λεξιλογίου, έτσι που ένα πλήθος από τις λέξεις όσες συνδέονται με την φυσική, την «κατά φύσιν» ζωή, να έχει πέσει σε αφάνεια και να μην είναι οι λέξεις αυτές νοητές στον ανειδίκευτο αναγνώστη. Μερικοί από μας φρονούν ότι θα είταν καλό να πλουτίσουμε ξανά το λεξιλόγιό μας προς την κατεύθυνση αυτήν, να ξαναβαπτίσουμε την λαλιά μας στην πρώτη της πηγή· έτσι οι λεξικολογικές ασκήσεις του Μανόλη Τριανταφυλλίδη περιέχουν αξιόλογη αναλογία από λέξεις του είδους αυτού. Είμαι πρόθυμος να συμφωνήσω με τις απόψεις αυτές στην θεωρία· τούτο όμως δεν μεταβάλλει την αρχική διαπίστωση ότι η σημερινή μας γλώσσα είναι ασύγκριτα πιο αστική από ό,τι είταν η γλώσσα της λογοτεχνίας μας πριν από πενήντα ή και τριάντα χρόνια. Μόνο οι μεγάλοι, οι πολύ δυνατοί, ένας Παλαμάς, ένας Ψυχάρης, ένας Καβάφης, μπόρεσαν να συγκρατηθούν στον δρόμο που θα είχε ξαναδώσει στην γλώσσα μας την δροσιά, ίσως και την χάρη, αλλά και την ανεπάρκεια του πρωτογονισμού.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 24.10.1952, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ύστερα είταν και η σύγχυση ανάμεσα στα όρια της λαογραφίας και της λογοτεχνίας· πολύ καλά καταλαβαίνει κανείς τον Ροΐδη να προβάλλει μεγαλόψυχα στους τρίτους την δική του δυσφορία, και να υποστηρίζει σ’ εκείνα ακριβώς τα χρόνια ότι το αναγνωστικό κοινό είχε αρχίσει να χορταίνει «τας στάνας, τας στρούγγας, τα λημέρια, τας φλογέρας, τους κολλήγας, τους λεβέντηδες, τας ζηλεμένας κόρας, τα μοιρολόγια, τ’ ασημοχρύσαφα και τους κερατισμούς των τράγων». Με το χαρακτηριστικό γνώρισμα της λειψής παιδείας, οι Έλληνες λογοτέχνες είχαν κατά την μεγάλη τους πλειοψηφία πέσει στην υπερβολή και στην αποκλειστικότητα της λαογραφικής προσφοράς τής ντυμένης ένα ανάλαφρο ντύμα της λογοτεχνικότητας. Δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότεροι από τους καλούς μας λογοτέχνες των χρόνων εκείνων έχουν αφήσει παράλληλα με το δημιουργικό τους έργο και συλλογές από λαογραφικό υλικό· η δυνατή ακτινοβολία του Νικολάου Πολίτη είχε φωτίσει όλων των καλών λογίων τις ψυχές.


Από την άλλη μεριά, έχουμε τον νατουραλισμό, που απασχόλησε πριν από λίγο την επικαιρότητα, με τα πενηντάχρονα του θανάτου του Ζολά. Αυτή η προσφορά που μας ήρθε απ’ έξω δεν είταν κατά τίποτε αντίθετη προς τις ανάγκες μας ή προς τις επιδιώξεις μας· εσυμπλήρωνε και εσυγχρόνιζε σε κλίμακα διεθνή το σύνθημα για την προσεκτική αναπαράσταση των ηθών του υπαίθρου. Έτσι έγινε πρόθυμα ασπαστή από τους λογοτέχνες μας και ολοκλήρωσε την προσπάθεια της εποχής. Άλλοι εστάθηκαν ως εκεί· άλλοι ετράβηξαν πιο πέρα και άγγιξαν το νόημα της λογοτεχνίας από μιαν ή άλλη πλευρά. Στον Καρκαβίτσα πρέπει πάντως να εξάρουμε μια πραγματική συνθετική ικανότητα, την συγκρότηση του θέματος σε σφιχτές ενότητες. Ύστερα, ό,τι κάνουμε πρέπει να γίνεται καλά· ο Καρκαβίτσας αποφάσισε να ζωγραφίσει τους απλούς ανθρώπους της θάλασσας και της στεριάς, τους παρετήρησε με προσοχή και τους εγνώρισε βαθιά, προκειμένου να μας τους γνωρίσει κι’ εμάς. Παρόμοια καλά εδούλεψε και την γλώσσα του: νεοφώτιστος της δημοτικής, έδειξε τον ενθουσιασμό, την πίστη και την συνέπεια του νεοφώτιστου στην επεξεργασία του γλωσσικού οργάνου, και μας άφησε ένα από τα καλύτερα μνημεία της γλωσσικής προσπάθειας της εποχής του στον τομέα του δημοτικισμού. Τίτλοι άξιοι να του εξασφαλίσουν τιμητική θέση ανάμεσα στους πρωτοπόρους της νέας μας πεζογραφίας.


Προκειμένου για λογοτέχνες που είναι ακόμη πολύ κοντά μας χρονικά, όπως είναι ο Καρκαβίτσας, δυσκολευόμαστε να λυτρωθούμε εντελώς από την αγωνιστική κριτική διάθεση για να περάσουμε στην ιστορική κριτική στάση· η θέση μας, δηλαδή, απέναντι σε πρόσωπα και έργα είναι εξαρτημένη όχι μόνο από την θεώρηση των προσώπων αυτών και των έργων, αλλά και από την δεοντολογία μας. Κι’ ενώ για πολλούς από τους συγχρόνους του μια τέτοια δεοντολογική κρίση καμωμένη από ανθρώπους της γενιάς μας αποβαίνει καταδικαστική, νομίζω ότι για τον Καρκαβίτσα η γνώμη μας επιδέχεται πολλές αποχρώσεις: ο «Αρχαιολόγος» είταν απ’ αρχής έργο αποτυχημένο, ως επιδίωξη πολύ ανώτερο από τις δυνάμεις τις οποίες μπορούσε να διαθέσει ο Καρκαβίτσας· ο «Ζητιάνος» δεν ξεπερνάει την εποχή του, αλλά παραμένει καλό μνημείο της. Όμως μερικά μικρά διηγήματά του αποτελούν χαριτωμένες σελίδες ανθολογίας· μεγάλος τίτλος για τον λογοτέχνη.

*Κείμενο του Κ. Θ. Δημαρά αφιερωμένο στον Ανδρέα Καρκαβίτσα. Το άρθρο του μείζονος μελετητή του Νέου Ελληνισμού είχε δημοσιευτεί στο φύλλο του «Βήματος» που είχε κυκλοφορήσει την Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 1952.


Φωτογραφία του Δημαρά από τη συλλογή Φίλιππου Παππά

Ο λογοτέχνης Ανδρέας Καρκαβίτσας, μια από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες της ελληνικής διηγηματογραφίας και ηθογραφίας, γεννήθηκε στα Λεχαινά Ηλείας το 1865 (στις σχετικές πηγές απαντά ως χρονολογία γεννήσεώς του και το 1866) και απεβίωσε στις 24 Οκτωβρίου 1922 συνεπεία λαρυγγικής φυματίωσης.